Οι οικονομικές και γεωπολιτικές εξελίξεις είναι ραγδαίες, η συλλογική Δύση ανησυχεί για το μέλλον της, τόσο λόγω των συγκυριών στις ΗΠΑ όσο κι εξαιτίας των συμμαχιών που διαμορφώνουν νέους χάρτες
Οι παγκόσμιοι χάρτες, τόσο ο οικονομικός όσο και ο γεωπολιτικός, αναπροσαρμόστηκαν μετά από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και συνέχισε να το κάνει και μετά από τις ραγδαίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, που διαδέχονται η μία την άλλη, με του συσχετισμούς δυνάμεων να αλλάζουν σημαντικά.
Στο ένα στρατόπεδο βρίσκονται οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία, με τη συντριπτική πλειονότητα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να τις ακολουθούν, και στο άλλο η Ρωσία, η Κίνα και το Ιράν, στο… βάθος η Ινδία, και άλλες χώρες που ευελπιστούν να διαδραματίσουν σημαντικό οικονομικό ρόλο σε μια συμμαχία του παγκόσμιου νότου, όπως είναι η Βόρεια Κορέα.
Αυτές οι χώρες, με τη δημιουργία των BRICS προσπαθούν να επηρεάσουν την κυριαρχία του δολαρίου, υιοθετώντας σε βάθος χρόνου ένα δικό τους νόμισμα ή συναλλασσόμενες σε δικά τους νομίσματα. Τόσο το ΝΑΤΟ όσο και οι ηγεμονικές δυνάμεις της συλλογικής Δύσης, ανησυχούν για τις παραπάνω εξελίξεις.
«Ο Άξονας του Κακού»
Ο Frederick Kempe ο πρόεδρος και ο διευθύνων σύμβουλος του Ατλαντικού Συμβουλίου, το οποίο είναι μια αμερικανική συντηρητική δεξαμενή σκέψης, που ενώνει εκπροσώπους μεγάλων επιχειρήσεων, πρώην πολιτικούς και υψηλόβαθμούς στρατιωτικούς, με στόχο να προωθεί το πνεύμα του ατλαντισμού, αλλά και την ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στο παγκόσμιο τοπίο, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, επισημαίνοντας τυχόν εκπλήξεις εν όψει γεωστρατηγικών εξελίξεων.
Όπως τονίζει, μετά την ορκωμοσία του τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ θα αντιμετωπίσει έναν πολύ πιο επικίνδυνο κόσμο από ό,τι κατά την πρώτη του θητεία, που χαρακτηρίζεται από δυσεπίλυτους πολέμους στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, καθώς και από αυξανόμενες εντάσεις με την Κίνα για την Ταϊβάν.
Αυτό που είναι επίσης καινούργιο, είναι μια αναπτυσσόμενη αμυντική βιομηχανική και πολιτική ευθυγράμμιση μεταξύ τεσσάρων «αυταρχικών» εταίρων: Κίνας, Ρωσίας, Βόρειας Κορέας και Ιράν, λέει o Kempe. Ακόμη και τη στιγμή που ο Τραμπ στελεχώνει την ομάδα εθνικής ασφαλείας του, πενήντα χιλιάδες Ρώσοι και Βορειοκορεάτες ενισχύουν τις ρωσικές δυνάμεις στο Κουρσκ.
Ο χάρτης των BRICS (κόκκινο)
Καμία από αυτές τις προκλήσεις δεν θα ήταν διαφορετική εάν η Αντιπρόεδρος Κάμαλα είχε εκλεγεί πρόεδρος.
Σημαντικό ρόλο, ωστόσο, θα διαδραματίσει ο τρόπος με τον οποίο ο Τραμπ αναμένεται να αντιμετωπίσει αυτές τις τεράστιες προκλήσεις, έχοντας αυτό το απρόβλεπτο και ασταθές στιλ με το οποίο ασκεί εξουσία. Είναι ένα ερώτημα με ποιον τρόπο θα προσεγγίσει τους συμμάχους και τους αντιπάλους του.
Ο Τραμπ δεν είναι… Κίσινγκερ
Ο Τραμπ δεν αφουγκράζεται τον κόσμο με όρους Κίσινγκερ και είναι απίθανο να μιλήσει στο αμερικανικό κοινό με μακρόπνοα οράματα τύπου «υψηλή στρατηγική» κ.ο.κ. – προσέγγιση που κατά του Αμερικανούς οι ακαδημαϊκούς αποτυπώνει το πώς μια χώρα μπορεί να συνδυάσει στρατιωτικά και μη στρατιωτικά μέσα για να επιτύχει εθνικά συμφέροντα σχεδιασμένα για μακροπρόθεσμα αποτελέσματα.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς είναι που απαιτείται, καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες διανύουν τα πρώτα στάδια μιας νέας εποχής, που ξεκίνησε πριν από την επανεκλογή του Τραμπ και πιθανότατα θα συνεχιστεί. Για να επικρατήσει, λέει ο Kempe, θα χρειαστεί ένας συνδυασμός στρατιωτικού δόγματος, δομής δυνάμεων, συμμαχιών, οικονομικών σχέσεων, διπλωματικής συμπεριφοράς, τεχνολογικής ηγεσίας, κοινωνικών δυνάμεων και κινητοποίησης επαρκών μεθόδων και πόρων.
Αν και είναι πάντα δελεαστικό να εκτιμούμε τι μπορεί να επιτευχθεί σε μόνο μία προεδρική θητεία, τέτοιες εποχές είθισται να ορίζονται μέσω πολλών προεδριών, αντίπαλων δυνάμεων και γεγονότων που τις χαρακτηρίζουν.
Η τελευταία φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν μια τέτοια αντίπαλη ομάδα «απολυταρχών», λέει o Kempe, ήταν στα πρώτα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, όταν η χώρα και οι σύμμαχοί της αντιμετώπισαν τη Σοβιετική Ένωση του Νικίτα Χρουστσόφ, τους συμμάχους της στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και την κομμουνιστική Κίνα του Μάο Τσε Τουνγκ.
Oι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Ευρώπη μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από κάθε κοινό σκοπό τους για να αντιμετωπίσουν μαζί αυτήν την επικίνδυνη νέα εποχή
Η κεντρική σύγκρουση εκείνης της εποχής επιλύθηκε από την Κρίση των πυραύλων της Κούβας τον Οκτώβριο του 1962, όταν η Σοβιετική Ένωση αποχώρησε από το χείλος μιας πιθανής πυρηνικής σύγκρουσης. Στη συνέχεια χρειάστηκαν άλλες τρεις δεκαετίες σταθερής δέσμευσης των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να κερδίσουμε τον Ψυχρό Πόλεμο, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, λέει ο Kempe.
Πριν από αυτό, στα τέλη της δεκαετίας του 1930, τρεις «αυταρχικές» δυνάμεις -η Γερμανία του Χίτλερ, η Ιταλία του Μουσολίνι και η Αυτοκρατορική Ιαπωνία- συνδύασαν τις προσπάθειές τους με πολύ λιγότερο συντονισμένους όρους από τον σημερινό «άξονα των επιτιθέμενων», συμπληρώνει ο Kempe. Αυτή η περίοδος τελείωσε μόνο μετά την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Δεκέμβριο του 1941, τον οποίο ακολούθησε η παράδοση της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943, η παράδοση της Γερμανίας τον Μάιο του 1945 και στη συνέχεια η παράδοση της Ιαπωνίας τον Σεπτέμβριο του 1945, μετά τον της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι με ατομικές βόμβες.
Διδάγματα
Το μάθημα από τις δυο αυτές εμπειρίες είναι ότι τέτοιες συγκρούσεις δεν επιλύονται από μόνες τους. Και στις δυο περιπτώσεις, οι αποφάσεις των προέδρων των ΗΠΑ ήταν καθοριστικές για τα αποτελέσματα, σημειώνει ο Kempe.
Εάν η προηγούμενη εμπειρία αποτελεί οδηγό, ο Τραμπ είναι πιθανό να αντιμετωπίσει αυτήν την αναδυόμενη εποχή περισσότερο τακτικά παρά στρατηγικά, αντιμετωπίζοντας την Κίνα, τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα ως μεμονωμένες προκλήσεις. Ακόμη και ορισμένοι πρώην αξιωματούχοι της κυβέρνησης Τραμπ δεν πιστεύουν ότι αυτό θα είναι αρκετό μέσα σε αυτό το πολύ αλλαγμένο γεωπολιτικό τοπίο.
Ένας πρώην αξιωματούχος του Λευκού Οίκου επί θητείας Τραμπ, που μίλησε στη Wall Street Journal στις 9 Νοεμβρίου, είπε: «Βορειοκορεάτες στρατιώτες που υπηρετούν μαζί με τους Ρώσους για να σκοτώσουν Ουκρανούς χρησιμοποιώντας ιρανικούς πυραύλους, οι οποίοι πωλούν το πετρέλαιο τους στους Κινέζους – η σύνδεση όλων αυτών των διαφορετικών τομέων πολιτικής είναι κάτι που δεν είχαμε. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια διακριτή πολιτική για τη Βόρεια Κορέα. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια διακριτή πολιτική για το Ιράν. Τώρα πρέπει να γίνει πιο ολιστικά».
Τούτου λεχθέντος, ο Τραμπ φέρνει επίσης ένστικτα και προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν να διαταραχθεί αυτός ο άξονας των επιτιθέμενων, ακόμη και αν εκτελεστούν σε τακτική βάση.
Ο Τραμπ είναι πιθανό να υιοθετήσει μια πολύ πιο σκληρή προσέγγιση από τον Μπάιντεν απέναντι στο Ιράν, εναντίον του οποίου ο Τραμπ ακολούθησε μια εκστρατεία «μέγιστης πίεσης» κυρώσεων και άλλων μέτρων στην πρώτη του θητεία. Είναι επίσης πιθανό να υποστηρίξει περισσότερο τις ισραηλινές ενέργειες κατά του Ιράν. Η πιθανότητα για κάτι τέτοιο αυξάνεται κι επειδή το υπουργείο Δικαιοσύνης ανακοίνωσε ότι το Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών απέτρεψε μια ιρανική συνωμοσία για τη δολοφονία του Τραμπ πριν από τις εκλογές.
Τι είναι καλό για το Κίεβο;
Όσον αφορά στη Ρωσία, ο Τραμπ θα φέρει ένα στοιχείο, μια προσωπική επαφή με τον Πούτιν, κάτι που δεν είχε ο Μπάιντεν, ο οποίος δεν συνομίλησε ποτέ με τον Ρώσο πρόεδρο όλο αυτό το χρονικό διάστημα του πολέμου στην Ουκρανία.
Το ερώτημα για την Ουκρανία είναι αν αυτό είναι κακό ή καλό. Οι εκτιμήσεις των συμβούλων του Τραμπ ποικίλλουν, ξεκινώντας από εκείνους που πιστεύουν ότι θα πρέπει να μειώσει δραστικά την υποστήριξη προς την Ουκρανία και τελειώνοντας σε εκείνους που πιστεύουν ότι πρέπει να κάνει πολύ περισσότερα.
Προ ημερών, ο Τραμπ μίλησε τηλεφωνικά με τον Πούτιν. Άτομο που ισχυρίζεται πως γνωρίζει τα όσα διημείφθησαν, είπε στους δημοσιογράφους ότι ο εκλεγμένος πρόεδρος συμβούλεψε τον Ρώσο ηγέτη να μην κλιμακώσει τον πόλεμο στην Ουκρανία και του υπενθύμισε τη μεγάλη στρατιωτική παρουσία της Ουάσιγκτον στην Ευρώπη (το Κρεμλίνο αρνήθηκε ότι έλαβε χώρα η συνομιλία). Ο Τραμπ φέρεται να εξέφρασε ενδιαφέρον για επακόλουθες συνομιλίες για την αναζήτηση έγκαιρης επίλυσης του πολέμου.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ξεχωρίζει ως η πιο σημαντική από τις άμεσες προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο Τραμπ, καθώς μιαν εκεί αποτυχία εκτιμάται πως θα ενθαρρύνει την Κίνα να προχωρήσει σε μια βίαιη απορρόφηση της Ταϊβάν – και πως θα ενθαρρύνει τον Πούτιν να κινηθεί και πέρα από την Ουκρανία, εκμεταλλευόμενος τα πολλαπλά μέτωπα που θα έχουν να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ.
Τα γεράκια κι οι «ειρηνοποιοί»
«Η μεγαλύτερη απειλή για την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών, άλλων μελών του ΝΑΤΟ και άλλων συμμάχων των ΗΠΑ είναι η ολοένα και πιο επιθετική συνεργασία μεταξύ της Ρωσίας, της Κίνας, του Ιράν και της Βόρειας Κορέας», δήλωσε προ ημερών ο John Herbst του Ατλαντικού Συμβουλίου, πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουκρανία. «Δεν είναι σαφές αν ο Τραμπ αντιλαμβάνεται ανακριβώς τη βαρύτητα της εν λόγω πρόκλησης», πρόσθεσε. «Αλλά, είτε το καταλαβαίνει είτε όχι, η κυβέρνησή του θα πρέπει να την αντιμετωπίσει – τόσο αυτήν όσο και το πιο επικίνδυνο πεδίο αντιπαράθεσης: αυτό της Ουκρανίας».
Μια ομάδα συμβούλων του Τραμπ υποστηρίζει την απότομη μείωση της βοήθειας προς την Ουκρανία «χωρίς να αντιλαμβάνεται τι θα σημάνει μια νίκη του Κρεμλίνου», τόνισε ο Herbst. Ένα άλλο «στρατόπεδο», αναγνωρίζει τον ευρύτερο παγκόσμιο αντίκτυπο που θα προέκυπτε από την εγκατάλειψη της Ουκρανίας. Οι διορισμοί που κάνει ο Τραμπ σε κορυφαίες θέσεις εθνικής ασφάλειας διαμορφώνουν σιγά-σιγά μιαν εικόνα για την πολιτική που ενδέχεται να ασκηθεί από τις ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής, ο Τραμπ έχει επιλέξει τον Μάικ Γουόλτς ως σύμβουλό του για την εθνική ασφάλεια, ενώ ο γερουσιαστής Μάρκο Ρούμπιο θα είναι ο επόμενος υπουργός Εξωτερικών.
Ο Τραμπ ήταν «πολύ πιο σκληρός απέναντι στη Ρωσία» από ό,τι είθισται να του αποδίδουν τα συστημικά αμερικανικά ΜΜΕ, είπε ο Γουόλτς κατά τη διάρκεια εκδήλωσης του Ατλαντικού Συμβουλίου στις 28 Οκτωβρίου. Στην Ουκρανία, ο Τραμπ έχει μια «διαφορετική, στρατηγική εστίαση στον τερματισμό του πολέμου, έναντι αυτής της αόριστης ιδέας για το πώς μοιάζει η νίκη, η οποία, παρά τα τρία χρόνια πολέμου ως τώρα… Εξακολουθώ να μην μπορώ να αποτυπώσω έναν σαφή ορισμό αυτού που περιγράφει η κυβέρνηση Μπάιντεν».
«Οι χάρτες αλλάζουν, οι ΗΠΑ δεν αντιδρούν»
Όσον αφορά στην Κίνα, ο Τραμπ σχεδιάζει να ενισχύσει τις οικονομικές απειλές του, καθώς και την πίεση εκ μέρους της χώρας του σε διπλωματικό επίπεδο.
Ερωτηθείς από τους συντάκτες της Wall Street Journal εάν θα χρησιμοποιούσε στρατιωτική δύναμη για να υπερασπιστεί την Ταϊβάν έναντι ενός αποκλεισμού της από το Πεκίνο, ο Τραμπ είπε ότι δεν θα κατέληγε ποτέ σε αυτό, διότι ο Κινέζος ηγέτης Σι Τζινπίνγκ δεν θα το διακινδύνευε. «Δεν θα έπρεπε να [χρησιμοποιήσω στρατιωτική βία], διότι με σέβεται και ξέρει ότι είμαι τρελός», είπε, υπογραμμίζοντας την προσωπική του απρόβλεπτη ισχύ ως αποτρεπτικό παράγοντα.
Η Κίνα που θα αντιμετωπίσει ο Τραμπ θα είναι από οικονομικής πλευράς πολύ πιο αδύναμη από ό,τι ήταν στην πρώτη του θητεία, αλλά και λιγότερο εξαρτημένη από την αγορά των ΗΠΑ – το μερίδιο της Κίνας στις εισαγωγές των ΗΠΑ έχει πέσει στο 13% από 20% τα τελευταία έξι χρόνια. Τούτου λεχθέντος, οι εγχώριες οικονομικές δυσκολίες της Κίνας την έχουν κάνει περισσότερο εξαρτημένη από τις εξαγωγές και αυτό θα καταστήσει το Πεκίνο πιο ευάλωτο σε οποιαδήποτε απειλή για τις εξαγωγές του.
Σε μια εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρειαστούν συμμαχική υποστήριξη περισσότερο από ποτέ για μια πιο συνεκτική στρατηγική απέναντι στον άξονα των επιτιθέμενων, ο Τραμπ είναι πιο πιθανό να συνεχίσει τη επιθετική προσέγγιση της πρώτης του θητείας προς το ΝΑΤΟ και άλλους συμμάχους.
Μιλώντας στους Ευρωπαίους ηγέτες στη Βουδαπέστη στις 7 Νοεμβρίου, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν προειδοποίησε για «μια αφελή μορφή υπερατλαντισμού» και είπε ότι ο Τραμπ «θα υπερασπιστεί τα αμερικανικά συμφέροντα, κάτι που είναι θεμιτό και καλό. Το ερώτημα είναι αν είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε τα συμφέροντα των Ευρωπαίων».
Το ακόμη μεγαλύτερο ερώτημα είναι εάν υπάρχει μια μορφή «Τραμπ-ατλαντισμού» μέσω της οποίας οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς και η Ευρώπη μπορούν να συσπειρωθούν γύρω από κάθε κοινό σκοπό τους για να αντιμετωπίσουν μαζί αυτήν την επικίνδυνη νέα εποχή, λέει ο Kempe. Η εναλλακτική είναι… η κάθε χώρα για τον εαυτό της – μια συνταγή που είναι απίθανο να λειτουργήσει προς το συμφέρον των Ηνωμένων Πολιτειών, καταλήγει.