Και πώς γλιτώσαμε την έξοδο από την Ευρωζώνη το 2015 – Οι μεγάλοι σταθμοί της Ελλάδας στην πορεία της Ε.Ε. – Οι απαιτήσεις των Γερμανών δεν ξεκίνησαν με τα μνημόνια
Την Πρωτοχρονιά του 2002 11 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την Ελλάδα 12η, επεδείκνυαν το νέο, κοινό τους νόμισμα: η έλευση του ευρώ σηματοδοτούσε τη δημιουργία της πιο ισχυρής νομισματικής ένωσης στον πλανήτη, με γίγαντες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία να χρησιμοποιούν το ίδιο νόμισμα με την Ελλάδα, η οποία μόλις 13 χρόνια νωρίτερα πάλευε να αποφύγει τη χρεοκοπία και έδινε μάχη για να πληρώσει τους δημοσίους υπαλλήλους.
Είκοσι χρόνια μετά, ελάχιστοι θυμούνται τη δραχμή: μπορεί η έλευση του ευρώ να συνδυάστηκε στη χώρα μας με αύξηση των τιμών μέσω εκείνης της «στρογγυλοποίησης» που οδήγησε το μπουκάλι μισού λίτρου νερό από τις 50 δραχμές στο 0,50 ευρώ, δηλαδή 170,37 δραχμές εν μία νυκτί, ενώ οι μισθοί απλώς διαιρέθηκαν διά 340,75, αλλά οι Ελληνες απόλαυσαν για μία δεκαετία επιτόκια κοντά στο μηδέν, ενώ δέκα χρόνια πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη τα στεγαστικά δάνεια είχαν επιτόκιο πάνω από 30%.
Με την ισχύ μιας γιγάντιας εσωτερικής αγοράς εξαφανίστηκαν οι πληθωριστικές πιέσεις από την Ελλάδα και τις άλλες «φτωχές» χώρες της Ευρωζώνης. Η χρηματοδότηση έγινε φθηνή και χωρίς όρια τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια οικονομία, ενώ το ελληνικό αξιόχρεο ήταν στην ίδια βαθμίδα με το γερμανικό – ώσπου ήρθαν τα μνημόνια και όλα κατέρρευσαν.
Από το 2000 ως το 2010 τα επιτόκια μειώθηκαν τόσο πολύ που δικαιολογούσαν διαφημιστικά σποτ του τύπου «με το νοίκι, παίρνεις σπίτι» – τουλάχιστον ως τη στιγμή που δημιουργήθηκε η «φούσκα» των ακινήτων, η οποία έσκασε επίσης με την κρίση και την έλευση των μνημονίων.
Για τους περισσότερους, ωστόσο, η αξία της ένταξης στο ευρώ αποκαλύφθηκε πάνω στην κρίση του 2009: έχοντας χάσει το «όπλο» της υποτίμησης, η χώρα άντεξε και παρέμεινε στην Ευρωζώνη, παρά τις γερμανικές πιέσεις για αποχώρηση, αποφεύγοντας την απόλυτη «βαλκανοποίηση» που θα σήμαινε υποτίμηση υπό την εποπτεία του ΔΝΤ, η οποία θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και το 80%, σε περίπτωση που είχε επιστρέψει στο εθνικό νόμισμα. Και φυσικά μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως αποτέλεσμα την εκτόξευση του χρέους, αφού η Ελλάδα δεν θα δανειζόταν σε δραχμές αλλά σε συνάλλαγμα.
Η παρ’ ολίγον έξοδος του 2015
Ο «ξαφνικός θάνατος» της ελληνικής Οικονομίας παραλίγο θα είχε επέλθει το καλοκαίρι του 2015, όταν σε μία κίνηση- παρωδία, ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε δημοψήφισμα ζητώντας από τους πολίτες ένα «ναι» ή ένα «όχι» για τις προτάσεις των δανειστών της χώρας. Μάλιστα στο ψηφοδέλτιο ένα μεγάλο κομμάτι των προτάσεων ήταν γραμμένο… στα αγγλικά.
Οι ηγέτες της Ευρωζώνης είχαν από την πρώτη στιγμή προειδοποιήσει ότι θα εκλάμβαναν το «όχι» των πολιτών – που έφτασε στην κάλπη στο 62,5% – ως «όχι στο ευρώ». Για να μετατρέψει το «όχι» σε «ναι» , ο Τσίπρας υποχρεώθηκε να «εκπαραθυρώσει» τον Γιάνη Βαρουφάκη από τη θέση του υπουργού των Οικονομικών και να ψηφίσει , παραμονή του Δεκαπενταύγουστου, το δικό του, τρίτο Μνημόνιο.
Το παράδοξο της όλης υπόθεσης ήταν ότι με το δημοψήφισμα, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά πήγε από άλλο δρόμο στην «πρόταση Σόιμπλε», ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κρίσης ζητούσε την έξωση της χώρας μας από την Ευρωζώνη…
Σήμερα, 342 εκατομμύρια Ευρωπαίοι πολίτες πληρώνουν και πληρώνονται με ευρώ. Το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα είναι το επίσημο μέσο συναλλαγών σε 19 χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Μετά το δολάριο είναι, μάλιστα, το ισχυρότερο νόμισμα στον πλανήτη.
Οταν ξεκινούσε η συζήτηση για τοενιαίο νόμισμα της Ευρώπης, οι πλέον σκεπτικιστές ήταν οι Γερμανοί – λογικό, από τη στιγμή που είχαν ένα από τα ισχυρότερα νομίσματα στον πλανήτη, το γερμανικό μάρκο. Μάλιστα, η Bundesbank, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Γερμανίας, δίνει ακόμα τη δυνατότητα της ανταλλαγής μάρκων με ευρώ – μια και υπολογίζει ότι ακόμα και 20 χρόνια από την εισαγωγή του ευρώ υπάρχουν στα χέρια ιδιωτών και επιχειρήσεων μάρκα αξίας έως και 6 δισ. ευρώ. Η ισοτιμία καθορίστηκε το 1999 και θα παραμείνει εσαεί 1,95 μάρκα προς ένα ευρώ.
Χοντρικά, δύο μάρκα, ένα ευρώ για τους Γερμανούς. Για την Ελλάδα τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά: η χώρα μας ήταν η τελευταία χώρα που μπήκε στον «προθάλαμο του ευρώ», τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), κάνοντας τεράστια δημοσιονομικά βήματα. Και φυσικά, όπως συνέβη σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις όπου η χώρα μας εντάχθηκε σε ευρύτερους νομισματικούς μηχανισμούς, το ζητούμενο από την πρώτη στιγμή ήταν το ποσοστό της υποτίμησης της δραχμής.
Η τελευταία υποτίμηση
Για την εξασφάλιση της σταθερής ισοτιμίας δραχμής – δολαρίου, από το 1953 ως το 1971, είχε χρειαστεί μια υποτίμηση της δραχμής κατά 50%. Το 1998 τα πράγματα ήταν πολύ λιγότερο δραματικά -μια και η ελληνική οικονομία είχε κάνει πολύ μεγάλα βήματα σύγκλισης με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους- αλλά εξίσου δύσκολα, αφού η εικόνα του «μαύρου πρόβατου» του 1989-1990 ήταν ακόμα πολύ πρόσφατη.
Από τον Οκτώβριο του 1997 είχε ξεκινήσει μια περίοδος ισχυρών πιέσεων για τη δραχμή: από τη μία πλευρά υπήρχαν τα απόνερα μιας μεγάλης οικονομικής κρίσης στη Νοτιανατολική Ασία και από την άλλη οι αγορές προεξοφλούσαν την υποτίμηση της δραχμής, εν όψει της εισαγωγής της στους μηχανισμούς του ενιαίου νομίσματος.
Η Τράπεζα της Ελλάδος υπερασπίστηκε τότε την ισοτιμία, με υψηλά επιτόκια και εκτεταμένες παρεμβάσεις στην αγορά συναλλάγματος. Ωστόσο, οι πιέσεις συνεχίζονταν, κι έτσι αποφασίστηκε τον Ιανουάριο του 1998 να επισπευστεί το αίτημα ένταξης.
Οι άνθρωποι που χειρίστηκαν τότε την υπόθεση ήταν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Λουκάς Παπαδήμος, οι δύο υποδιοικητές Παναγιώτης Θωμόπουλος και Νίκος Γκαργκάνας, ο υπουργός Οικονομίας Γιάννος Παπαντωνίου, ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων Γιάννης Στουρνάρας και οι σύμβουλοι του πρωθυπουργού Νίκος Θέμελης και Τάσος Γιαννίτσης.
Ηταν ένα δίμηνο εντατικών μυστικών επαφών, τόσο διμερών όσο και στο πλαίσιο της Νομισματικής Επιτροπής, προπομπού του EuroWorking Group, και του διοικητικού συμβουλίου του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Ιδρύματος που θα μετεξελισσόταν με την έλευση του ευρώ σε Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Οι γερμανικές απαιτήσεις
Οι «κακοί» της υπόθεσης ήταν -και τότε- οι Γερμανοί, που πίεζαν για υποτίμηση της δραχμής κατά 20% ή και περισσότερο. Χρειάστηκε να γίνουν αρκετές συναντήσεις του Λουκά Παπαδήμου με τον Χανς Τιτμάγιερ, τότε διοικητή της Bundesbank για να μεταπειστεί η γερμανική πλευρά. Εξίσου σκληρές ήταν οι μάχες που έδωσε στη Νομισματική Επιτροπή ο Γιάννης Στουρνάρας με τον περιβόητο Γιούργκεν Σταρκ, τότε υφυπουργό Οικονομικών της Γερμανίας και μετέπειτα μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη την εποχή, δέκα ολόκληρα χρόνια πριν από τα μνημόνια, ο Σταρκ καταλόγιζε στην κυβέρνηση Σημίτη ότι έκανε υπερβολικές προσλήψεις στο Δημόσιο! «Αν πω ναι σε αυτό, καλύτερα να μη γυρίσω στην Αθήνα». Hταν Φεβρουάριος του 1999 όταν ο Γιάννος Παπαντωνίου, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Σημίτη, απαντούσε κάπως έτσι σε ένα τηλεφώνημα του Γιάννη Στουρνάρα, που ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων και διαπραγματευόταν με τον υφυπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Γιούργκεν Σταρκ τους όρους της ένταξης της δραχμής στην Eυρωζώνη.
Ο Γιάννης Στουρνάρας του είχε μεταφέρει τη γερμανική απαίτηση για αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης προκειμένου να περιορίσουν την απαίτησή τους για μεγάλη υποτίμηση της δραχμής, ώστε να ενταχθεί στο κλαμπ του ευρώ. Μόλις τρεις μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, όμως, η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε πολιτικά τη δυνατότητα για μία τέτοια υποχώρηση.
Τελικά, οι Γερμανοί μεταπείστηκαν, η Ελλάδα μπήκε στο ευρώ – και τα όρια συνταξιοδότησης αυξήθηκαν μία δεκαετία αργότερα, εν μέσω των μνημονίων.
Με εκατέρωθεν υποχωρήσεις, συμφωνήθηκε η υποτίμηση της δραχμής κατά 12,3% και η εισαγωγή της στον ΜΣΙ, με ισοτιμία 357 δραχμές προς ένα ευρώ και εύρος διακύμανσης +/- 15%. Το ίδιο βράδυ, ο κ. Σημίτης ανακοίνωσε τα νέα σε τηλεοπτικό διάγγελμα.
Ωστόσο, δεν επρόκειτο να είναι αυτή η οριστική ισοτιμία της δραχμής με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα: η πολιτική υψηλών επιτοκίων της Τραπέζης της Ελλάδος, σε συνδυασμό με την προσδοκία εισαγωγής στο ευρώ, οδήγησαν τον Ιανουάριο του 2000 σε ανατίμηση της δραχμής και στην τελική ισοτιμία των 340,75 δρχ. ανά ευρώ, που έμεινε στην Ιστορία.
Από τη ΛΝΕ στην ΟΝΕ
Η Οικονομική και Νομισματική Ενωση (ΟΝΕ) δεν ήταν μια πρωτόγνωρη ιδέα, ούτε για την Ευρώπη, ούτε για τη χώρα μας: τον Μάρτιο του 1910, ενώ η Θεσσαλία συνταρασσόταν από το κίνημα των κολίγων στο Κιλελέρ, υπό τον Μαρίνο Αντύπα, η Ελλάδα κατάφερνε κάτι πολύ σημαντικό, ύστερα από χρόνια αποτυχημένων προσπαθειών, πτωχεύσεων και ατυχών πολεμικών επιχειρήσεων απέναντι στην Τουρκία: έμπαινε και με τα δύο πόδια στη Λατινική Νομισματική Ενωση, που ήταν η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης διαφορετικών ευρωπαϊκών νομισμάτων, μέσω της σταθερής ισοτιμίας τους με τον χρυσό και το ασήμι. Ετσι, λίγους μήνες μετά την Επανάσταση στο Γουδί, η χρυσή δραχμή βρέθηκε να έχει ισοτιμία 1:1 με το χρυσό γαλλικό φράγκο, που ήταν το «δολάριο» της εποχής.
Τον Οκτώβριο του 1910, λίγους μήνες αργότερα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος εκλεγόταν για πρώτη φορά πρωθυπουργός για να προετοιμάσει τους Βαλκανικούς Πολέμους. Και τότε, όπως και πάντοτε, η διεξαγωγή ενός πολέμου σήμαινε κατ’ αρχάς τη σύναψη δανείων – και ο Βενιζέλος, όπως όλοι οι λογικοί άνθρωποι, γνώριζε ότι με ένα ισχυρό νόμισμα, έστω και μόνο για το διεθνές εμπόριο, θα μπορούσε να εξασφαλίσει πιο φθηνή δανειοδότηση. Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1914, οδήγησε στην κατάρρευση της Λατινικής Νομισματικής Ενωσης, παρότι η Ελλάδα απαρνήθηκε τελικά τον κανόνα της σταθερής ισοτιμίας το 1917.
Ωστόσο, χρειάστηκε να περάσουν 49 ολόκληρα χρόνια προτού η χώρα μπορέσει να επιστρέψει σε ένα ανάλογο καθεστώς: από το 1944, οι συμμαχικές χώρες που είχαν επικρατήσει στον πόλεμο κατά του ναζισμού, δηλαδή και η Ελλάδα, συμφώνησαν σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών που έδινε την πρωτοκαθεδρία στο δολάριο: η συμφωνία πήρε το όνομα του χωριού όπου υπογράφηκε – το Μπρέτον Γουντς του Νιου Χάμσαϊρ στις ΗΠΑ: το αμερικανικό νόμισμα θα ήταν το μόνο άμεσα μετατρέψιμο σε χρυσό, με ισοτιμία 35 δολάρια ανά ουγγιά.
Ολοι οι υπόλοιποι απλώς έπρεπε να μπορούν να υποστηρίξουν μια σταθερή ισοτιμία των νομισμάτων τους με το δολάριο. Ακουγόταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, ωστόσο κράτησε 18 χρόνια.
Με το που έμπαιναν στο σύστημα του Μπρέτον Γουντς, οι χώρες έχαναν βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής, μια και είχαν πλέον μόλις 10% δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός τους κι αυτή υπό τον έλεγχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, που είχε δημιουργηθεί την ίδια μέρα, στο ίδιο μέρος, με στόχο τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση του πλανήτη. Επομένως, τα προβλήματα θα άρχιζαν από τη στιγμή που θα υπήρχαν μείζονες συναλλαγματικές αναταράξεις.
Η «πυραμίδα» του Νίξον
Το δολάριο ήταν η «μπάνκα» του συστήματος – και όλοι είχαν την απόλυτη πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ θα κάλυπταν αενάως τη δέσμευσή τους να ανταλλάσσουν δολάρια με χρυσό, στην ισοτιμία 1:35. Οπως συμβαίνει συνήθως στις αγορές, τα πάντα στηρίζονται στην πίστη ότι οι συμφωνίες τηρούνται και οι δεσμεύσεις ισχύουν. Αν, όμως, η «μπάνκα» κληθεί να αποδείξει ότι μπορεί να τηρήσει τη δέσμευσή της και δεν το πράξει, το σύστημα καταρρέει σαν πυραμίδα.
Ο Ρίτσαρντ Νίξον αποφάσισε λοιπόν τη μονομερή απόσυρση των ΗΠΑ από τη δέσμευσή τους αυτή, όταν πια είχε γίνει σαφές ότι εξαιτίας της εμπλοκής τους στο Βιετνάμ είχαν αρχίσει να τυπώνουν πολύ περισσότερα δολάρια από όσα δικαιολογούσαν τα αποθέματά τους σε χρυσό. Εν ολίγοις, κράτη και ιδιώτες αγόραζαν δολάρια θεωρώντας ότι έτσι κατείχαν χρυσό, αλλά στην πραγματικότητα έπαιρναν στα χέρια τους πληθωριστικά αμερικανικά νομίσματα. Το σοκ ήταν τεράστιο για τους πάντες, μια και όλες οι χώρες -και όχι μόνον η Ελλάδα- είχαν ζήσει την κατάρρευση των νομισμάτων τους στην περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που είχε οδηγήσει σε υπερπληθωρισμό.
Οι χώρες που βρέθηκαν με δολάρια έχασαν πολύ μεγάλα ποσά και η ιδέα ότι η Ευρώπη χρειαζόταν έναν δικό της μηχανισμό συναλλαγματικής σταθερότητας άρχισε σιγά-σιγά να ωριμάζει, καθώς ο πλανήτης έμπαινε στον αστερισμό των κυμαινόμενων ισοτιμιών, όπου οι πιο φτωχοί δύσκολα θα άντεχαν την πίεση στις κρίσεις. Εναν χρόνο αργότερα, το 1972, υιοθετούν το «ευρωπαϊκό νομισματικό φίδι», μια πρώτη απάντηση στην κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς, που προέβλεπε τη «στενή» διακύμανση των ισοτιμιών των ευρωπαϊκών νομισμάτων.
Χρειάστηκε να περάσουν άλλα επτά χρόνια προτού καταλήξουν στο Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), με τη Γερμανία στο τιμόνι. Η ιδέα ήταν απλή: οι χώρες που συμμετείχαν αναλάμβαναν την υποχρέωση να κρατούν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους εντός στενών ορίων -στην πραγματικότητα, να συγκρατούν τις ισοτιμίες τους σε σχέση με το γερμανικό μάρκο.
Εν ολίγοις, η τότε Δυτική Γερμανία έπαιρνε τα σκήπτρα από την Αμερική στην Ευρώπη, αλλά χωρίς την υποχρέωση της μετατροπής του μάρκου σε χρυσό, σε κάποια σταθερή ισοτιμία. Ηταν το πρώτο βήμα για την καθιέρωση κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Ωστόσο, το ευρώ ήταν ακόμα πολύ μακρινό, παρότι ήδη κυκλοφορούσε ως ιδέα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα…
Το ψαλίδι του Μαρκεζίνη
Η χώρα μας μπήκε στον μηχανισμό του Μπρέτον Γουντς μόλις το 1953, αφού χρειάστηκε ο τότε υπουργός Οικονομικών Σπύρος Μαρκεζίνης να πάρει ένα ψαλίδι και να κόψει το πενηντάρικο στη μέση – εν ολίγοις συνέβη υποτίμηση της δραχμής κατά 50% μέσα σε μια στιγμή.
Τότε ο υπουργός είχε αιφνιδιάσει τους πάντες με ένα ραδιοφωνικό μήνυμα στο οποίο έλεγε ότι το δολάριο ήταν «αδικαιολόγητα φθηνό» σε σχέση με τη δραχμή, πράγμα που οδηγούσε σε «εξαγωγή κεφαλαίου και τουρισμό στο εξωτερικό». Προέβλεπε μάλιστα ότι με τη δραχμή στην πραγματική της ισοτιμία θα αυξάνονταν οι εισαγωγές κεφαλαίων και θα υποστηριζόταν το τουριστικό ρεύμα προς τη χώρα μας.
Για πολλούς το αποτέλεσμα έμοιαζε με θαύμα: από εκείνη την ημέρα του Απρίλη του ’53, ως τον Αύγουστο του ’71, οπότε ο πρόεδρος Νίξον ανακοίνωσε το τέλος της άμεσης μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό, η ισοτιμία της δραχμής με το αμερικανικό νόμισμα διατηρήθηκε αδιατάρακτα στο 1:30 , οδηγώντας την Ελλάδα σε ρυθμούς ανάπτυξης που έφταναν κατά μέσο όρο κάθε χρόνο το 7%.
Ετσι, εκείνη η υποτίμηση έμεινε στην ιστορία ως η πλέον επιτυχημένη όλων των εποχών στη χώρα μας. Ωστόσο, το είδος της ανάπτυξης που επιτεύχθηκε για πολλά χρόνια δεν οδηγούσε σε αύξηση των θέσεων απασχόλησης, μια και η Ελλάδα δεν μπόρεσε να μεταβληθεί σε οικονομία βαριάς βιομηχανίας, κατά το πρότυπο των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης.
Το αποτέλεσμα ήταν να ξεκινήσει ένα μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα που σε μεγάλο βαθμό κατευθύνθηκε προς βιομηχανικές χώρες, όπως η Γερμανία και το Βέλγιο. Εν ολίγοις, η κατεστραμμένη από τους πολέμους Ελλάδα παρείχε -μαζί με άλλες χώρες- το εργατικό δυναμικό για αναπτυχθεί βιομηχανικά η Γερμανία, που ήταν η μεγάλη ηττημένη των παγκοσμίων πολέμων. Βεβαίως, ήταν τα μεταναστευτικά εμβάσματα που «ξελάσπωσαν» την ελληνική οικονομία από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις του τέλους της δεκαετίας του ’60 και των αρχών του ’70.
Νικητές και ηττημένοι συνεργάζονται
Στο πλαίσιο αυτό, για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα των αρχών του ’50, της οποίας η όποια βιομηχανία είχε καταστραφεί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε, θα ήταν πολυτέλεια έστω και να παρακολουθήσει την κίνηση των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης, που συνέπηξαν το 1951 την Ευρωπαική Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), με στόχο να προωθήσουν τη βιομηχανική τους ανασυγκρότηση.
Χώρες που ανήκαν στην πλευρά των νικητών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως η Γαλλία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία, συνέπραξαν με τη Γερμανία και την Ιταλία. Στην πραγματικότητα, η ιδέα της Ευρωπαϊκής Ενωσης προέκυψε από την από κοινού διαχείριση των αποθεμάτων άνθρακα και χάλυβα από Γαλλία και Γερμανία, μόλις 7 χρόνια από τη λήξη του πολέμου.
Ωστόσο, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός από το 1955, προώθησε την ιδέα της συνεργασίας της αγροτικής Ελλάδας με την κοινότητα των βιομηχανικών κρατών της εποχής. Αλλωστε, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία -που από την πρώτη στιγμή κυριάρχησαν στην Ενωση- διέθεταν επίσης πολύ σημαντικό αγροτικό τομέα και δεν ήθελαν να τον αφήσουν να οπισθοχωρήσει.
Αλλωστε, η Κοινή Αγροτική Πολιτική ήταν για δεκαετίες το σήμα κατατεθέν της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Το 1961, ο Καραμανλής πέτυχε μια συμφωνία σύνδεσης με την ΕΚΑΧ, που προέβλεπε περίπου ό,τι πήρε το 1999 η Τουρκία: την τελωνειακή ένωση και μια μάλλον αόριστη υπόσχεση ένταξης στο μέλλον, με μια μεταβατική περίοδο που έφτανε τα 22 χρόνια.
Τελικά, χρειάστηκαν μόλις 20 χρόνια για να γίνει πραγματικότητα η ένταξη της χώρας μας, κάτι που συντελέστηκε εν πολλοίς για πολιτικούς λόγους, μία επταετία από την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Κατά σύμπτωση, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν πλέον Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Ανδρέας Παπανδρέου προετοιμαζόταν για τη θέση του πρωθυπουργού, κάτι που θα γινόταν πραγματικότητα από τον Οκτώβριο του ’81, ένα γεγονός που θα έριχνε τη σκιά του στις σχέσεις της Ελλάδας με την Κοινότητα, που τότε κυριαρχούνταν από τον Χέλμουτ Κολ, τη Μάργκαρετ Θάτσερ, τον Φρανσουά Μιτεράν και τον Φελίπε Γκονζάλεθ.
Τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη, μόλις το 33% των πολιτών βλέπει θετικά την ΕΟΚ, για την οποία το πολιτικό μας σύστημα, πλην της Ν.Δ. που πρωτοστάτησε σε αυτό το βήμα, προειδοποιούσε ότι θα οδηγούσε τους Ελληνες να γίνουν «τα γκαρσόνια της Ευρώπης». Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν -και μάλιστα κατά πολύ- όταν οι κοινοτικές επιδοτήσεις άρχισαν να δημιουργούν ένα διαφορετικό κοινωνικό τοπίο, ειδικά στην ελληνική περιφέρεια.
Η Ελλάδα αντεπιτίθεται
Τα τελευταία χρόνια της πρώτης διακυβέρνησης Παπανδρέου η Ελλάδα κατακτά τον τίτλο του «μαύρου πρόβατου» – με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζακ Ντελόρ, ο οποίος υπήρξε ο θεμελιωτής της νομισματικής ενοποίησης, να προειδοποιεί «για μόνιμες αποκλίσεις» της χώρας από αυτήν τη διαδικασία.
Τα πάντα άλλαξαν και πάλι στη δεύτερη περίοδο της διακυβέρνησης Παπανδρέου, με την Ελλάδα να μειώνει εντυπωσιακά τα ελλείμματά της, μία εξέλιξη που επιταχύνθηκε στη συνέχεια, με πρωθυπουργό τον Κώστα Σημίτη.
Η δημιουργία του κοινού νομίσματος ήταν σε εξέλιξη ήδη από το 1992, όταν αποφασίστηκαν στο Μάαστριχτ «τα κριτήρια της σύγκλισης των Οικονομιών» που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν στο εγχείρημα. Επρόκειτο για κριτήρια μάλλον αυθαίρετα -γιατί το έλλειμμα του Προϋπολογισμού θα έπρεπε να είναι ως 3% του ΑΕΠ και το δημόσιο χρέος ως 60% του ΑΕΠ;- αλλά τα οποία είχαν φανεί λογικά στις ευρωπαϊκές ηγεσίες εκείνης της εποχής.
Το μαύρο πρόβατο
Πολύ μετά την Πρωτοχρονιά του 2002, όταν ο Κώστας Σημίτης πήγε σε ένα ΑΤΜ στην Πανεπιστημίου για να σηκώσει ευρώ, επισημοποιώντας τη συμμετοχή της Ελλάδας στο εγχείρημα, τα πράγματα άλλαζαν και πάλι: το 2012, με τη χώρα να συμπληρώνει δύο μνημονιακά χρόνια, ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Χέλμουτ Σμιτ, αλλά και ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν, ο οποίος είχε παίξει καταλυτικό ρόλο στην αποδοχή της ελληνικής αίτησης για ένταξη, το 1981, έδιναν κοινή συνέντευξη στο «Spiegel» με θέμα της πορεία της Ευρώπης.
Εκεί, ο μεν πρώην πρόεδρος της Γαλλίας είπε ότι η Ελλάδα «ανήκει στην Ανατολή», δηλώνοντας μετανιωμένος για τη στήριξη που είχε δώσει στον Καραμανλή, ο δε πρώην καγκελάριος είπε ότι αν δεν μπορεί μία χώρα «να παίξει με τους κανόνες, τότε απλά πρέπει να φύγει από μόνη της».
Μάλιστα, οι κατηγορίες που αντάλλασσαν για καιρό τα πολιτικά στελέχη στη Γερμανία είχαν να κάνουν με το κατά πόσο η Ελλάδα χρησιμοποίησε λογιστικά τρικ για να πετύχει την ένταξή της στο «κλαμπ του ευρώ».
Ωστόσο, την ίδια στιγμή, γερμανικά μέσα ενημέρωσης αποκάλυπταν ότι την πρώτη χρονιά του κοινού νομίσματος τόσο η Γερμανία όσο και η Γαλλία, αλλά και οι περισσότερες από τις χώρες της Ευρωζώνης είχαν χρησιμοποιήσει τρικ για να προσπεράσουν κάποια από τα κριτήρια του Μάαστριχτ – ειδικά ως προς το ύψος του δημοσίου χρέους
Ο γαλλογερμανικός συμβιβασμός
Εχει λεχθεί χωρίς να διαψευστεί ότι ο τότε πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Μιτεράν, μόνο με την εισαγωγή του ευρώ έδωσε την έγκρισή του για την επανένωση της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία. Οπως είπε ο Γκούντραμ Βολφ, διευθυντής του Ινστιτούτου Μπρίγκελ των Βρυξελλών, «το ευρώ ήταν το αποτέλεσμα ενός επώδυνου συμβιβασμού μεταξύ της Γερμανίας, η οποία συμφώνησε να εγκαταλείψει το γερμανικό μάρκο, σύμβολο της μεταπολεμικής ανάκαμψής της, με αντάλλαγμα τη στήριξη της Γαλλίας για την επανένωση της χώρας μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου».
Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά: το ευρώ αποδείχθηκε πιο σκληρό και από το γερμανικό μάρκο, ενώ το 40% των διεθνών πληρωμών στον πλανήτη γίνονται με αυτό. Το 20% των συναλλαγματικών διαθεσίμων του κόσμου μας είναι σε ευρώ, ενώ η Ευρωζώνη διαθέτει το 12% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Καθόλου άσχημα για μια χούφτα χωρών που ήθελαν να περιορίσουν τους συναλλαγματικούς τους κινδύνους.
protothema.gr