Επιστρέφοντας στην κανονικότητα
Του Θωμά Κιούση*
Ο δρόμος για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι ακόμα μακρύς. Η έκδοση του πεναετούς ομολόγου που έγινε τελευταία, ήταν και η πρώτη απόπειρα από τη χώρα να βγει στις αγορές μετά τη λήξη των μνημονίων. Ήταν ένα πρώτο βήμα.
Η υποδοχή που μας επιφύλαξαν όμως, ήταν τουλάχιστον διστακτική. Υπήρξε ενδιαφέρον, όμως το επιτόκιο διαμορφώθηκε στο 3,6%, υπερδιπλάσιο της Ιταλίας με τα γνωστά προβλήματα (1,58%), εφταπλάσιο και πλέον της Πορτογαλίας (0,46%) και πολύ περισσότερο σε σχέση με την Ισπανία (0,20%).
Το να βγούμε στις αγορές δηλαδή, δεν αρκεί από μόνο του. Είναι σημαντικό και το πώς θα βγούμε, δηλαδή με ποιους όρους και προϋποθέσεις και φυσικά τι θέλουμε να πετύχουμε.
Η Ελλάδα είναι φανερό ότι δε συγκεντρώνει ακόμα την εμπιστοσύνη των επενδυτών ή πρέπει να πληρώσει πολύ πιο ακριβά σε σχέση με άλλες χώρες για να τους κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Το ελληνικό επιτόκιο αντιστοιχεί περισσότερο σε χώρες όπως το Μεξικό και η Αργεντινή και όχι σε χώρες της ευρωζώνης.
Μετά από εννέα σχεδόν χρόνια στα μνημόνια, πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα που μπήκε σε αυτήν την περιπέτεια και έξι μήνες μετά τη λήξη και του τρίτου μνημονίου, θα περίμενε κανείς ταχεία βελτίωση και σύγκλιση με τους υπόλοιπους. Όμως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί.
Η διαφορά στο δεκαετές ομόλογο σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό που αποτελεί το βασικό μέτρο σύγκρισης, είναι περίπου όσο όταν μπήκαμε στο πρώτο μνημόνιο, που σημαίνει ότι η δυσπιστία παραμένει.
Και δεν είναι μόνον αυτό. Η ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, ενώ σε σχέση με τα ευρωπαϊκά επίπεδα έχουμε διπλάσια ακόμα ανεργία και διπλάσιο δημόσιο χρέος που έχει φτάσει στο 180% του ΑΕΠ. Είναι το μεγαλύτερο που είχε ποτέ η Ελλάδα και αντί να μειώνεται αυξάνει παρά το κούρεμα του 2012. Μόνον το 2018 αυξήθηκε κατά 30,2 δις ευρώ σε σχέση με το 2017 και συνολικά κατά περίπου 60 δις από την άνοιξη του 2010 που μπήκαμε στα μνημόνια.
Στην ουσία ότι είμαστε στο ευρώ είναι το μόνο στοιχείο που μας συνδέει με τους υπόλοιπους. Απέχουμε ακόμα από τα δεδομένα των άλλων χωρών που συμμετέχουν σε αυτό.
Η σύγκλιση είναι τουλάχιστον αργή και σύμφωνα με μελέτες, η Ελλάδα με βάση τους σημερινούς ρυθμούς θα επιστρέψει το 2040 στα προ κρίσης επίπεδα.
Οι αγορές στις οποίες απευθυνόμαστε μετά τα μνημόνια, ζητούν συγκεκριμένα πράγματα όπως μεταρρυθμίσεις, λύση στο πρόβλημα με τα κόκκινα δάνεια, φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Μας ζητούν άμεσα αποτελέσματα χωρίς περιστροφές και δικαιολογίες.
«Αντιλαμβάνονται», αλλά δε σημαίνει ότι συμμερίζονται την «ιδιαιτερότητα» της προεκλογικής περιόδου, καθώς και την οποιαδήποτε πρόθεση για καθυστερήσεις και πολιτική διαπραγμάτευση που εφαρμόζαμε όσο ήμασταν στα μνημόνια. Είναι ανυπόμονες.
Οι εταίροι – δανειστές ήδη μας έχουν βγάλει κάποιες μεταμνημονιακές «κίτρινες» κάρτες για καθυστερήσεις σε δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει. Εμείς από την άλλη πλευρά φαίνεται μέχρι τώρα, να παίζουμε τα ρέστα μας στις καθυστερήσεις, όμως τα χρονικά περιθώρια στενεύουν.
Το ρευστό πολιτικό σκηνικό, η ένταση, η αδυναμία συνεννόησης ακόμα και στα πιο βασικά και η αβεβαιότητα λόγω των επικείμενων αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων, διατηρούν ή εντείνουν το «βαρύ» κλίμα για την εικόνα της χώρας στις αγορές.
Αυτό ως ένδειξη δυσπιστίας αποτυπώνεται και στα υψηλά ακόμα επιτόκια.
Το θέμα είναι αν εμείς οι ίδιοι έχουμε αποφασίσει πραγματικά προς τα πού θέλουμε να πάμε την οικονομία μας. Με «ντρίπλες» και καθυστερήσεις επιλέγουμε να μην απαντάμε. Αποφεύγουμε να κοιτάξουμε κατάματα τον καθρέφτη και με ειλικρίνεια να παραδεχτούμε και να διορθώσουμε λάθη και παθογένειες που μας ταλανίζουν χρόνια. Επιλέγουμε να χώνουμε το κεφάλι μας στην άμμο προσποιούμενοι ότι όλα πάνε καλά. Αναζητούμε τη λύση χωρίς να διατυπώνουμε καλά-καλά την εκφώνηση και να λέμε ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Όλες οι κινήσεις της χώρας θα πρέπει να εντάσσονται στα πλαίσια ενός ευρύτερου εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού με τη λογική της συνέχειας του κράτους και με ξεκάθαρη στόχευση οικονομική και πολιτική.
Μένει να το δούμε κάποια στιγμή…
* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων