Ο Κυριάκος Μητσοτάκης με μια ολιγόλεπτη τηλεοπτική παρέμβαση το μεσημέρι της Δευτέρας επιχείρησε να διασκευάσει τις εντυπώσεις, αρνούμενος επιδεικτικά να αναλάβει την ευθύνη, πολιτική και νομική, για το σκάνδαλο το οποίο ταλανίζει τη χώρα από την περασμένη Πέμπτη το βράδυ. Ο πρωθυπουργός προσπάθησε να πείσει τους Έλληνες πολίτες πως δεν γνώριζε, δεν άκουσε και δεν είδε τίποτα που να έχει σχέση με το «Μαξίμου-gate», το πολιτικό σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων με θύμα και στόχο τον Νίκο Ανδρουλάκη, αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και ευρωβουλευτή.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν μίλησε για την ταμπακιέρα. Για την ακρίβεια, απέφυγε να αναφέρει το οτιδήποτε για την ταμπακιέρα. Άφησε ξεκάθαρα να εννοηθεί πως για το σκάνδαλο υπεύθυνοι είναι οι έμπιστοι συνεργάτες του, τους οποίους ο ίδιος προσωπικά επέλεξε. Δηλαδή, ο ανιψιός του και νούμερο δύο της κυβέρνησης του και επικεφαλής του επιτελικού του κράτους, Γρηγόρης Δημητριάδης και ο, όπως φαίνεται, απόλυτα αναλώσιμος Παναγιώτης Κοντολέων, μέχρι και προχθές διοικητής της ΕΥΠ.
Ο πρωθυπουργός παραδέχτηκε, με όσα είπε, πως η ΕΥΠ, επί των ημερών του, ήταν ένα απόλυτο μπάχαλο, όπου «η δεξιά δεν γνώριζε τι είπε η αριστερά» της Ελληνικής Μυστικής Υπηρεσίας. Παραδέχτηκε πως μέχρι σήμερα δεν υπήρχαν φίλτρα και νομικό καθεστώς για να διασφαλίζεται η διαφάνεια σε αυτή την Υπηρεσία. Είναι όμως πρωθυπουργός εδώ και τρία χρόνια και αν πραγματικά ενδιαφερόταν για τη διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών και την έρρυθμη εφαρμογή των συνταγματικών επιταγών τότε ως υπεύθυνος πρωθυπουργός και ως θεσμικός επόπτης της ΕΥΠ, βάσει νόμου που ο ίδιος ψήφισε, θα έπρεπε να είχε προσπαθήσει να αλλάξει τα κακώς κείμενα.
Ο κ. Μητσοτάκης, μιλώντας προς τον ελληνικό λαό, επικαλέστηκε ακόμα και τον εξωτερικό κίνδυνο. Πάντα οι ηγέτες οι οποίοι βρίσκονται στα δύσκολα επικαλούνται τον εξωτερικό κίνδυνο προκειμένου να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη από τα πραγματικά προβλήματα. Έτσι λοιπόν, ο σημερινός πρωθυπουργός, υιοθετώντας μια τετριμμένη και τελείως αναξιόπιστη θεωρία συνωμοσίας, επικαλέστηκε δυνάμεις οι οποίες ενδεχομένως να επιθυμούν την αποσταθεροποίηση της χώρας. Υπονόησε, δηλαδή, πως το μείζον σκάνδαλο των παρακολουθήσεων Έλληνα πολιτικού και αρχηγού κόμματος ήταν πιθανώς έργο σκοτεινών δυνάμεων ενός θεωρητικού εξωτερικού εχθρού, ο οποίος κατάφερε να χειραγωγήσει θεσμούς και υπηρεσίες προκειμένου να αποσταθεροποιήσει τη χώρα. Αν πραγματικά συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε ο κ. Μητσοτάκης, ως πρωθυπουργός αυτής της χώρας, είναι πραγματικά επικίνδυνος για την εθνική ασφάλεια. Προφανώς δεν ισχύει τίποτα από όλα αυτά. Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους και κανένας δεν μπορεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη για τους πραγματικούς υπεύθυνους αυτής της σκοτεινής υπόθεσης.
Τέλος, ο κ. Μητσοτάκης δεν είπε κουβέντα για τους λόγους για τους οποίους κάποια εισαγγελέας, ονόματι Βασιλική Βλάχου, κατόπιν αιτήματος της ΕΥΠ, απεφάνθη πως για κάποιους λόγους θα έπρεπε να παρακολουθούνται οι συνδιαλέξεις ενός εκλεγμένου ευρωβουλευτή και στη συνέχεια ενός κομματικού στελέχους που λάμβανε μέρος σε εσωτερική εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη αρχηγού του τρίτου κατά σειρά κόμματος, του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ. Αλήθεια, βάσει ποιων στοιχείων η εισαγγελέας Βασιλική Βλάχου υπέγραψε αυτή τη διάταξη – εντολή που έλυνε τα χέρια της ΕΥΠ και του Παναγιώτη Κοντολέοντα προκειμένου να προχωρήσει στην παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη μέσω του συγκεκριμένου λογισμικού, του Predator;