Χρώματα Μακρυνίτσας
10 χρόνια πέρασαν από τότε που πρωτοήρθα σ΄ αυτό το μέρος. Προσκαλεσμένος της γυναίκας μου που τυγχάνει να έχει εξοχικό. Μόλις είχαμε πρωτογνωριστεί. Ομολογώ ότι στην αρχή δεν εντυπωσιάστηκα και τόσο. Πες η συννεφιά, πες τα σκαλοπάτια που διαρκώς ανέβαινα, πες η κούραση από το ταξίδι, όλα μαζί μου αναχαίτιζαν τα συναισθήματα.
Σταδιακά όμως όλα άρχιζαν να αλλάζουν. Τα πέτρινα καλντερίμια σε ταξιδεύουν στο χρόνο. Η αρχιτεκτονική των σπιτιών – καθότι παραδοσιακός οικισμός- σε γοητεύει. Η φύση με τα πανύψηλα πλατάνια και τα τρεχούμενα νερά οργιάζει. Αισθάνεσαι να περπατάς σε έναν πίνακα καλαισθησίας και παραδοσιακής αρχοντιάς. Πας να ξαποστάσεις κάπου και ακούς ποικίλους ήχους. Κελαηδίσματα πουλιών, κροταλίσματα από τα πόδια των αλόγων που μεταφέρουν πράγματα, νερά από ορμητικές πηγές, φωνές παιδιών από την πλατεία.
Μια πλατεία – το μπαλκόνι του Πηλίου, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι- όπου σκεπάζεσαι από πλατάνια και το βλέμμα σου χάνεται στο παγασητικό – ευβοϊκό κόλπο. Πλατεία για να ερωτευτείς, να παίξεις, να ξαποστάσεις, να γευτείς λιχουδιές, να γαληνέψεις. Περπατάς και νιώθεις παιδί, έφηβος, μεσήλικας, γέροντας, εφόσον το παζλ των εικόνων είναι ανάμεικτο.
Παραδοσιακά εκκλησάκια αποπνέουν έμπνευση. Αρχοντικά και παραμελημένα σπίτια παντρεύονται…
Τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα παράταιρο.
Από τότε λοιπόν την επισκέπτομαι κάθε χρόνο. Σε διαφορετικές εποχές με διαφορετικά χρώματα. Δεν την βαριέμαι. Διαρκώς με ξαφνιάζει. Όπως ξαφνικά γνωρίστηκα με την γυναίκα μου. Πρόκειται για έρωτα σφοδρό εξ αποστάσεως.
Λάζαρος Ι. Κόλλιας
Εκπαιδευτικός