Η επιστράτευση του Σεπτεμβρίου 1912 – Η Στρατιά Θεσσαλίας και η Στρατιά Ηπείρου – Ο Ελληνικός Στρατός στα σύνορα – Η απελευθέρωση της Ελασσόνας και της Δεσκάτης – Η μάχη του Σαραντάπορου (9-10 Οκτωβρίου 1912), ο ελληνικός θρίαμβος και οι συνέπειές του
Πριν από 110 χρόνια, τέτοιες μέρες, έγινε στο Σαραντάπορο του νομού Λαρίσης μία σημαντική μάχη ανάμεσα στον Ελληνικό και τον Οθωμανικό Στρατό. Η νίκη των Ελλήνων ήταν μεγάλη και αποτέλεσε την αρχή μιας σειράς επιτυχιών, που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Μακεδονίας και της Ηπείρου.
Πριν τη μάχη
Ο Βαλκανικός Συνασπισμός (από Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο) είχε ζητήσει με διακοίνωσή του προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη βελτίωση των πολιτικών συνθηκών στις ευρωπαϊκές της επαρχίες. Η διακοίνωση απορρίφθηκε και ξεκίνησε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος. Στις 4 Οκτωβρίου 1912 (με το παλιό ημερολόγιο) κήρυξαν τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία και στις 5 Οκτωβρίου, η Ελλάδα.
Ο Ελληνικός Στρατός μετά το κίνημα του 1909 οργανώθηκε κατάλληλα με απόλυτα σύγχρονο οπλισμό (τυφέκια Μάνλιχερ, πυροβόλα Σβαρτς – Λίζε, πυροβόλα Σνάιντερ και ορειβατικά Σνάιντερ – Δαγκλή).
Τα μεσάνυχτα της 17ης Σεπτεμβρίου 1912 ξεκίνησε επιστράτευση, η οποία απέδωσε την προβλεπόμενη από τα σχέδια δύναμη ανδρών. Το σύνολο του Ελληνικού Στρατού Ξηράς κατανεμήθηκε σε δύο μεγάλες μονάδες: τη Στρατιά Θεσσαλίας και τη Στρατιά Ηπείρου. Η Στρατιά Θεσσαλίας με διοικητή τον Αρχιστράτηγο διάδοχο Κωνσταντίνο, απαρτίστηκε από το Γενικό Στρατηγείο, μερικές μη μεραρχιακές μονάδες, 4 Τάγματα Ευζώνων, 1 Τάγμα Εθνοφρουρών, την ανεξάρτητη Ταξιαρχία Ιππικού και άλλες βοηθητικές μονάδες και 7 Μεραρχίες που καθεμία τους είχε 3 Συντάγματα Πεζικού και Ευζώνων (των τριών ταγμάτων το καθένα), μία Ημιλαρχία Ιππικού, μία ή δύο Μοίρες Πυροβολικού και ανάλογες βοηθητικές μονάδες, δηλαδή 63 Τάγματα, 8 Ίλες, 7 Λόχους Σκαπανέων, 70 πυροβόλα, 96 πεδινά και 24 ορειβατικά πυροβόλα. Τη Στρατιά αποτελούσαν 100.000 άνδρες, 80.000 από τους οποίους ήταν η παρατακτική της δύναμη. Επιπλέον διέθετε τέσσερα αεροπλάνα τύπου Farman με κινητήρες δύναμης 50 ίππων.
Ο Ελληνικός Στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος της οροθετικής γραμμής έτοιμος για εξόρμηση. Οι οθωμανικές δυνάμεις στη Θεσσαλία αποτελούνταν από τις συνοριακές φρουρές, σε πρώτη γραμμή στην περιοχή Ελασσόνας – Δεσκάτης – Σαρανταπόρου από 11 Τάγματα Πεζικού, 4 Πυροβολαρχίες και μία Ίλη Ιππικού και σε δεύτερη γραμμή, στην περιοχή Σερβίων-Κοζάνης, από 12 Τάγματα Πεζικού, 4 Πυροβολαρχίες και 2 Ίλες Ιππικού. Οι δυνάμεις αυτές μπορούσαν να ενισχυθούν από τις φρουρές Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης. Η συνολική παρατακτική δύναμη του οθωμανικού στρατού στη δυτική Μακεδονία ήταν 35.000-40.000 άνδρες.
Η διάβαση των συνόρων και η κατάληψη της Ελασσόνας και της Δεσκάτης
Το πρωί της 5ης Οκτωβρίου 1912 δόθηκε η διαταγή για προέλαση. Τις πρώτες βραδινές ώρες της ίδιας μέρας η Στρατιά Θεσσαλίας έφτασε στα πρόθυρα της Ελασσόνας, η οποία δεν είχε παραχωρηθεί στην Ελλάδα το 1881 με την υπόλοιπη Θεσσαλία. Τα περισσότερα τουρκικά φυλάκια βρέθηκαν εγκατελειμμένα, αλλά μερικά (Μελούνα, Προφήτης Ηλίας, Τσούκα κ.ά.) αντιστάθηκαν για λίγες ώρες.
Στις 6 Οκτωβρίου, η 1η και η 2η Μεραρχία κινήθηκαν για να καταλάβουν την Ελασσόνα, που την υπερασπίζονταν μικρές τουρκικές δυνάμεις: 3 Τάγματα Πεζικού, 2 Πυροβολαρχίες και 1 – Ίλη Ιππικού. Οι Τούρκοι ήταν πρόχειρα οχυρωμένοι στα υψώματα βόρεια της Ελασσόνας. Μετά από τρίωρη μάχη, γύρω στις 2 π.μ., τα εχθρικά στρατεύματα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Χαρακτηριστικό είναι ότι δύο χοτζάδες ανέβηκαν σε μιναρέδες και πυροβολούσαν εναντίον των Ελλήνων! Το ελληνικό πεζικό καταδίωξε το τουρκικό και αφού καταλήφθηκε η Ελασσόνα, συνεχίσθηκε η καταδίωξη ως, περίπου, τις 2 το μεσημέρι.
Οι υπόλοιπες Μεραρχίες κινήθηκαν χωρίς παρενοχλήσεις από εχθρικές δυνάμεις. Μόνο ένα απόσπασμα ευζώνων έδωσε μάχη με την τουρκική φρουρά της Δεσκάτης που είχε οχυρωθεί στο ύψωμα Τερίμ Τεπέ. Οι εύζωνοι κατέλαβαν το ύψωμα και καταδίωξαν για λίγο τους αντιπάλους τους, ενώ στις 4 το απόγευμα απέκρουσαν αντεπίθεση ενός τουρκικού τάγματος που επιχείρησε να ανακαταλάβει τη Δεσκάτη.
Η μάχη του Σαραντάπορου (9-10 Οκτωβρίου 1912)
Οι δυνάμεις των Τούρκων ήταν σχετικά μικρές στην περιοχή της Ελασσόνας, καθώς η βασική αμυντική τους γραμμή ήταν τα στενά του Σαραντάπορου. Η τοποθεσία αυτή ήταν φύσει οχυρή και προσφερόταν για ισχυρή άμυνα με ευρεία πεδία βολής. Το ύψωμα Σκοπιά (4-5 χλμ. ΒΑ του χωριού Σαραντάπορο), αμέσως δυτικά από το οποίο περνά ο Σαραντάπορος ποταμός και η αμαξιτή οδός Ελασσόνας – Σερβίων, δεσπόζει σε ολόκληρο το προς τα νότια και νοτιοανατολικά έδαφος, σε απόσταση περίπου 10 χλμ. Οι προσβάσεις βάλλονται δραστικά από τα αντερείσματα που βρίσκονται νότια και νοτιοδυτικά της Σκοπιάς. Πάρα πολύ ισχυρό έρεισμα επίσης αποτελούν τα υψώματα νοτιοδυτικά της Σκοπιάς, καθώς και αυτά βόρεια του χωριού Σαραντάπορο.
Η ισχύς της τοποθεσίας αυξάνεται σημαντικά και από ότι τα πλευρά της στηρίζονται ανατολικά στα απότομα νότια αντερείσματα του Τιτάρου όρους και δυτικά στο δεσπόζον ύψωμα Αμάρβες στα Καμβούνια όρη. Και στα δύο πλευρά η κίνηση είναι εφικτή μόνο σε πολύ δύσβατα μονοπάτια και ορεινές διαβάσεις. Η φυσική ισχύς της τοποθεσίας είχε ενισχυθεί σημαντικά από τεχνικά έργα που είχαν γίνει με την καθοδήγηση του Γερμανού Στρατηγού φον Ντερ Γκολτς πασά, που είχε πει ότι «τα στενά αυτά θα ήταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού».
Στις 7 Οκτωβρίου έγιναν μόνο αναγνωρίσεις από το ελληνικό Ιππικό στην είσοδο των στενών του Σαραντάπορου. Όπως διαπιστώθηκε, το στρατηγείο του 8ου Σώματος του τουρκικού στρατού και της 22ας Μεραρχίας του βρισκόταν στα Χάνια της Βίγλας , ενώ το στρατηγείο μιας εφεδρικής τουρκικής μεραρχίας στο χωριό Σαραντάπορο (τότε Γλύκοβο).
Για την άμυνα των στενών οι Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 Τάγματα Πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 Λόχους πολυβόλων και 2 Ίλες Ιππικού, ενώ 11 Τάγματα αποτελούσαν την εφεδρεία.
Η ευρύτερη αμυντική γραμμή των Τούρκων εκτεινόταν από το Λιβάδι προς τα ανατολικά, ως την περιοχή Λαζαράδων προς τα δυτικά. Στις 8 Οκτωβρίου πλησίασαν τα στενά του Σαραντάπορου κατά μέτωπο τρεις ελληνικές μεραρχίες(1η, 2η και 3η). Η 4η θα προσπαθούσε να υπερκεράσει τον εχθρό από τα δυτικά και, προχωρώντας προς τα Σέρβια, να του αποκόψει την υποχώρηση. Η 5η Μεραρχία διατάχθηκε να επιχειρήσει ευρύτερη κυκλωτική κίνηση δυτικότερα προχωρώντας προς την περιοχή των Λαζαράδων. Προς την ίδια περιοχή διατάχθηκαν να κινηθούν η Ταξιαρχία Ιππικού και το απόσπασμα ευζώνων Γεννάδη.
Προς τα ανατολικά των στενών, διατάχθηκε το απόσπασμα ευζώνων Κωνσταντινόπουλου να προχωρήσει προς το Λιβάδι και να κατευθυνθεί προς τα Σέρβια.
Ο Ελληνικός Στρατός έπρεπε να διατρέξει τα 8 περίπου χιλιόμετρα της στενωπού του Σαραντάπορου κάτω από τα πυρά του τουρκικού πυροβολικού, χωρίς να καλύπτεται από το δικό του πυροβολικό και χωρίς να μπορεί να ανταποδώσει τα πυρά.
Στις 7 το πρωί της 9ης Οκτωβρίου άρχισε η προέλαση των τριών ελληνικών μεραρχιών του κέντρου (1ης, 2ης και 3ης).
Αρχικά συνάντησαν μόνο εδαφικές δυσκολίες, όμως μετά τις 10 π.μ. άρχισαν να βάλλονται από το τουρκικό πυροβολικό. Το ελληνικό Πυροβολικό (12 πεδινές πυροβολαρχίες) είχε κολλήσει στη λάσπη και δεν μπορούσε να «απαντήσει» στα τουρκικά πυρά. Γύρω στις 12.00 μ.μ. τα τμήματα του ελληνικού Πεζικού άρχισαν να δέχονται και πυρά των όπλων ευθυτενούς τροχιάς των εχθρών. Ευτυχώς γύρω στις 13.00 μπόρεσε το ελληνικό Πυροβολικό να ανταποδώσει τα πυρά. Στις 15.00 μπήκαν στη μάχη και οι εφεδρείες. Έλληνες και Τούρκοι απείχαν εκείνη τη χρονική στιγμή ένα χιλιόμετρο. Στις 17.00 τα ελληνικά τμήματα καθηλώθηκαν έχοντας καταλάβει τα υψώματα του χωριού Τσαπουρνιά (η 3η Μεραρχία), τον λόφο 514 (η 2η Μεραρχία) και το ύψωμα Τσούμα (η 1η Μεραρχία). Το βράδυ της ίδιας μέρας οι 1η, 2η και 3η Μεραρχίες, έφτασαν σε απόσταση 600 μέτρων από την τοποθεσία του Σαραντάπορου, χωρίς όμως οι Τούρκοι να έχουν χάσει εδαφική κυριαρχία. Αντίθετα, οι δυνάμεις που μάχονταν στις πτέρυγες σημείωσαν μεγαλύτερη πρόοδο καθώς υπερκέρασαν την τοποθεσία του Σαρανταπόρου, αφού έφτασαν στα χωριά Λιβάδι και Πολύρραχο αντίστοιχα.
Οι Τούρκοι βλέποντας τον κίνδυνο αποφάσισαν να αποσυρθούν στη δεύτερη αμυντική γραμμή, που βρισκόταν στο μέσο περίπου της στενωπού, χωρίς όμως να γίνουν αντιληπτοί από τους Έλληνες.
Έτσι, ξεκίνησαν σφοδρό κανονιοβολισμό, γύρω στις 19.00, που είχε διάρκεια 20 περίπου λεπτά. Λόγω της σφοδρής βροχόπτωσης και της πυκνής ομίχλης, οι ελληνικές δυνάμεις δεν αντιλήφθηκαν τις τουρκικές κινήσεις. Γύρω στα μεσάνυχτα, οι Τούρκοι κατάλαβαν ότι οι επιτυχίες των Ελλήνων στις πτέρυγες ήταν πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι νόμιζαν και καθιστούσαν επισφαλή μια ενδεχόμενη σύμπτυξή τους μέσω της κοιλάδας του Αλιάκμονα. Καταλήφθηκαν από πανικό και η συνοχή τους κλονίστηκε. Πολλοί Τούρκοι άρχισαν να φεύγουν προς τον βορρά, εγκαταλείποντας πολεμικό υλικό. Είναι ενδεικτικό ότι 22 καινούργια τουρκικά πυροβόλα, μαζί με τα εξαρτήματά τους και πυρομαχικά, πέρασαν στην κατοχή του Ελληνικού Στρατού.
Η τουρκική διοίκηση δεν μπόρεσε να επιβληθεί, σύντομα μάλιστα καταλήφθηκε και η ίδια από πανικό, με αποτέλεσμα να μην ενημερώσει για τις κινήσεις της το τάγμα που βρισκόταν στο χωριό Λιβάδι. Μόνο το τουρκικό Πυροβολικό διατήρησε τη συνοχή του και ξεκίνησε την οπισθοχώρησή του με τη συνοδεία ορισμένων συντεταγμένων μονάδων του Πεζικού.
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει έγκαιρα τις κινήσεις του, καθώς το επόμενο πρωί βρισκόταν ακόμα στην ανατολική είσοδο της στενωπού Πόρτας. Εκεί έγινε αντιληπτό από προωθημένα τμήματα της 4ης Μεραρχίας που επιτέθηκαν με ορμή εναντίον των εχθρών και διέλυσαν τη φάλαγγά τους.
Το πρωί της 10ης Οκτωβρίου 1912 επικρατούσε μία περίεργη ησυχία στο τουρκικό στρατόπεδο και οι πρώτες αναγνωρίσεις έδειξαν ότι ο εχθρός είχε εγκαταλείψει τις θέσεις του και είχε συμπτυχθεί. Ο διάδοχος, τότε, Κωνσταντίνος έγραψε αργότερα: «Έλαβον μίαν αναφοράν ότι αι εχθρικαί θέσεις ήσαν κεναί! Είχομεν νικήσει ιδίως ηθικώς! Ησθάνθην την ανάγκην να γονατίσω. Εν αίσθημα ευγνωμοσύνης προς τον Θεόν με έπνιγε… δεν ήμην εις θέσιν να ομιλήσω». Αμέσως έδωσε εντολή για καταδίωξη των Τούρκων από το σύνολο των ελληνικών δυνάμεων.
Η 1η, 2η και 3η Μεραρχίες κινήθηκαν βόρεια, προς τη γραμμή Στενά Πόρτας – Χάνι Καστανιάς – υψώματα Νεοχωρίου. Το τουρκικό τάγμα στο Λιβάδι αναγκάστηκε να συμπτυχθεί εσπευσμένα προς τα Σέρβια από το απόσπασμα Κωνσταντινόπουλου, το οποίο συνέλαβε και 80 αιχμαλώτους. Η υπερβολική καθυστέρηση της Ταξιαρχίας Ιππικού είχε σαν αποτέλεσμα το μεγαλύτερο τμήμα των δυνάμεων των Τούρκων να διαφύγει προς τα Σέρβια. Εκεί, ο τουρκικός στρατός εκτέλεσε 70 προκρίτους και 5 ιερείς. Τα Σέρβια απελευθερώθηκαν στις 4 μ.μ. της 10ης Οκτωβρίου 1912 από την 4η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού.
Ο απόηχος και οι συνέπειες της ελληνικής νίκης στο Σαραντάπορο
Ο Ελληνικός Στρατός πέτυχε μεγάλη νίκη στο Σαραντάπορο, όμως είχε 182 νεκρούς και τουλάχιστον 995 τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο διοικητής του 22ου Συντάγματος της 5ης Μεραρχίας, Αντισυνταγματάρχης Μαυρομιχάλης. Στο ελληνικό βασίλειο, η έκβαση της μάχης του Σαραντάπορου προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού, καθώς ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων επί των Τούρκων από το 1821. Εκτός από όσα πίστευε ο φον Ντερ Γκολτς ,και η γαλλική στρατιωτική οργανωτική αποστολή στην Ελλάδα θεωρούσε ότι θα απαιτηθεί ένας μήνας για περάσει ο στρατός μας από τα στενά του Σαρανταπόρου. Σύμφωνα με τις διαθέσιμες πηγές, ο Αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων, διάδοχος Κωνσταντίνος διηύθυνε προσωπικά τη μάχη, μαζί με τους επιτελείς του, μη διστάζοντας να εκτεθεί στο εχθρικό πυρ: «Ο Διάδοχος, εκ τινος υψώματος, ευρισκομένου εντός ζώνης βολής του εχθρικού Πυροβολικού παρηκολούθει, δίδων τας αναγκαίας διαταγάς». Βρετανός αξιωματικός που συνόδευε τα ελληνικά στρατεύματα έγραψε στην εφημερίδα «Journal de Geneve», ότι όταν το άλογο του Κωνσταντίνου έπεσε πληγωμένο από εχθρικές σφαίρες παρασέρνοντας και τον αναβάτη του, αυτός σηκώθηκε και ανέβηκε σε άλλο άλογο και συνέχισε να διευθύνει τη μάχη, κάτι που εντυπωσίασε τους Έλληνες αξιωματικούς και οπλίτες που ήταν παρόντες.
Στις 11/10/1912 ο διάδοχος απηύθυνε προς τον Στρατό, διάγγελμα: «Προς απάσας τας Μεραρχίας. Η Α.Μ. ο Βασιλεύς με διέταξε να εκφράσω προς τον υπ’ εμέ Στρατόν την Υψηλήν Αυτού ευαρέσκειαν και τον θαυμασμό του επί τη νίκη του Σαρανταπόρου και να διαβιβάσω προς αυτόν τας ευχαριστίας του… Ο γενναίος Στρατός μου ας έχει ως σύνθημα:
“Εμπρός πάντοτε”. Τοιούτον σύνθημα άγει ασφαλώς προς την νίκην, απαραίτητον δια την εκπλήρωσιν των ιεροτέρων καθηκόντων και των αγνοτέρων μας ιδεωδών. Βέβαιος ων, ότι ουδείς θα παρεκκλίνει της αρχής ταύτης, εκφράζω προς τον υπ’ εμέ Στρατόν τα θερμά συγχαρητήριά μου. Θεωρώ εαυτόν ευτυχή, διότι ηγούμαι τοιούτου Στρατού, εμπνεόμενον υπό των ιεροτέρων αισθημάτων…». Η κυβέρνηση Βενιζέλου, μετά τη νίκη του Σαρανταπόρου έστειλε στον διάδοχο το εξής συγχαρητήριο τηλεγράφημα: «Αρχηγόν Στρατού Θεσσαλίας :Κυβέρνησις συγχαίρει θερμώς Υμετέραν Β. Υψηλότητα και γενναίον Στρατόν επί λαμπρά νίκη». Στις 11 και 12 Οκτωβρίου ο Στρατός αναπαύθηκε, εκτός από την 7η Μεραρχία και την Ταξιαρχία Ιππικού, οι οποίες το μεσημέρι της 12ης Οκτωβρίου απελευθέρωσαν την Κοζάνη μέσα σε κλίμα ενθουσιασμού.
Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τ. ΙΔ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, “Η ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)”, τόμος Ι, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014.
Π. ΠΑΝΑΓΑΚΟΥ, “ΣΥΜΒΟΛΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑΝ ΤΗΣ ΔΕΚΑΕΤΙΑΣ 1912-1922”, ΑΘΗΝΑΙ 1961.