Αγία της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, η μνήμη της οποίας εορτάζεται στις 9 Ιανουαρίου. Σύμφωνα με τους συναξαριστές, η Παρθένα καταγόταν από την Έδεσσα και γεννήθηκε κάπου στα μέσα του 14ου αιώνα. Ήταν κόρη του πρόκριτου της πόλης Πέτρου Κασιδιάρη και ζούσε βίο ασκητικό και σεμνό, όπως υπονοεί και το όνομά της.
Κατά το έτος 1375, τα τότε Βοδενά, που τα κατείχαν οι Σέρβοι του Στέφανου Δουσάν, πολιορκήθηκαν από τους Οθωμανούς Τούρκους. Ήταν η περίοδος που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε παρακμή και έπνεε τα λοίσθια. Οι κάτοικοί της αμύνθηκαν σθεναρά και με ηρωισμό, ενθαρρυνόμενοι από τον ιερομόναχο Σεραφείμ, εφημέριο του μητροπολιτικού ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Οι Τούρκοι απογοητευμένοι από τη διαφαινόμενη αποτυχία τους σκέφτηκαν προς στιγμή να λύσουν την πολιορκία.
Και τότε ήλθε ως από μηχανής θεός ο πατέρας της Παρθένας. Ο άρχοντας της πόλης χρηματίστηκε από τους πολιορκητές και τους οδήγησε από μία μυστική δίοδο μέσα στην Έδεσσα στις 26 Δεκεμβρίου του 1375. Αμέσως, οι εισβολείς επιδόθηκαν σε σφαγές, διαρπαγές, ατιμώσεις και εξανδραποδισμό των κατοίκων της. Συνέλαβαν, μεταξύ άλλων, τον ιερομόναχο Σεραφείμ και έπειτα από σκληρά βασανιστήρια τον έπνιξαν στον μεγάλο καταρράκτη.
Το επόμενο βήμα του προδότη Κασιδιάρη ήταν να αλλαξοπιστήσει και να γίνει Μουσουλμάνος. Προσπάθησε, μάλιστα, να πείσει και την κόρη του να απαρνηθεί τον Χριστό. Όταν αυτή παρέμεινε σταθερή στην πίστη της, την παρέδωσε στον κατακτητή Πασά για να κοσμήσει το χαρέμι του, αφού πρώτα χειροδίκησε εναντίον της. Στη συνέχεια ανέλαβαν να τη «συνετίσουν» οι άνδρες του Πασά. Τη βασάνιζαν επί τρεις ημέρες και όταν αρνήθηκε για μια ακόμη φορά να αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει, την οδήγησαν ολόγυμνη σε ένα λόφο, όπου την έθαψαν ζωντανή.
Απολυτίκιον
Θείον βλάστημα, Εδέσσης ώφθης, και ισότιμος, κλεινών Μαρτύρων, Αθληφόρε Παρθένα φερώνυμε· του γαρ πατρός την κακίαν ελέγξασα, υπέρ Χριστού θεοφρόνως ενήθλησας· όθεν πρέσβευε, δοθήναι τοις σε γεραίρουσι, πταισμάτων ιλασμόν καὶ μέγα έλεος.
Πηγή: sansimera.gr