Ο Αλή Πασάς ξεψυχούσε και διέταξε να σκοτώσουν την αγαπημένη του, κυρά Βασιλική! Ο Αλή Πασάς πέθανε πριν από 200 χρόνια κι ακόμα κάποιοι αναζητούν τον θησαυρό του!
Τον έλεγαν Λιοντάρι της Ηπείρου και ήταν πράγματι σαν λιοντάρι: ένας άνθρωπος που ξεπερνούσε και τα πιο αιμοσταγή θηρία. Το όνομά του; Αλή Πασάς Τεπελενλής. Ο θηριώδης Αλή Πασάς των Ιωαννίνων, μια μέρα σαν σήμερα σκοτώθηκε από τις σφαίρες των δικών του.
Γράφει ο
Σπύρος Μελάς (δημοσιογράφος, συγγραφέας, δραματουργός), στο βιογραφικό του έργο: «Το Λιοντάρι της Ηπείρου», εκδόσεις Μπίρης: Ο 18ος και ίσως αυτός ακόμα ο 19ος αιώνας δεν ανέδειξαν, από την Αδριατική ως τη Μαύρη Θάλασσα ιστορική μορφή πιο εκπληκτική, πιο δυνατή, πιο περίπλοκη κ’ αινιγματική από αυτή του Αλή πασά του Τεπελενλή. Από κοινός κατσικοκλέφτης, ατιμασμένος, περιφρονημένος κ’ επικηρυγμένος, έφτασε να σκεπάσει με τ’ όνομά του Αρβανιτιά, Ήπειρο, Μοριά, Θεσσαλία, Στερεά, Μακεδονία,, τη Βαλκανική ολάκερη και να το επιβάλει σ’ αυτά τα ανακτοβούλια της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης! Μέγας, απίστευτος τύπος τυχοδιώκτη».
Ο Αλής γεννήθηκε στο Τεπελένι της σημερινής Αλβανίας περίπου το 1744. Η μητέρα του, η διαβόητη στην εποχή της Χάμκω, ήταν ελληνίδα με καταγωγή από την Κόνιτσα. Ο Αλής άρχισε τη… σταδιοδρομία του ως ληστής· συνελήφθη από τον πασά του Βερατίου, Κουρτ Αχμέτ, αλλά αφέθηκε ελεύθερος αφού υποσχέθηκε να σταματήσει τις επιδρομές κάτι που όμως δεν έκανε.
Το 1788, ο Αλής εκμεταλλευόμενος την απουσία του πασά των Ιωαννίνων, Αλή Ζοτ, λόγω εκστρατείας στον Δούναβη άρπαξε το πασαλίκι των Ιωαννίνων, πράξη την οποία τελικά ενέκρινε και η Υψηλή Πύλη, δίνοντας του μάλιστα δικαιοδοσία πέρα από την Αλβανία και την Ήπειρο και στη Στερεά Ελλάδα.
«Τα Γιάννενα, η Ήπειρος, χρωστούν σ’ αυτόν την ακμή και την ευτυχία τους· και είναι ο ίδιος που έκλεισε σπίτια και σπίτια και βούτηξε αμέτρητες φαμίλιες στα μαύρα. Τύραννος, φόβος, τρόμος και χαλασμός, για όσους, θέλοντας το ή χωρίς να το θέλουν, ξέροντας το ή όχι, το ‘κοβαν το δρόμο».
Από την μια άκρη στην άλλη!
Ως πασάς των Ιωαννίνων, ο Αλής συμμετείχε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1787, που όμως εγκατέλειψε γιατί υποχρεώθηκε να εκστρατεύσει κατά των επαναστατημένων Σουλιωτών. Το 1796 «πάτησε» την Άρτα και το 1798 μπήκε καβαλάρης στη Χειμάρρα, κατέλαβε την Πρέβεζα από τους Γάλλους, μετά την αιματηρή Mάχη της Νικόπολης. Μετά την Πρέβεζα κατέλαβε τη Βόνιτσα και το 1803 υπέταξε το Σούλι και εξόρισε τους κατοίκους του. Γι’ αυτό το τελευταίο του κατόρθωμα, ο Αλής διορίστηκε από τον Σουλτάνο διοικητής της Ρούμελης, ενώ στον γιο του, Βελή, δώθηκε η διοίκηση της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου και η δικαιοδοσία του έφτανε μέχρι τη Θράκη.
Όμως όλα έχουν ένα τέλος. Το 1820 έπειτα από την αποκάλυψη πως δυο έμπιστοι του Αλή προσπάθησαν να δολοφονήσουν τον πασά Ισμαήλ Πασόμπεη, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ διέταξε να αποχωρήσει ο Αλής από το πασαλίκι των Ιωαννίνων και να περιοριστεί στο Τεπελένι. Οι ραδιουργίες του Αλή Πασά, για να παραμείνει στη θέση του, δεν λειτούργησαν.
Το 1820 η Υψηλή Πύλη κήρυξε ένοχο εσχάτης προδοσίας τον Αλή και τον κάλεσε να παρουσιαστεί στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί. Ο Αλής αρνήθηκε και οι Τούρκοι τον κυνήγησαν.
Τον Ιανουάριο του 1822 ο Αλής δέχτηκε να παραδοθεί με τον όρο να του δινόταν αμνηστία και κατέφυγε στο μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα που βρίσκεται στο νησί της λίμνης των Ιωαννίνων. Εκεί, μια μέρα σαν σήμερα, 24 προς 25 του μήνα σκοτώθηκε μετά από συμπλοκή.
Ξύπνησε μέσα του το λιοντάρι
Ο Σπύρος Μελάς περιγράφει τις τελευταίες ώρες του Λιονταριού της Ηπείρου: «Το δειλινό, στις 24 Γενάρη του 1822 οι σωματοφύλακες του Αλή τρέξανε και του ‘πανε πως από το κάστρο φύγανε πολλές βάρκες με στρατιώτες και τραβούσανε για το νησί. Ο Αλής πρόσταξε τους ανθρώπους του να ετοιμαστούν και περίμενε με αγωνία να φτάσουν οι βάρκες. Ο Κιοσέ Μεχμέτ πασάς, κρατώντας το φερμάνι και έχοντας κοντά του τον καφτάν αγά του Χουρσίτ, μπήκε στην αυλή από την ανατολική πόρτα. Ο Αλής, όταν είδε τη συνοδεία να μπαίνει ξύπνησε μέσα του το λιοντάρι των παλιών ημερών: «Μην κουνηθεί κανένας – πρόσταξε με τη βροντερή φωνή του – αν δεν ιδώ με τα μάτια μου τι λέει το φερμάνι». Ο Μεχμέτ προχώρησε μερικά βήματα έχοντας συντροφιά μονάχα τον καφτάν αγά. Έδειξε το φερμάνι στον Αλή και τον προσκάλεσε να υποταχθεί σαν πιστός μουσουλμάνος στην προσταγή του Σουλτάνου. Αλλά αντί για άλλην απόκριση ο Αλής άδειασε το πιστόλι του απάνω του. Μα δεν πήρε τον Πασά. Ο Μεχμέτ πυροβόλησε στη στιγμή και αυτός. Και η σφαίρα του βρήκε τον Αλή στο αριστερό χέρι. Πολλές τουφεκιές και κουμπουριές πέσανε τότε κι από τα δύο μέρη και πολύς θόρυβος γινότανε, μα χωρίς αποτέλεσμα.
Οι σωματοφύλακες έσπρωξαν τον Αλή μέσα στο κελί του και οι στρατιώτες κατέβασαν τον Μεχμέτ από τη σκάλα. Και άρχισε το ντουφέκι πάλι και από τα δύο μέρη.
Στο μεταξύ, ο Αλής, που τον είχανε μπάσει στο κελί του οι σωματοφύλακες δεν ήτανε καλά. Η λαβωματιά στο μπράτσο του ήταν σοβαρή και το αίμα του έτρεχε άφθονο κι οι πόνοι φοβεροί, αβάσταχτοι. Οι άνθρωποί του τον ξαπλώσανε πάνω σε ένα στρώμα. Και εκεί που κυλιόταν σαν φίδι και μούγκριζε σαν τα αγρίμια από τον πόνο, μία σφαίρα των στρατιωτών που πυροβολούσαν από τα κάτω, τον βρήκε και του πέρασε την κοιλιά, πάντα για πάντα… Λίμνη το αίμα γίνηκε γύρω του…
Σκοτώστε τη Βασιλική!
Σβησμένος πια και ξεψυχώντας, φώναξε τον πιστό του Βάγια που πολεμούσε απ’ το παράθυρο του στρατιώτες του Μεχμέτ και δακρυσμένος για στερνή χάρη του γύρεψε να σκοτώσει τη Βασιλική, που ήτανε στο διπλανό κελί για να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Αυτός όμως βλέποντας να ξεψυχάει ο Αλής, άνοιξε το παράθυρο και με φωνές και νοήματα έδωσε να καταλάβουν πώς παραδίνονται. Αμέσως κόψανε τότε οι πυροβολισμοί. Ο Μεχμέτ ανέβηκε στο κελί με γυμνό σπαθί και πήρε το κεφάλι του Αλή, που σπάραζε ακόμα. Βγήκε στον εξώστη και το έδειξε στους στρατιώτες…
» Έτσι τέλειωσε το Λιοντάρι της Ηπείρου κι’ η γενιά του. Κι ο γιαφτάς (έγγραφο της καταδίκης του) που ’χανε πάνω από το κομμένο κεφάλι του Αλή, έγραφε ανάμεσα στα άλλα: Οι παρανομίες και τα εγκλήματα που ‘κανε αυτός ο άνθρωπος, ούτε ακούστηκαν, ούτε φάνηκαν άλλοτε ποτέ. Ποτέ δεν ήταν ήσυχος· παντού, όπου γινόταν επανάσταση ή αποστασία, αυτός ήταν ή ο φανερός ή ο αθέατος υποκινητής· αυτός έπαιρνε μέρος σ’ αυτή και την έτρεφε ή με το χρήμα του ή με τις δολοπλοκίες του».
Και ο Σπύρος Μελάς καταλήγει: «… Όπως κι αν είναι, ανήκει περισσότερο στην ιστορία μας, παρά στην ιστορία της Τουρκίας: Η δράση του ήταν από τις πιο αποφασιστικές εισφορές – έστω και ακούσια – στον μεγάλον Αγώνα για τη λευτεριά μας.
Κι εκεί που σταματάει η Ιστορία αρχίζουν οι θεωρίες συνωμοσίας και οι θρύλοι. Σε ολόκληρη την Ήπειρο ακόμα, 200 χρόνια μετά τον θάνατο του Αλή Πασά, ψάχνουν τον κρυμμένο θησαυρό του!
copyright PixabayΟ θησαυρός του μακαρίτη…
Λέγεται ότι ο Αλής, έστειλε έναν έμπιστό του στο χωριό Γεωργουσάτες της Δρόπολης, στην Αλβανία. Αυτός βρήκε τρεις μαστόρους που έχτισαν μια κρυψώνα έξω από τους Γεωργουσάτες. Κοντά σ΄ένα κυπαρίσσι μιας εκκλησίας. Όταν οι εργάτες τελείωσαν, ο έμπιστος του Αλή τους τουφέκισε. Στη συνέχεια ο Αλής σκότωσε τον έμπιστο, ώστε να είναι σίγουρος για τη μυστική κρυψώνα του θησαυρού. Όμως ένας από τους τρεις εργάτες έκανε τον σκοτωμένο· στη συνέχεια κρύφτηκε, όμως το μυστικό το εμπιστεύθηκε σε κάποιον δικό του. Έλεγε για πολλά διαμάντια και χρυσά νομίσματα, ρουμπίνια, χρυσά σκεύη: «Τόσα πολλά που δεν μπορεί ο ανθρώπινος νους να τα χωρέσει». Αυτός μετέφερε το μυστικό στην κόρη του. Η οποία έλεγε για το «κυπαρίσσι με το θησαυρό, που είναι κοντά σ’ αυτό, και θα ‘τρεφε τη Δρόπολη για εκατό χρόνια.
Σύμφωνα με Βορειοηπειρώτη από τη Δρόπολη, που δούλευε σε οικοδομικά έργα το 1991 ο θησαυρός του Αλή περιήλθε στα χέρια του Εμβέρ Χότζα το 1966.
Σε άρθρο της η εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» της 19/2/2000 γράφει. «Που βρίσκεται λοιπόν ο θησαυρός του Αλή; Από τα ιστορικά αρχεία που υπάρχουν και είναι καταγεγραμμένα, ο θησαυρός στάλθηκε από το γιό του Αλή, τον Μουχτάρ, το 1820 στην Πρέβεζα. Και εκεί φορτώθηκε σε αγγλικά πλοία με προορισμό τη Μάλτα. Οι εκτιμήσεις είναι ότι τελικά κατέληξε στα αγγλικά θησαυροφυλάκια».
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων το 1913, ιταλική εταιρεία πήρε άδεια, και για πέντε χρόνια κατέσκαψε κάθε πιθανή περιοχή με εκατοντάδες εργάτες, αναζητώντας τον θησαυρό. Έφτασαν να σκάβουν κοντά στο κυπαρίσσι που αναφέραμε, όταν έπεσαν σ’ ένα τοίχο, πάχους δύο μέτρων περίπου. Συνέχισαν να εργάζονται μέχρι που βρήκαν μια πόρτα χοντρή σιδερένια. Ενώ ταυτόχρονα την άλλη μέρα ήρθαν άνθρωποι του καθεστώτος και βρέθηκαν μπροστά σ’ έναν πραγματικό θησαυρό από χρυσάφι αμύθητης αξίας. Μια γουρούνα ολόχρυση δυο τόνων βάρους (2.000 κιλά) με δώδεκα γουρουνάκια χρυσά κι αυτά. Σερβίτσια πιάτων και μαχαιροπήρουνα, όλα χρυσά. Ήρθε επί τόπου κι ο Εμβέρ Χότζα και ο θησαυρός μεταφέρθηκε μυστικά και επειγόντως πρώτα στα Τίρανα και μετά που; Φήμες για πολλά πιθανά μέρη της σημερινής Αλβανίας. Δυρράχιο, Σκόδρα, Άγιοι σαράντα, Τεπελένι, Κορυτσά, Κρούγια, Κάμεζ, Αυλώνας, Φίερι, Κούτσοβο, Πόγραδετς, Μπεράτι, Ελβασάν…».
Υπάρχει και ένας άλλος θρύλος που θέλει τον Αλή πασά, βλέποντας τα στρατεύματα του Χουρσίτ να πλησιάζουν , να στέλνει τον γιό του τον Βελή με τον θησαυρό του για να τον κρύψει κάπου στην Ρούμελη. Λέγεται ότι ο Βελής τον έκρυψε σε μια σπηλιά κάπου στην Αιτωλοακαρνανία έκτισε με αγκονάρια την είσοδό της και μετά όταν γύρισε πίσω στα Γιάννινα σκότωσε όσους συμμετείχαν στην δουλειά.
Ένας ακόμη θρύλος λέει ότι το καραβάνι με το θησαυρό έπεσε σε καταιγίδα και στην προσπάθειά να διαβεί κάποιο χείμαρρο και όλα τα φορτωμένα ζώα όπως ήταν δεμένα μεταξύ τους παρασύρθηκαν από το νερό και ο θησαυρός θάφτηκε σε κάποια καταβόθρα του χειμάρρου. Σαν πιθανή περιοχή του συμβάντος ορίζεται η περιοχή του Αλμυρού στο Βόλο.
Κι όπως θα καταλάβατε ο «θησαυρός του Αλή Πασά» είναι απλωμένος σε ολόκληρη την Ελλάδα κι οι χρυσοθήρες του τόπου μας κοιμούνται και ξυπνούν με το όνειρο κάποτε να τον ξεθάψουν…