Ο Μπέντζαμιν Φέρεντς ήταν μόλις 27 ετών όταν ανέλαβε καθήκοντα στη δίκη 22 αξιωματικών που ηγούνταν παραστρατιωτικών ομάδων δολοφονίας
Σε ηλικία 103 ετών πέθανε ο Μπέντζαμιν Φέρεντς, ο τελευταίος επιζήσας εισαγγελέας από τις δίκες της Νυρεμβέργης που κατάφερε να οδηγήσει στη δικαιοσύνη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εκατοντάδες ναζί που διέπραξαν εγκλήματα πολέμου.
Ο Φέρεντς, νομικός με σπουδές στο Χάρβαρντ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στις τις καταδίκες πολλών Γερμανών αξιωματικών που ήταν αρχηγοί διαφόρων ταγμάτων θανάτου κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Σύμφωνα με τους New York Times, ο Φέρεντς πέθανε σε ίδρυμα υποβοηθούμενης διαβίωσης στο Boynton Beach της Φλόριντα.
Ανέλαβε καθήκοντα σε ηλικία 27 ετών
Ο Φέρεντς ήταν μόλις 27 ετών, όταν υπηρέτησε στη Νυρεμβέργη ως εισαγγελέας το 1947. οι ναζί κατηγορούμενοι, μεταξύ αυτών και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, κάθισαν στο εδώλιο για μια σειρά από δίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, συμπεριλαμβανομένου του Ολοκαυτώματος.
Για δεκαετίες, ο ίδιος υποστήριξε τη δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου. Το πέτυχε με τη σύσταση του διεθνούς δικαστηρίου στη Χάγη της Ολλανδίας. Επίσης, ήταν σημαντικός δωρητής στο Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ που ιδρύθηκε στην Ουάσιγκτον.
«Σήμερα ο κόσμος έχασε έναν ηγέτη στο αγώνα για δικαιοσύνη, για τα θύματα της γενοκτονίας και των σχετικών εγκλημάτων», ανέφερε το Μουσείο Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ σε ανάρτησή του στο Twitter.
Η δίκη των 22 αξιωματικών
Στη Νυρεμβέργη, ο Φέρεντς υπηρέτησε ως γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ στη δίκη 22 αξιωματικών που ηγούνταν παραστρατιωτικών ομάδων δολοφονίας γνωστών ως Einsatzgruppen και τα οποία ήταν μέρος των διαβόητων ναζιστικών SS.
Οι ομάδες αυτές πραγματοποίησαν μαζικές δολοφονίες. Στόχος ήταν οι Εβραίοι, οι Τσιγγάνοι και άλλοι, κυρίως άμαχοι κατά τη διάρκεια του πολέμου στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Ευρώπη και ήταν υπεύθυνες για περισσότερους από ένα εκατομμύριο θανάτους.
«Με λύπη και ελπίδα αποκαλύπτουμε εδώ τη σκόπιμη σφαγή πάνω από 1 εκατομμύριο αθώων και ανυπεράσπιστων ανδρών, γυναικών και παιδιών», είχε πει ο Φέρεντς στην εναρκτήρια ομιλία του στη δίκη.
«Αυτή ήταν η τραγική εκπλήρωση ενός προγράμματος μισαλλοδοξίας και αλαζονείας. Η εκδίκηση δεν είναι ο στόχος μας, ούτε επιδιώκουμε απλώς μια δίκαιη ανταπόδοση. Ζητάμε από το δικαστήριο να επιβεβαιώσει με διεθνή ποινική δίωξη το δικαίωμα του ανθρώπου να ζει με ειρήνη και αξιοπρέπεια, ανεξάρτητα από τη φυλή ή τα πιστεύω του. Η υπόθεση που παρουσιάζουμε είναι μια έκκληση ανθρωπιάς έναντι του νόμου», πρόσθεσε ο Φέρεντς.
Στο δικαστήριο, ο Φέρεντς τεκμηρίωσε ότι οι κατηγορούμενοι εκτέλεσαν μεθοδικά, μακροπρόθεσμα σχέδια εξόντωσης εθνικών, εθνικών, πολιτικών και θρησκευτικών ομάδων «καταδικασμένων στο ναζιστικό μυαλό». «Η γενοκτονία –η εξόντωση ολόκληρων κατηγοριών ανθρώπινων όντων– ήταν το κατεξοχήν όργανο του ναζιστικού δόγματος», είχε πει.
Όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν και 13 καταδικάστηκαν σε θάνατο.
Δίνοντας το 2018 συνέντευξη στον Αμερικανικό Δικηγορικό Σύλλογο, ο Φέρεντς ανέφερε ότι «αυτό που ήταν πιο σημαντικό στις δίκες εκείνες ήταν ότι μας έδωσαν μια εικόνα για τη νοοτροπία των μαζικών δολοφόνων».
«Είχαν δολοφονήσει πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους, συμπεριλαμβανομένων εκατοντάδων χιλιάδων παιδιών εν ψυχρώ, και ήθελα να καταλάβω πώς οι μορφωμένοι άνθρωποι – πολλοί από αυτούς είχαν διδακτορικό ή ήταν στρατηγοί στον γερμανικό στρατό – μπορούσαν όχι μόνο να ανεχθούν αλλά να ηγούνται και διαπράττουν τέτοια φρικτά εγκλήματα», τόνισε.
Μετά τις δίκες της Νυρεμβέργης, ο Φέρεντς εργάστηκε άοκνα προκειμένου τα θύματα και οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος να πάρουν αποζημίωση.
Αργότερα, υποστήριξε τη δημιουργία ενός διεθνούς ποινικού δικαστηρίου. Το 1998, 120 χώρες υιοθέτησαν καταστατικό στη Ρώμη για την ίδρυση του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, το οποίο τέθηκε σε ισχύ το 2002.