Τι έγραφε ο Αμερικανός διπλωμάτης Τσαρλς Τάκερμαν για τους Αθηναίους – Στο μνημειώδες βιβλίο του «The Greeks of Today» αποκάλυπτε ότι σε κάθε ελληνικό σπίτι υπήρχαν αρχαιότητες – Γιατί θεωρούσε την ενδυμασία των ανδρών θηλυπρεπή – Οι γυναίκες στα μπαλκόνια, τα γαϊδουράκια, οι Μαλτέζοι αχθοφόροι και ο χαρακτήρας των Ελλήνων
H Αθήνα, η πρωτεύουσα της Ελλάδας, είναι σήμερα μια άναρχα δομημένη πόλη, η οποία παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού και βελτίωσης των υποδομών της, αδυνατεί να «προσφέρει» αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και διαμονής στους κατοίκους, αλλά και τους εκατοντάδες χιλιάδες τουρίστες που την επισκέπτονται κάθε χρόνο. Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, ο πληθυσμός του Δήμου Αθηναίων ήταν 643.452, ενώ το πολεοδομικό συγκρότημα Αθήνας- Πειραιά είχε 3.059.764 κατοίκους.
Και όλα αυτά σε μια πόλη, η οποία το 1833 είχε μόλις 4.000 κατοίκους, το 1848, 26.256 κατοίκους και το 1870, 48.107 κατοίκους. Την ίδια εποχή ο Πειραιάς, το επίνειο της πρωτεύουσας, είχε 11.047 κατοίκους. Εκείνη την εποχή, συγκεκριμένα μεταξύ 1868-1871, διετέλεσε πρέσβης των Η.Π.Α. στη χώρα μας ο Τσαρλς Κίτινγκ Τάκερμαν (Charles Keating Tuckerman).
Επρόκειτο για τον πρώτο, χρονικά, πρέσβη των Η.Π.Α. στη χώρα μας, αν και οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν την ανεξαρτησία της Ελλάδας το 1837. Από τότε ως την άφιξή του Τάκερμαν είχαν στην Αθήνα μόνο μια υποτυπώδη αντιπροσωπεία και μάλιστα όχι μόνιμη, καθώς και ένα προξενείο. Η θητεία του Τάκερμαν ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 1871. Τον επόμενο χρόνο (1872) κυκλοφόρησε ταυτόχρονα σε Νέα Υόρκη και Λονδίνο το βιβλίο του «The Greeks of Today» («Οι Έλληνες του Σήμερα»), από τις εκδόσεις Putnam στις Η.Π.Α. και Sampson στη Μεγάλη Βρετανία. Το βιβλίο αυτό μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά το 1877 από τον νεαρό τότε διπλωμάτη Αντώνιο Ζυγομαλά και εκδόθηκε το 1877 από το αθηναϊκό τυπογραφείο «Φιλοκαλία» με τίτλο «Οι Έλληνες της σήμερον» σε αττικίζουσα καθαρεύουσα και με διακριτική «μεταφραστική λογοκρισία» σε θέματα πολιτεύματος και θρησκείας. Από το 1877 ως το 2021 το βιβλίο του Τάκερμαν (μετάφραση Ζυγομαλά) γνώρισε μερικές ανατυπώσεις, ενώ κάποια μεταφρασμένα στη Δημοτική αποσπάσματά του δημοσιεύθηκαν στον Τύπο ή στο διαδίκτυο.
Το 2021 οι εκδόσεις «Άνω Τελεία» κυκλοφόρησαν το βιβλίο του Τάκερμαν με τίτλο «Οι Έλληνες του Σήμερα», με προσθήκες από το «Personal Recollections of Notable People» («Προσωπικές Αναμνήσεις από Αξιοσημείωτους Ανθρώπους»), όπου υπάρχουν αρκετά παραλειπόμενα από τη θητεία του Τάκερμαν στην Ελλάδα. Το έργο αυτό αποτελεί την πηγή για το σημερινό μας άρθρο.
Ποιος ήταν ο Τσαρλς Κίτινγκ Τάκερμαν;
Ο Charles Keating Tuckerman γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1821. Ήταν γιος ευκατάστατου εμπόρου. Φοίτησε στο κορυφαίο κλασικό γυμνάσιο των Η.Π.Α., το Boston Latin. Αρχικά ανέπτυξε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Καντόνα της Κίνας και στην Ευρώπη. Επέστρεψε έπειτα στην πατρίδα του και στα μέσα της δεκαετίας του 1850 ανέλαβε διευθυντής της Σχολής των Τυφλών Νέας Υόρκης (σήμερα NYISE). Στα χρόνια του Αμερικανικού Εμφυλίου, άγνωστο με ποια ιδιότητα, συμμετείχε στην αποτυχημένη προσπάθεια να ιδρυθεί αποικία απελεύθερων σκλάβων στο νησί Ιλ- α- Βας της Αϊτής.
Με το ξέσπασμα της Κρητικής Επανάστασης το 1866 διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση φιλελληνικών επιτροπών στη Νέα Υόρκη και στη Βοστόνη. Το 1868 διορίστηκε από τον πρόεδρο Άντριου Τζόνσον επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα με τον τίτλο του «Πληρεξούσιου Υπουργού», δηλαδή του διπλωμάτη β’ τάξεως. Μετά την αποχώρησή του από την Αθήνα προτάθηκε στον Τάκερμαν η θέση του υφυπουργού Εξωτερικών στην Κυβέρνηση Γκραντ, την οποία αρνήθηκε. Το υπόλοιπο της ζωής του έζησε κυρίως στην Ευρώπη. Είχε σπίτια στην Αγγλία, όπου σπούδαζαν οι δύο γιοι του, στην Ιταλία και, ίσως, και στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα έμενε στην Φλωρεντία. Το 1880 εξέδωσε μια ποιητική συλλογή και το 1895 τα απομνημονεύματά του με τίτλο «Personal Recollections of Notable People (at Home and Abroad)». Ήταν νυμφευμένος με την Mary Fleming. Ο Τάκερμαν πέθανε το 1896.
Η περιγραφή της Αθήνας από τον Τάκερμαν
Ο Τάκερμαν ξεκινά την περιγραφή του για την Αθήνα γράφοντας ότι «η πόλη των Αθηνών δεν μοιάζει με καμία άλλη». Και συνεχίζει: «Η Αθήνα εκτείνεται κατά το μεγαλύτερό της μέρος σε μια επίπεδη πεδιάδα και είναι εντελώς νέα, αποτέλεσμα τεσσάρων δεκαετιών ανάπτυξης. Τα σπίτια, σοβατισμένα κίτρινα, δίνουν μια φρέσκια και φωτεινή όψη στην πόλη, η οποία φέρει τη σφραγίδα των Βαυαρών αρχιτεκτόνων που κατασκεύασαν πολλά δημόσια οικοδομήματα στα χρόνια της βασιλείας του Όθωνα». Συνεχίζει την περιγραφή με εκτενή αναφορά στην Ακρόπολη και τα μνημεία της, ενώ τονίζει ότι δεν υπάρχει πράσινο στην Αθήνα, με εξαίρεση τους ελαιώνες που «απλώνονται» μέχρι δύο μίλια έξω από την πόλη και τα δέντρα που υπάρχουν στον Κήπο της (τέως) Βασίλισσας Αμαλίας. Ο Υμηττός είναι «γυμνός» από βλάστηση και υπάρχει μόνο το άγριο θυμάρι. Βασική αιτία για την έλλειψη πρασίνου στην Αθήνα κατά τον Τάκερμαν ήταν το ξερίζωμα των ελαιόδεντρων και το κόψιμο κάθε είδους δέντρου από τους αγρότες, προκειμένου να εφοδιάσουν με καυσόξυλα τα τζάκια τους και τις αγορές της Αθήνας.
Πλατείες, δρόμοι και καταστήματα της πρωτεύουσας
Όπως γράφει ο Τάκερμαν, μπροστά στο Παλάτι (τη σημερινή Βουλή) βρίσκεται η Πλατεία Συντάγματος, όπου υπήρχαν τα κυριότερα ξενοδοχεία. Σ΄ αυτή και στην Πλατεία Ομονοίας τα απογεύματα σύχναζαν πλήθος περπατητών, ενώ δύο φορές την εβδομάδα παιάνιζαν οι στρατιωτικές μπάντες. Η οδός Ερμού ήταν γεμάτη από καταστήματα κάθε είδους. Η οδός Αιόλου χαρακτηρίζεται ως «άψογος καρόδρομος έως το χωριό Πατήσια» (!). Στη διασταύρωση Αιόλου και Ερμού υπάρχουν πολλά καφενεία με θαμώνες που πάντα έβρισκαν ένα θέμα για «επίμονη και συναρπαστική διαμάχη». Τα κτίρια δεν διεκδικούν ιδιαίτερα εύσημα αρχιτεκτονικής. Οι βιτρίνες θυμίζουν Ανατολή και στα καταστήματα υπήρχε υπεραφθονία από φτηνά κοσμήματα και γερμανικά μπιχλιμπίδια. Τα βιβλιοπωλεία δεν είχαν τόσο πολλά βιβλία, όπως θα περίμενε κάποιος. Αντίθετα, «ο αριθμός των καπνοπωλείων δεν προκαλεί εντύπωση, εάν λάβουμε υπόψη πώς ένας στους τρεις άντρες μυρίζει τσιγαρίλα». Στον ρουχισμό, η πλειοψηφία προτιμά τα εγχώριας ραφής, φθηνότερα ενδύματα, γράφει ο Τάκερμαν. Λίγοι σχετικά ήταν οι κοσμηματοπώλες και οι έμποροι μεταξωτών. Από τις εκκλησίες μόνο η Μητρόπολη προξένησε στον Τάκερμαν ιδιαίτερη εντύπωση. Άξιες αναφοράς γι’ αυτόν ήταν επίσης «τρεις- τέσσερις βυζαντινές εκκλησούλες, διάσπαρτες στην παλιά πόλη, που αξίζουν αναφοράς για την ιδιόρρυθμη και παλαιά κατασκευή τους».
Αντίθετα, συνεχίζει ο Τάκερμαν, πέρα απ’ το κέντρο της Αθήνας, οι νεότερες γειτονιές παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα. Όλα τα κτίρια διαθέτουν μπαλκόνια «για να κάθονται οι γυναίκες της οικογένειας και να διασκεδάζουν παθητικά τα μικρά απογεύματα και τις νύχτες του καλοκαιριού, παρατηρώντας τον δρόμο. Όλα σχεδόν τα κτίρια προορίζονταν για δύο οικογένειες. Διέθεταν μία είσοδο με αυλή για τα διαμερίσματα του ισογείου και άλλη μία είσοδο στην πρόσοψη για τα ενοικιαζόμενα δωμάτια του ορόφου». Και στους σεισμούς αναφέρεται ο Τάκερμαν: «Οι σεισμοί δεν σπανίζουν στην Ελλάδα και ενίοτε συνοδεύονται από μεγάλες απώλειες ζωών και περιουσιών· στην Αθήνα πάντως δεν έχουν ξεπεράσει ποτέ το ελαφρό τρέμουλο, ικανό να σε ξυπνήσει το βράδυ αλλά ανήμπορο να ρίξει κάτω έστω μια καμινάδα».
Τα σπίτια επιπλώνονταν με απλότητα. Οι τάπητες θεωρούνταν περιττή πολυτέλεια. Τα ταβάνια ήταν διακοσμημένα με έγχρωμα σχέδια και αραβουργήματα. «Ο καναπές είναι η θέση του τιμώμενου προσώπου, η οποία κρατιέται ελεύθερη για να καθίσει ο επισκέπτης», γράφει ο Τάκερμαν. Στα καλύτερα μέρη της πόλης, κάθε σπίτι διέθετε κήπο στο πίσω μέρος του. Όσον αφορά τις αρχαιότητες, τα πράγματα το 1870 ήταν διαφορετικά απ’ ό,τι σήμερα: «Σε πάρα πολλούς κήπους και αυλές ιδιωτικών κατοικιών, μπορείς να διακρίνεις θραύσματα αρχαίων γλυπτών κρεμασμένα στον τοίχο ή πακτωμένα μέσα του -κομμάτια από βάζα, ανάγλυφα, ασώματες κεφαλές ή ακέφαλα σώματα, επιγραφές και άλλα-. Ως επί το πλείστον πρόκειται για ευρήματα που ξεθάφτηκαν επί τόπου, κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του σπιτιού· ο σύγχρονος νόμος απαγορεύει την εξαγωγή αρχαιοτήτων σε άλλη χώρα, αλλά ο ευρών επιτρέπεται να τις κρατήσει ως προσωπική περιουσία» (!).
Τα κτίρια της Αθήνας που εντυπωσίασαν τον Τάκερμαν ήταν το Παλάτι (η σημερινή Βουλή), η Μητρόπολη, το Βαρβάκειο, το Αρσάκειο, η Πολυτεχνική Σχολή, το Οφθαλμολογικό Ινστιτούτο, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο και το Αστεροσκοπείο. Εκείνη την εποχή (1868-1871), κατασκευάζονταν το κτίριο της Ακαδημίας, το κτίριο της (Παλαιάς) Βουλής και το Αρχαιολογικό Μουσείο.
Οι δρόμοι είχαν από εκείνη την εποχή «αθάνατα ονόματα», όπως γράφει ο Τάκερμαν: Ερμού, Αιόλου, Πραξιτέλους, Ευριπίδου, Σόλωνος, Θουκυδίδου, Θρασυβούλου κ.ά., ενώ η λεωφόρος των Φιλελλήνων «είναι ένας διακριτικός φόρος τιμής στους φίλους της χώρας…».
Η ενδυμασία των Αθηναίων πριν 150 χρόνια
Στα χρόνια που ο Τάκερμαν έφτασε στην Αθήνα, η εθνική ενδυμασία είχε αρχίσει να εξαφανίζεται από την πρωτεύουσα, ενώ αντίθετα διατηρούνταν στα νησιά και στην υπόλοιπη χώρα. Οι Αθηναίοι και οι Αθηναίες προσπαθούσαν να μιμηθούν το ντύσιμο των ξένων, όμως τα σχέδια των σακακιών και «η μακριά μεταξωτή φούστα που σκουπίζει τη σκόνη της οδού Ερμού δεν φτάνει πάντα το σικ της Λεωφόρου των Ιταλών (Boulevard des Italiens, δημοφιλής εμπορικός δρόμος του Παρισιού τον 19ο αιώνα). Και η υπερβολική χρήση πούδρας ρυζιού παραχαράσσει πολλές επιδερμίδες που διαφορετικά θα φαίνονταν όμορφες», γράφει ο Τάκερμαν και συνεχίζει: «Βρίσκω ιδιαίτερα αναζωογονητική την καταφυγή στο χρώμα και τη γραφικότητα του μακριού κόκκινου φεσιού με τη χρυσή φούντα, το οποίο πολλές Ελληνίδες συνεχίζουν να φορούν, παρότι στα υπόλοιπα έχουν υιοθετήσει την γαλλική ενδυμασία.
Τα ίδια συναισθήματα τρέφω για το αλβανικό γιλέκο και τη φουστανέλα των αντρών, που λαμποκοπά στους δρόμους και τραβά το βλέμμα οπουδήποτε είναι μαζεμένοι άνθρωποι. Αλλά το να είναι η φουστανέλα χιονάτη δεν θεωρείται ουσιώδες από τον άντρα που τη φορά· όταν τα περίτεχνα τσακίσματά της δεν είναι καθαρά, τείνουν να παρουσιάζουν μια εικόνα ακραίας βρόμας, καταδεικνύοντας ότι η σχέση του ιδιοκτήτη της με το σαπούνι και το νερό δεν έχει φτάσει ακόμα στο στάδιο της γνωριμίας. Επίσης, αυτή η αποκαλούμενη ‘‘εθνική ενδυμασία’’ είναι ελκυστική κυρίως εκ του μακρόθεν· εάν την παρατηρείς από κοντά, το θέαμα των κοντών λευκών μισοφοριών γύρω από τα λαγόνια (σημ. τα πλάγια μέρη της λεκάνης) θα σου φανεί οπωσδήποτε θηλυπρεπές, παρά τη δερμάτινη μπαλάσκα (φυσιγγιοθήκη) με τα πιστόλια που προεξέχουν».
Τα γαϊδουράκια, οι Μαλτέζοι αχθοφόροι και…το κομπολόι
Ο Τάκερμαν κάνει αναφορά και στα γαϊδουράκια, γράφοντας για τα συμπαθή τετράποδα: «Το υπομονετικό γαϊδουράκι κάνει όλη τη δουλειά, φορτωμένο πανέρια με σταφύλια, πορτοκάλια και λαχανικά ή θαμμένο κάτω από ένα βουνό από φρύγανα που φαίνονται σαν να κινούνται μόνα τους. Συχνά δε το κακόμοιρο ζώο αναγκάζεται να κουβαλά και το αφεντικό του, ακόμα και δύο αφεντικά, τα οποία επιταχύνουν την κίνησή του με σκουντήματα και χτυπήματα ή τη σταματούν με έναν αλλόκοτο κυματιστό ήχο των χειλιών τους».
Για τα πιο βαριά φορτία… υπήρχαν οι Μαλτέζοι αχθοφόροι. Περίμεναν έξω από τα καταστήματα και όταν έβγαιναν από αυτά κάποιοι που είχαν αγοράσει διάφορα πράγματα, ο Μαλτέζος «θα στηθεί απ’ έξω και όταν φανεί ότι η δοσοληψία ολοκληρώνεται, θα πεταχτεί σαν το βέλος για να αναλάβει τη μεταφορά». Αλλά και όταν κάποιος αγόραζε εξοπλισμό σπιτιού από ένα κατάστημα, υπήρχαν δύο ενδεχόμενα. Ή ο μαγαζάτορας να στείλει με δικά του μέσα στο σπίτι του αγοραστή τα έπιπλα κλπ. ή τη μεταφορά να την αναλάβουν οι Μαλτέζοι στοιχισμένοι σε πομπή! Ο ένας κουβαλούσε τον σκελετό του κρεβατιού, ο δεύτερος την ντουλάπα, ο τρίτος το έπιπλο του νιπτήρα, ο τέταρτος το τραπέζι και οι υπόλοιποι τις καρέκλες, τις κατσαρόλες και τα τηγάνια.
Εκείνο που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον Τάκερμαν ήταν… το κομπολόι που κρατούσαν πολλοί Αθηναίοι. Γράφει σχετικά: «Η συνήθεια πολλών Ελλήνων -και αυτό το παρατηρούν ιδιαίτερα οι ξένοι- να κρατούν ένα κορδόνι με γυάλινες ή ξύλινες χάντρες και να το παίζουν όταν περπατούν ή κουβεντιάζουν δεν έχει κανέναν θρησκευτικό συμβολισμό. Είναι απλά μια μηχανική ανακούφιση για το νευρικό τους σύστημα, όπως άλλοι στριφογυρίζουν το μπαστούνι τους ή οι κυρίες παίζουν με τις βεντάλιες. Μπορεί λοιπόν να περπατάς με έναν Έλληνα στο δρόμο και, καθώς θα μιλάτε, αυτός θα βγάλει το κορδόνι από τον καρπό και μισοασυνείδητα να αρχίσει να το περνά ανάμεσα στα δάχτυλά χάντρα τη χάντρα, σαν να μουρμουρίζει το λατινικό ‘‘πάτερ ημών’’».
Το κλίμα της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας το 1870
Στις μέρες μας οι όροι «Κλιματική κρίση» ή «Κλιματική αλλαγή», χρησιμοποιούνται κατά κόρον και απασχολούν τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο και τις κυβερνήσεις, αλλά και τον απλό κόσμο. Πώς ήταν όμως οι συνθήκες στην Αθήνα αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδας πριν από 150 χρόνια; Ο Τάκερμαν αναφέρεται εγκωμιαστικά στην «ένδοξη χειμωνιάτικη λιακάδα» και γράφει ότι «ο αθηναϊκός χειμώνας χαρακτηρίζεται από ακολουθίες αδιάλειπτης ξαστεριάς και παρά τους περιστασιακούς τσουχτερούς ανέμους από τα βόρεια βουνά, η ατμόσφαιρα είναι τόσο γλυκιά όσο σε εμάς (ενν. τις Η.Π.Α.) κατά τις αρχές του Οκτώβρη». Ο Αμερικανός διπλωμάτης συνεχίζει: «Μετά τις φθινοπωρινές βροχές μια κεφάτη λιακάδα θερμαίνει τον αέρα και τα παλτά ή οι εσάρπες φοριούνται περισσότερο για προφύλαξη παρά από ανάγκη. Στα βουνά χιονίζει, αλλά οι δρόμοι της Αθήνας σπάνια βάφονται λευκοί. Η αντίθεση των εκθαμβωτικά λευκών κορυφών του Υμηττού και της οροσειράς της Πάρνηθας με το ποικιλοειδές πορφυρό των πλαγιών τους, προσφέρει ένα από τα πλέον γοητευτικά θεάματα που θα βρεις στη φύση.
Βεβαίως δεν γλιτώνει όλη η Ελλάδα από τις μετεωρολογικές αλλαγές που ταλαιπωρούν το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Στα Ιόνια νησιά πέφτει πολλή βροχή και στην Κορφού (Κέρκυρα) οι χειμερινοί άνεμοι είναι ασυνήθιστα σφοδροί. Η Αττική όμως έχει ξηρή ατμόσφαιρα, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει στη λίγη βλάστηση, αφού έτσι είναι χαμηλή η ποσότητα του οξυγόνου και δημιουργείται ένα αποκαλούμενο ‘‘νευρικό’’ κλίμα (σε αυτή την απουσία ατμοσφαιρικής υγρασίας αποδίδεται η αξιοσημείωτη διατήρηση των αρχαίων μνημείων)». Τα καλοκαίρια πάντως στην Αθήνα πριν από 150 χρόνια ήταν εφιαλτικά… Γράφει σχετικά ο Τάκερμαν: «Εάν όμως η Αθήνα είναι γοητευτική τον χειμώνα και ιδίως την άνοιξη (ο Μάρτιος και ο Απρίλιος είναι οι πιο ελκυστικοί μήνες), γίνεται με μια λέξη αποτροπιαστική το καλοκαίρι. Κανείς δεν πρέπει να ζηλεύει τον ξένο που αναγκάζεται να διαμείνει στην πρωτεύουσα μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου, όταν ο ελληνικός ήλιος σταματά να αποτελεί χάρμα και μετατρέπεται σε μάστιγα οφθαλμών. Κάθε μόριο βλάστησης μαραίνεται κάτω από τις ανηλεείς ακτίνες.
Αποπνικτικές μέρες και αποπνικτικές νύχτες διαδέχονται βαριεστημένα η μια την άλλη χωρίς την ανακούφιση έστω μιας αύρας ή μιας ψιχάλας. Ο άνεμος φυσά, αλλά πρόκειται για καυτές ριπές που γεμίζουν τους δρόμους με σκόνη, τη σκόνη που κορόιδευαν οι αρχαίοι Αθηναίοι, τη σκόνη που αργοσηκώνεται σαν σύννεφο καπνού από πεδίο μάχης, τη σκόνη που τυφλώνει τον δύσμοιρο περπατητή και αηδιάζει τον εξίσου δύσμοιρο ευρισκόμενο στο σπίτι του, ο οποίος καλείται να επιλέξει ανάμεσα στη βρομιά των ανοιχτών παραθύρων και την ασφυξία των κλειστών. Ακόμα χειρότερη μάστιγα είναι τα κουνούπια και οι σκνίπες…». Τα καλοκαίρια, γράφει ο Τάκερμαν, από τις 4 τα ξημερώματα οι Αθηναίοι ξεκινούσαν να πάνε για μπάνιο στο Φάληρο!
Ο χαρακτήρας των Ελλήνων του 1870 και η σχέση τους με τους αρχαίους Έλληνες
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο του Τάκερμαν έχει το κεφάλαιο: «Ο Χαρακτήρας των Σύγχρονων Ελλήνων». Σε αυτό ξεκινά με μια αναφορά στον Φαλμεράιερ, τις ανυπόστατες θεωρίες του και τις έντονες αντιδράσεις που προκαλούσαν ως την εποχή του. Γράφει ενδεικτικά: «Στο άκουσμα του ονόματος Φαλμεράιερ, έχω δει πανεπιστημιακό της Αθήνας (εκ φύσεως ατάραχο) να σηκώνεται όρθιος με μάτια που άστραφταν, να κάνει έντονες χειρονομίες και επί δέκα λεπτά να επιδίδεται σε αγανακτισμένη φρασεολογία εναντίον της μνήμης του δυστυχούς καθηγητή» (ο Φαλμεράιερ είχε πεθάνει το 1861).
Τέλος, ο Τάκερμαν αναφέρεται στο «πόσο ένδοξο αρχαιοελληνικό αίμα ρέει (ή δεν ρέει) στις φλέβες του λαού που σήμερα (ενν. το 1870) αποκαλείται ελληνικός». Ο Αμερικανός διπλωμάτης γράφει σχετικά: «Γενικά ο σύγχρονος Έλληνας ισχυρίζεται ότι έλκει γνήσια καταγωγή από τη φυλή που έκανε την Αθήνα φως του κόσμου· επομένως σε αυτόν εναπόκειται η ευθύνη να αποδείξει με απτά -και όχι θεωρητικά- τεκμήρια ότι οι πράξεις του οφείλουν τη ζωτικότητά τους σε κληρονομικές επιδράσεις που ανάγονται στις εποχές των ιλλυρικών ή ακόμα και των πελασγικών φύλων. Εάν οι ελληνικοί ισχυρισμοί αποδειχθούν αστήρικτοι, τότε οφείλουμε να αποδεχτούμε μια απάντηση που παραπέμπει σε ένα γενικότερο φαινόμενο: κάτι που κάποτε καταστράφηκε υπό το βάρος των χιλιετιών και το πέρασμα των αιώνων, μπορεί μεν να επανεμφανιστεί ή να επαναληφθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα συνδέεται οργανικά με το παρελθόν, ούτε ότι θα προέρχεται με φυσικό τρόπο από αυτό».
Ο Τάκερμαν θεωρεί ότι η περιέργεια, η ματαιοδοξία, η φιλοδοξία και η (καλώς και κακώς νοούμενη) ευστροφία αποτελούν κοινά γνωρίσματα σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό όλων των ανθρώπων στη Γη, εντούτοις «ο τρόπος που τα συνδυάζουν οι Έλληνες (αυτά και άλλα) είναι εντυπωσιακά παρόμοιος με τον τρόπο που περιγράφεται ότι τα συνδύαζε ο αρχαιοελληνικός χαρακτήρας και ταυτόχρονα λιγότερο παρόμοιος με των άλλων σύγχρονων λαών».
Ο Αμερικανός διπλωμάτης κάνει επίσης μνεία στην εξωτερική εμφάνιση των Ελληνίδων και Ελλήνων του 1870, αλλά και στη γλώσσα των Νεοελλήνων: «Ο αρχαίος τύπος φυσικής ομορφιάς επανεμφανίζεται -ατελώς μεν, εμφανώς δε- σε πολλά μέρη του Ελληνικού Βασιλείου, πράγμα που βεβαιώνει σωρεία συγγραφέων, αν και μερικοί εξ αυτών το θεωρούν μάλλον παράξενο παρά φυσικό φαινόμενο. Ακόμα πιο εντυπωσιακή είναι η αντοχή τής γλώσσας κατά τους αιώνες των ξενικών κατόχων και της υλικής παρακμής». «Η διατήρηση της γλώσσας», λέει ο Φέλντον (σημ. Cornelins Conway Felton, Αμερικανός εκπαιδευτικός και ελληνιστής, 1807-1862), «η οποία ουσιαστικά παραμένει ίδια με αυτή που μίλαγαν τον καιρό του Δημοσθένη, συνιστά μια από τις εκπληκτικότερες περιπτώσεις επίμονης εθνικής ταυτότητας στην ιστορία του είδους μας.
Τέλος, ο Τάκερμαν θεωρεί ότι οι Έλληνες της εποχής του είχαν τα εξής χαρακτηριστικά: ζωηροί, παρορμητικοί, εύστροφοι, φιλοπερίεργοι, ευαίσθητοι, ευέξαπτοι, άνθρωποι της στιγμής -περισσότερο Γάλλοι παρά Γερμανοί ή Ιταλοί στο ταμπεραμέντο και σίγουρα αντίθετοι από τους Αγγλοσάξονες: «(Ο Έλληνας) είναι ζηλότυπος και φιλόδοξος, ματαιόδοξος και εγωιστής, δεκτικός και συμπονετικός. Εάν του επιδείξεις εμπιστοσύνη, θα σου την ανταποδώσει με αφοσίωση· εάν του φερθείς καχύποπτα, θα λάβεις καχυποψία. Διαθέτει «πνευματώδη λόγο που μπερδεύει, πονηριά που παγιδεύει»· δύναται να είναι κρυψίνους και ειλικρινής εναλλάξ. Σκληρός εχθρός, αλλά γενναιόδωρος και φιλόξενος ως φίλος. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Έλληνα είναι η ικανότητα επιδέξιου χειρισμού του συνομιλητή του -και εάν υπάρχουν αναλογίες μεταξύ του Αθηναίου σήμερα και πριν από είκοσι δύο αιώνες-εδώ εντοπίζεται η εμφανέστερη όλων. Αυτή η επιδεξιότητα έρχεται σε τέτοια αντίθεση με την ωμή ευθύτητα του Άγγλου ή του Αμερικανού, ώστε ενίοτε ο ξένος την εκλαμβάνει λανθασμένα ως ανεντιμότητα».
Επίλογος
Αυτά είναι μερικά απ’ όσα γράφει για τους Έλληνες του 1868-1871 ο πρώτος Αμερικανός πρέσβης στη χώρα μας Τσαρλς Τάκερμαν. Σαφώς μετά από 150 χρόνια έχουν γίνει κοσμογονικές αλλαγές και στην Ελλάδα. Όμως, όπως προκύπτει και από όσα παραθέσαμε, κάποια πράγματα παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα μέχρι σήμερα…
Πηγή: ΤΣΑΡΛΣ ΤΑΚΕΡΜΑΝ, «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ», Εκδόσεις Άνω Τελεία, 2021.