Μαρίκα Νίνου: Η φωνή και η ερμηνεία που καθόρισαν το ελληνικό λαϊκό τραγούδι

Η αφετηρία της, η συνεργασία της με τον Βασίλη Τσιτσάνη και όσα είπε ο ίδιος για εκείνη

Στις 23 Φεβρουαρίου 1957, φεύγει από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 35 ετών, η Μαρίκα Νίνου. Η τραγουδίστρια που με τη φωνή και την ερμηνεία της, και στις ζωντανές της εμφανίσεις στο πάλκο αλλά και στις ηχογραφήσεις της, καθόρισε την εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού και του ρόλου που θα είχαν στο εξής οι γυναίκες ερμηνεύτριες σε αυτό.
Η αλλαγή του ονόματος

Η Μαρίκα Νίνου ήταν αρμενικής καταγωγής και το πραγματικό της όνομα ήταν Ευαγγελία Αταμιάν. Το Μαρίκα Νίνου προήλθε από τον γάμο της με τον ακροβάτη και θιασάρχη Νίκο (Νίνο) Νικολαΐδη. Μαρίκα τη φώναζε η θεατρίνα πεθερά της, καθώς το «Μαρίκα» παρέπεμπε στη σπουδαία ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη, και το «Νίνου» πρόεκυψε από το Νίνο, το όνομα του άνδρα της. Αρχικά με τον Νίνο Νικολαΐδη και ύστερα μαζί και με τον γιο τους παρουσιάζαν ακροβατικά νούμερα στα οποία η Νίνου ερμήνευε και κάποια τραγούδια.

Η Νίνου, στη συνέχεια, συνεργάστηκε με σπουδαίους λαϊκούς συνθέτες, όπως ο Μανώλης Χιώτης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου και ο Γιώργος Μητσάκης. Το 1949 όμως γνωρίζει τον Βασίλη Τσιτσάνη και δημιουργούν ένα από εμβληματικότερα ντουέτα του ελληνικού τραγουδιού. Η Νίνου γίνεται η μούσα του και η ερμηνεύτρια που θα δώσει στα τραγούδια του, τον χαρακτήρα που θα τα κάνει «αθάνατα».

Όπως γράφει ο Πάνος Γεραμάνης στα «ΝΕΑ» της 28ης Δεκεμβρίου 1999, «ο Τσιτσάνης έσπασε το ταμπού που είχαν οι ρεμπέτες και οι παλιοί λαϊκοί να μη δέχονται στο πάλκο γυναίκα τραγουδίστρια.

»Αυτός έβαλε πλάι του, την Γεωργακοπούλου, τη Χασκίλ, την Μπέλλου και μετά τη Μαρίκα Νίνου, με την οποία έκανε το πιο δυναμικό ντουέτο της εποχής (1949 – 1954). Εμφανίσθηκαν για μεγάλα διαστήματα στου “Μαρίνου”, “Τζίμη του Χοντρού”, “Τριάνα”, “Λουζιτάνια”, “Ροσινιόλ”.
Ο Τσιτσάνης για τη γνωριμία τους

Σε συνέντευξή του στον Φρέντυ Γερμανό και το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», στις 20 Φεβρουαρίου 1970, ο Τσιτσάνης μιλάει για τη συνεργασία αυτή, που άφησε εποχή στο ελληνικό τραγούδι.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»,20.2.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

«Το 1949, ο Βασίλης Τσιτσάνης γέννησε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”», γράφει ο Φρέντυ Γερμανός, «Τον ίδιο χρόνο γνώρισε την Μαρίκα Νίνου. Τι ακριβώς ήταν Μαρίκα Νίνου; Ο Τσιτσάνης απαντά απλά:

Η καλύτερη λαϊκή τραγουδίστρια που έγινε ποτέ…

»Τότε ο Τσιτσάνης έπαιζε στου “Τζίμη του χοντρού”. Ήταν πια γνωστός, δημοφιλής, πετυχημένος. Τα Σαββατόβραδα η ουρά των πελατών έφτανε ως τον Άγιο Παντελεήμονα. Εκεί μια μέρα πήγε και βρήκε τον Τσιτσάνη η Μαρίκα Νίνου.

Διηγείται ο Τσιτσάνης:

Eκείνο τον καιρό η Μαρίκα έπαιζε στο θέατρο. Έκανε με τον άντρα της και το παιδί της ένα ακροβατικό νούμερο. Ήταν το ‘Δυόμιση Νίνο’. H Μαρίκα όμως είχε το τραγούδι μέσα στο αίμα της. Ήταν Τσερκέζα – ήθελε να τραγουδάη…Μού λέει: ‘Δοκίμασέ με’. Την δοκίμασα. Από τότε δεν χωρίσαμε…

«ΤΟ ΒΗΜΑ»,24.5.1950, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

»Οπτικώς, η Μαρίκα Νίνου δεν είχε τίποτε που να πείθη ότι θα γινόταν ο θρύλος της εποχής της», γράφει ο Γερμανός. «Είχε όμως το λαϊκό “Νακ”. Είχε νεύρο, πάθος και δύναμη στην φωνή της. Ήξερε να σημαδεύη στο κέντρο της λαϊκής ψυχής – με ευστοχία δέκα Γουλιέλμων Τέλλων…

Η Μαρίκα έδινε στο τραγούδι όλο της τον εαυτό. Καιγόταν επάνω στο τραγούδι. Μείναμε μαζί ως τον καιρό που αρρώστησε»».

Τα καβουράκια

Η Μαρίκα Νίνου ήταν αυτή που μεσολάβησε για την πρώτη γνωριμία μεταξύ του Τσιτσάνη και της σπουδαίας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Ο Νίκος Μωραΐτης γράφει στο «ΒΗΜΑ» της 19ης Νοεμβρίου 2002, για τη γνωριμία αυτή και για τον επεισοδιακό τρόπο που δημιουργήθηκαν «Τα καβουράκια».

«Ήταν 1949. Ο Τσιτσάνης και η Παπαγιαννοπούλου είχαν μόλις γνωριστεί. Η Μαρίκα Νίνου είχε προτείνει στον συνθέτη τη στιχουργό λέγοντας του ότι “έχει χιουμοριστικό χαρακτήρα στο γράψιμο”. Έτσι εκείνος σκέφτηκε να της δώσει το συγκεκριμένης θεματολογίας τραγούδι.

»Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου έλαβε τις οδηγίες του Τσιτσάνη και έγραψε στίχους. Από εκείνο το σημείο τα πράγματα περιπλέκονται: ο μεν Τσιτσάνης τονίζει στην αυτοβιογραφία του “άλλο της παρήγγειλα, άλλο μου έφερε”, ενώ η Παπαγιαννοπούλου σε συνεντεύξεις της ανέφερε το τραγούδι ονομαστικά ως μία από τις επιτυχίες της.

Βασίλης Τσιτσάνης, Μαρίκα Νίνου

(…)

»Πέρα από την αντιδικία των δύο δημιουργών, το τραγούδι γνώρισε μία ακόμη “περιπέτεια”, σε σχέση με την αποδοχή του από το κοινό: κυκλοφόρησε το 1953 με τις φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου, του Τάκη Μπίνη και του Βασίλη Τσιτσάνη, δεν είχε όμως μεγάλη απήχηση.

“Δεν μου άρεσε ο ρυθμός γιατί ήταν πολύ αργός και δεν ανταποκρινόταν σωστά στους στίχους. Όταν το παίζαμε με τη συχωρεμένη τη Νίνου στο πάλκο, το παίζαμε πιο γρήγορα” αφηγείται ο συνθέτης.

»Η Μαρίκα Νίνου, με το ταπεραμέντο της, τις μιμήσεις της και ένα ιδιαίτερο σκηνικό χάρισμα, απογείωνε το τραγούδι. Πρόσθετε μάλιστα τη φράση “Έλα καβουρίνες μου” (επικροτώντας τη μοιχεία της…καβουρίνας), σύμφωνα με μαρτυρία του συλλέκτη Κώστα Χατζηδουλή.

»Ο Τσιτσάνης μετέφερε την ατμόσφαιρα της ζωντανής εκτέλεσης στο στούντιο. Το γραμμοφώνησε ξανά, με ταχύ ρυθμό αυτή τη φορά και ερμηνεύτρια τη Νίνο.

“Τότε έγινε πασίγνωστο και αγκάλιασε όλο τον κόσμο” είναι οι χαρακτηρισμοί του ίδιου του δημιουργού για το τραγούδι του».

Οι πρώτες εκτελέσεις

Πολλές πάντως από τις πρώτες αυθεντικές εκτελέσεις των τραγουδιών του Τσιτσάνη με τη φωνή της Νίνου, χάθηκαν οριστικά και όσες διασώθηκαν, δεν έχουν, δυστυχώς, την ποιότητα ήχου που θα έπρεπε:

Λεέι ο Βασίλης Τσιτσάνης στο «ΒΗΜΑ» και τον Γιώργο Κοντογιάννη στις 16 Δεκεμβρίου 1973: «Μακάρι να υπήρχαν οι παλιοί δίσκοι. Δυστυχώς όμως κι όσοι υπάρχουν έχουν αλλοιωθή ανεπανόρθωτα. Οι δε μήτρες έχουν καταστραφή από εγκληματική αδιαφορία των εταιρειών.

»Έτσι δεν θ’ ακούσουν οι νέες γενιές τη δωρική λιτότητα και τη γνησιότητα και την ομορφάδα που είχαν οι πρώτες εκτελέσεις, με τους τότε μεγάλους ερμηνευτές Μαρίκα Νίνου, Σωτηρία Μπέλλου, Πρόδρομο Τσαουσάκη και άλλους».

«ΤΟ ΒΗΜΑ»,30.11.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Το τέλος

Ο Βασίλης Τσιτσάνης αφηγήθηκε τον Φεβρουάριο του 1970 την τελευταία φορά που συνάντησε τη Μαρίκα Νίνου.

«Την πήγαν στην Αμερική αλλά ήταν αργά. Την ξανάφεραν πίσω – με το φορείο. Λίγες ημέρες πριν πεθάνη πήγα και την είδα. Δεν σάλευε πια. Τα μάτια της ήταν ακίνητα – με γνώρισε όμως.

»Την άκουσα που είπε: “Βασίλη, εσύ είσαι; Εσύ είσαι Βασίλη;” Δεν μπορούσε να μιλήση. Ψιθύριζε…Αυτή που γκρέμιζε με τη φωνή της ολόκληρο κέντρο δεν  μπορούσε να πη ούτε μια φράση. Καημένη Μαρίκα…»

Σχετικά