Οι ηχηρές παρεμβάσεις των Καραμανλή και Σαμαρά τάραξαν τα νερά της γαλάζιας παράταξης προκαλώντας εσωκομματικές συζητήσεις
Εσωτερικό μέτωπο στα όρια της ρήξης αποκτά στην πενταετία της διακυβέρνησής του ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο γαλάζιους πρώην πρωθυπουργούς, πρωτίστως με τον Αντώνη Σαμαρά, που είναι άλλωστε ενεργός στο Κοινοβούλιο, και δευτερευόντως με τον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος έχει αποστασιοποιηθεί πολιτικά, αποχωρώντας και από τα ψηφοδέλτια της ΝΔ τον χειμώνα του 2023.
Οσο κι αν το Μέγαρο Μαξίμου θέλει να επιδεικνύει ψυχραιμία μετά τη – σφόδρα επικριτική για την κυβέρνηση και πέραν της αναμενόμενης – σύμπλευση Σαμαρά και Καραμανλή στο Πολεμικό Μουσείο, κυβερνητικά και κομματικά στελέχη ψάχνουν απαντήσεις για το νεοδημοκρατικό σκηνικό της επόμενης μέρας.
Κοινώς, αποκωδικοποιούν τις ευθείες ή έμμεσες βολές των δύο πρώην επιχειρώντας… προβολή στο μέλλον. Από την πλευρά του το πρωθυπουργικό περιβάλλον απορρίπτει την προοπτική ενός πινγκ-πονγκ «διαρροών» – πόσω μάλλον ευθείας αντιπαράθεσης – υπό την ανησυχία επιδείνωσης του εσωτερικού κλίματος, αλλά είναι δεδομένη η διπλή ενόχληση, κι ας μην ομολογείται δημόσια: αφενός για τους προσωπικούς τόνους του μεσσήνιου πολιτικού για τον Μητσοτάκη, όταν ο Μακεδόνας έστειλε ευσχήμως τις δικές του προειδοποιήσεις, αφετέρου για διατυπώσεις σχετικά με τα εθνικά θέματα.
Οι εκτιμήσεις στελεχών από κάθε νεοδημοκρατική απόχρωση συγκλίνουν σε δύο σημεία:
Πρώτον, το αντάρτικο των πρώην θα έχει συνέχεια, αν και με διαφορετικές προσεγγίσεις. Επικαλούνται ειδικότερα το γεγονός ότι ο Σαμαράς «κατέβασε» τη δική του δεξιά πολιτική πλατφόρμα και ότι ευθέως δήλωσε «παρών» στις εξελίξεις (χωρίς ενδιαφέρον για «μεγάλα αξιώματα», όπως είπε, φωτογραφίζοντας την Προεδρία της Δημοκρατίας), για να συμπεράνουν ότι θα βρίσκεται με κάθε ευκαιρία στην πρώτη γραμμή της πίεσης.
Και αυτό δεν σημαίνει μόνο μελλοντική καταγραφή διαφωνιών σε ψηφοφορίες στη Βουλή, αλλά επιπλέον παίρνει προκαταβολικά θέση για τα επόμενα πολιτικά διακυβεύματα. «Ποιες πολιτικές συμμαχίες θα συνάψει, αν χρειαστεί, η παράταξη, με ποιους και σε ποια ιδεολογική κατεύθυνση;» διερωτήθηκε με νόημα.
Δεύτερον, το τελευταίο κακό εκλογικό σκορ της ΝΔ απελευθέρωσε σωρευμένα παράπονα ή αλλιώς τις «φωνές» που αισθάνονται παραγκωνισμένες. Εξ ου και εκτιμούν ότι Σαμαράς και Καραμανλής θέλησαν να εμφανιστούν θεματοφύλακες παραδοσιακών αντιλήψεων της παράταξης. Επικαλούνται το σχόλιο «τώρα, τι να πω εγώ;» από τον Καραμανλή, μόλις ανέβηκε στο βήμα μετά τον Σαμαρά, για να συμπεράνουν τη διάθεση του Μακεδόνα να δείξει ότι συμφωνεί με τον Μεσσήνιο. Αν και στελέχη της σαμαρικής πλευράς υποστηρίζουν ότι οι δύο πρώην περίπου είπαν τα ίδια, κυβερνητικά στελέχη διέκριναν διαφορετικούς λόγους και στρατηγικές.
«Δεν σχολιάζουμε»
Ο Παύλος Μαρινάκης, που παρέστη στην εκδήλωση, δεν σχολίασε προχθές το παραμικρό, ενώ και χθες επέμεινε (Σκάι 100,3) στο λακωνικό «δεν σχολιάζουμε δηλώσεις ή ομιλίες των πρώην πρωθυπουργών». Εμμέσως όμως υπήρξαν απαντήσεις: «Η λελογισμένη στρατηγική της διεύρυνσης είναι μονόδρομος (…) Προασπίζουμε τα εθνικά συμφέροντα, χωρίς κορόνες και λαϊκισμό (…) Η κυβέρνηση εξελέγη πριν από έναν χρόνο με ισχυρή εντολή». Το γάντι σήκωσαν στο μεταξύ άλλα στελέχη.
Στον απόηχο της τοποθέτησης Σαμαρά ότι η Ελλάδα δέχεται «τη μια ταπείνωση μετά την άλλη» στα εθνικά, ο Γιώργος Γεραπετρίτης είπε («Economist») ότι ακολουθείται ενεργητική εξωτερική πολιτική «ισχύος, αρχών και κανόνων». Ειδικά για την ελληνοτουρκική προσέγγιση τόνισε τη σημασία ενός «δρόμου διαλόγου» χωρίς υπερβολικές αξιώσεις: «Για όποιον δεν καταλαβαίνει την αξία των πραγματικών δεδομένων, λυπάμαι (…) Διότι όταν υπάρξει κάποιο ατύχημα πάνω από το Αιγαίο, δεν θα υπάρχει VAR για να το διορθώσουμε».
Κανένα εσωτερικό πρόβλημα για τη ΝΔ δεν βλέπει ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης, σχολιάζοντας σκωπτικά (Παραπολιτικά 90,1) ότι θα αισθανόταν άβολα να κάθεται ανάμεσα στην Αφροδίτη Λατινοπούλου και τη Βασιλική Θάνου, ενώ η Ντόρα Μπακογιάννη εκτίμησε (Σκάι) ότι ο Σαμαράς «κατέθεσε την προσωπική του πικρία, το ότι δεν τον «παίζουνε» (…) Θα ήθελε ενδεχομένως να κάνει την κριτική του μετά το 41% στις εθνικές εκλογές, αλλά τότε δεν μπορούσε».
Premium Έκδοση ΤΑ ΝΕΑ