12 Οκτωβρίου 1944, ημέρα Πέμπτη. Ύστερα από 1264 μέρες Κατοχής η Αθήνα είναι και πάλι ελεύθερη. Οι Γερμανοί υποστέλλουν τη σημαία τους από την Ακρόπολη στις 9:45 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου ενώ την ίδια στιγμή τμήμα του γερμανικού στρατού καταθέτει στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη
Η μέρα της Απελευθέρωσης
Ο Γερμανός αντιπτέραρχος, στρατιωτικός διοικητής Νοτίου Ελλάδος Χέλμουτ Φέλμυ δηλώνει ότι τα γερμανικά στρατεύματα αποσύρονται από την Αθήνα που έχει κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη. Το ίδιο κάνουν και τα συνεργαζόμενα με τους κατακτητές Τάγματα Ασφαλείας τα οποία κλείνονται στο στρατόπεδο στο Γουδί. Μικρό γερμανικό απόσπασμα παραμένει στον Πειραιά για να διενεργήσει καταστροφές.
Πριν ακόμα οι τελευταίοι Γερμανοί εκκενώσουν την πόλη, ο αθηναϊκός λαός ξεχύνεται στους δρόμους σε ένα αυθόρμητο ξέσπασμα και η Αθήνα κατακλύζεται από ελληνικές και συμμαχικές σημαίες (αγγλικές, σοβιετικές, αμερικανικές).
«Ήταν ένα κάρο φορτωμένο νέους και νέες που ξεφωνίζανε. Στο άλογο που τραβούσε το κάρο καθότανε καβάλα μια γυναίκα μελαχρινή σα γύφτισσα που είχε στο κεφάλι και στους ώμους ένα σάλι επαναστατικά κατακόκκινο. Φορούσε κίτρινο φουστάνι κι είχε διάφορα χαϊμαλιά στο στήθος, κρατούσε μια ελληνική σημαιούλα και ξεφώνιζε τραγουδώντας: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη…». Μια παρέα μάγκες γυρίζανε με ένα χαρτονένιο Χίτλερ κρεμασμένο σε ένα κοντάρι και φωνάζανε ρυθμικά «Εμπατίρησε»(καινούργια λέξη argot).. Πολλά τραμ και καμιόνια ανεβοκατέβαιναν τους κεντρικούς δρόμους φορτωμένα παιδιά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ που φωνάζανε συνθήματα των οργανώσεών τους. Είδα και μια παρέλαση πιτσιρίκων με ξύλινα τουφέκια, του «παιδικού μετώπου» του ΕΑΜ», γράφει ο συγγραφέας Γιώργος Θεοτοκάς για τη «μεγάλη ημέρα» (Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια Ημερολογίου, Αθήνα: Εστία).
Ο Κώστας Παράσχος, δημοσιογράφος, ένας από τους εκατοντάδες χιλιάδες Αθηναίους που συρρέουν στο κέντρο της πόλης, περιγράφει την πρωτόγνωρη εμπειρία που έζησε:
«Μπήκα άθελά μου στο ρυθμό που επικρατούσε γύρω μου. Τι κάναμε δηλαδή; Μα απλό πράγμα: χαιρόμαστε και δεν ξέραμε πώς να εκφράσουμε τον ενθουσιασμό μας […] Τώρα μας ενδιέφερε να ζήσουμε τη μεγάλη μέρα» (Κώστας Παράσχος, Η απελευθέρωση, Αθήνα: Ερμής 1983)
«Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά (…). Ανεβασμένοι στ” αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ” αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ” άκρη σ” άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά- Λαοκρατία!», διαβάζουμε στην ανταπόκριση του Ριζοσπάστη που κυκλοφορεί ύστερα από 8 χρόνια ελεύθερα πλέον στο κέντρο της πρωτεύουσας (Ριζοσπάστης, 13 Οκτωβρίου 1944). Για τα μέλη των αντιστασιακών οργανώσεων, η Απελευθέρωση αποτελεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία καθώς έβγαιναν από μια μακρόχρονη περίοδο διώξεων και παρανομίας.
Ευρύτερο πλαίσιο
Μετά τη συμμαχική Απόβαση στη Νορμανδία στις 6 Ιουνίου του 1944 και ενώ ο Κόκκινος Στρατός επέλαυνε προς τα Βαλκάνια είχε καταστεί σε όλους σαφές ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας από τα ναζιστικά στρατεύματα Κατοχής δε θα αργούσε. Βάσει των συμφωνιών της Καζέρτας και του Λιβάνου οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις και η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχαν έλθει σε κατ’ αρχή συνεννόηση για το χειρισμό της κατάστασης μετά την αποχώρηση των γερμανών. Για το σκοπό αυτό έφτασαν μυστικά στο αεροδρόμιο της Νεράιδας ο Θεμιστοκλής Τσάτσος, ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ Γιάννης Ζέβγος, ο στρατηγός Παυσανίας Κατσώτας και ο ταγματάρχης Οδυσσέας Παπαμαντέλος, προκειμένου να συντονίσουν τις απαιτούμενες ενέργειες για την ομαλή ανάληψη της εξουσίας. Στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων πραγματοποιήθηκαν δυο κύριες συναντήσεις. Η πρώτη έλαβε χώρα στο Ψυχικό μεταξύ του επικεφαλής των γερμανικών δυνάμεων, στρατηγού της αεροπορίας, Χέλμουτ Φέλμι και του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Η γερμανική πλευρά υποσχέθηκε να απέχει από δολιοφθορές κατά των βασικών υποδομών της Αθήνας όπως το φράγμα της λίμνης του Μαραθώνα, με αντάλλαγμα την ανεμπόδιστη αποχώρηση των μονάδων τους. Προς επίρρωση της συμφωνίας ο Φέλμι δημοσίευσε στον «Ημερήσιο Τύπο» (τη μοναδική εφημερίδα που κυκλοφορούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή) της 20ης Σεπτεμβρίου 1944 μια ανακοίνωση όπου διαβεβαίωνε τους Αθηναίους πως καμία πράξη δολιοφθοράς δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί εκ μέρους των γερμανικών στρατευμάτων, με την αυστηρή όμως προϋπόθεση-ειδοποίηση να μην ενοχληθούν. Ωστόσο, πριν λάβουν την εντολή εκκένωσης της πρωτεύουσας, οι S-S προχώρησαν στην εκτέλεση 72 ελλήνων πατριωτών στο Δαφνί, ενώ εξόντωσαν και την ομάδα των συνεργατών τους διερμηνέων, προκειμένου να μην αποκαλυφθούν λεπτομέρειες των εγκληματικών τους πράξεων.
Σιωπηρή συμφωνία
Τη συμφωνία μεταξύ των γερμανών και των ελληνικών αρχών αποδέχθηκαν σιωπηρά τόσο οι βρετανοί όσο και το ΕΑΜ με την ΠΕΕΑ. Στις 8 Οκτωβρίου το ΚΚΕ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αποδεχόταν πλήρως το σχέδιο που είχε συμφωνηθεί, προκρίνοντας την εθνική ομοψυχία.
Η αποχώρηση
Το πρωΐ (8:00 π.μ.) της 12ης Οκτωβρίου 1944 ο στρατηγός Φέλμι συνοδευόμενος από το δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο κατάθεσε ένα στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ ήδη οι μηχανοκίνητες φάλαγγες των γερμανών εγκατέλειπαν από νωρίς την Αθήνα διαμέσου της Ιεράς Οδού. Στις 9:15 π.μ. η γερμανική φρουρά της Ακρόπολης προχώρησε στην υποστολή της ναζιστικής σημαίας έπειτα από συνολικά 1.624 μέρες κατοχής (ή 3,5 έτη, που μεσολάβησαν από τον Απρίλιο του 1941 έως εκείνη την ημέρα) και ένας στρατιώτης τύλιξε βιαστικά το σύμβολο της κατοχής και αποχώρησε από τον Ιερό Βράχο. Ακολούθησαν συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ και Ελλήνων εργατών με τους ναζί δολιοφθορείς, που απέτρεψαν την καταστροφή του εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος στο Κερατσίνι. Από την άλλη, σημαντικό τμήμα του λιμανιού του Πειραιά ανατινάχθηκε από τους αποχωρούντες γερμανούς.
Πειραιάς: Η τελευταία πράξη του δράματος
Ο Πειραιάς βίωσε με τρόπο αιματηρό την αποχώρηση των Γερμανών. Γράφουν «ΤΑ ΝΕΑ», της 13ης Οκτωβρίου του 1983.
«Πολλές μάχες έδωσαν τμήματα του 4ου τάγματος του ΕΛΑΣ, από τη νύχτα της 12ης μέχρι τα ξημερώματα της 13ης Οκτώβρη 1944, σε πολλά σημεία του Πειραιά. Τα ξημερώματα της 13ης Οκτώβρη, όλα τα τμήματα του τάγματος έκαναν γενική επίθεση κατά των Γερμανών τους οποίους είχεν εξουδετερώσει μέχρι το πρωί. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να ανατινάξουν, παρά μόνο το Τελωνείο. Σώθηκαν όμως οι μύλοι Αγ. Γεωργίου οι εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ και πολλά εργοστάσια».
Το σχέδιο των Γερμανών προέβλεπε την καταστροφή του Πειραιά και μέσω αυτής της, την επιβολή ενός ισχυρότατου πλήγματος στις υποδομές ηλεκτρισμού, βιομηχανίες και σιδηροδρομικών μεταφορών της πρωτεύουσας. Πάνω από 25 ήταν οι νεκροί για τους αποχωρούντες Γερμανούς, ενώ από την ελληνική πλευρά υπήρξαν 11 νεκροί.
Το «TO BΗΜΑ» δημοσίευσε απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκανδρου Κεπέση με τίτλο «Ο Δεκέμβρης του ’44», που αναφερόταν και στη λεγόμενη Μάχη της Ηλεκτρικής:
«Ξημερώνει 13 του Οκτώβρη του 1944. Είχε αρχίσει να χαράζει. Οι καμπάνες των εκκλησιών από τον Πειραιά άρχισαν να χτυπούν με τον πιο χαρμόσυνο και πανηγυρικό τρόπο…
»…Οι Γερμανοί γύρισαν από το Πέραμα. Κι αφού ανατίναξαν τις εγκαταστάσεις της ΣΕΛΛ εκεί, πήραν δρόμο για το ηλεκτρικό εργοστάσιο. Οι δυνάμεις μας, όπως είχαμε διατάξει, δεν εκδηλώθηκαν. Αφησαν το γερμανικό φορτηγό μ’ ένα ρυμουλκούμενο να προχωρήσει μέσα στη λαβίδα της διάταξής μας. Οι Γερμανοί φάνηκε πως δεν είχαν αντιληφθεί τίποτε και προχωρούσαν ανυποψίαστοι για αυτό που τους περίμενε.
»Ξεπέζεψαν και προχώρησαν προς τον μαντρότοιχο και την είσοδο του εργοστασίου. Και τότε δέχτηκαν τα πυρά μας πρώτα μέσα από το εργοστάσιο κι αμέσως από παντού. Αιφνιδιάστηκαν. Εχασαν την ψυχραιμία τους καθώς βλέπανε να πέφτουν γύρω τους οι συμπολεμιστές τους.
»Ενας, δύο, τρεις… Και ο κλοιός γύρω τους όλο και στένευε και δυνάμωναν το ντουφεκίδι των ελασιτών και οι ριπές των αυτομάτων τους. Ετσι κυκλωμένοι και βαλλόμενοι οι χιτλερικοί άρχισαν να λιποψυχούν. Ενας απ’ αυτούς, τώρα, θέλει να παραδοθεί καθώς ακούει τον τηλεβόα στα γερμανικά να τον καλεί, για να σωθεί. Σηκώνει το άσπρο μαντίλι του. Μα μόλις που πρόλαβε να ξανεμίσει στον αέρα»
»Ενας βαθμοφόρος του τον πυροβολεί και τον σκοτώνει.
Τούτο το επεισόδιο είναι μια νέα παρόρμηση για τους ελασίτες. Δυναμώνουν οι ριπές τους κι απανωτές οι χειροβομβίδες πέφτουν πάνω στα γερμανικά οχήματα. Ενα απ’ αυτά κομματιάζεται. Κι άλλοι ακόμη χιτλερικοί πέφτουν νεκροί. Χάνει όμως και ο ΕΛΑΣ άλλον έναν άξιο μαχητή του, τον αξέχαστο συναγωνιστή σ. Γκιόρδα.
»Λίγα λεπτά πιο ύστερα ένας δεκατετράχρονος επονίτης (ένα αετόπουλο) μ’ ένα περίστροφο στο χέρι θα συρθεί με προφύλαξη προς το μέρος του δολοφόνου βαθμοφόρου. Θα σημαδέψει και θα ρίξει με επιτυχία. Ο βαθμοφόρος αυτός ήταν ο ένατος χιτλερικός νεκρός.
Εκείνη την ώρα ο τηλεβόας μας που τον κρατά γερά ένας γερμανομαθής ελασίτης θα πλησιάσει πιο πολύ και θα δυναμώσει τη φωνή του, που χτυπά ίσια στις τρεμάμενες καρδιές των χιτλερικών.
– Παραδοθείτε, όσο ακόμη είναι καιρός!
-Παραδοθείτε για να σώσετε τη ζωή σας!
-Παραδοθείτε! Σας εγγυόμαστε να σεβαστούμε τα δικαιώματά σας, σαν αιχμαλώτων πολέμου!
Και τώρα δεν είναι μόνο ένα το άσπρο μαντίλι. Είναι πολλά. Και δεν ξανεμίζουν δειλά στον αέρα, μα σταθερά… Σα θύελλα ορμάνε οι ελασίτες και ξοπίσω άμαχος λαός. Αφοπλίζουν τους παραδομένους Γερμανούς. Και μέσα στον πυρετό της συγκίνησης αγκαλιάζονται και φιλιούνται μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των χιτλερικών…»
Η μάχη των διαδηλώσεων
Στις 15 Οκτωβρίου 1944 (ημερομηνία κατά την οποία τα πρώτα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά) οργανώθηκε διαδήλωση από τις εθνικιστικές οργανώσεις η οποία χτυπήθηκε στη περιοχή της Ομόνοιας από οπαδούς του ΕΑΜ, που λίντσαραν και προπηλάκισαν μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων που συνεργάστηκαν με τους ναζί. Η απάντηση δεν άργησε να έρθει όταν μέλη διαδήλωσης του ΕΑΜ πυροβολήθηκαν με αποτέλεσμα δεκάδες νεκρούς και τραυματίες από ένοπλους που είχαν καταλύσει στα ξενοδοχεία της περιοχής. Παρόλους τους νεκρούς της η εαμική αντίδραση παρέμεινε στο πλαίσιο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα. Από τα πυρά σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν 82. Το ΚΚΕ μέσω του Ζεβγού προσπάθησε και κατάφερε να αποφευχθούν οι αντεκδικήσεις των μελών του ΕΑΜ.
Η άφιξη της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας – Ο Λόγος της Απελευθέρωσης
Η επίσημη άφιξη της Ελληνικής Κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944. Στην υποδοχή της βρέθηκε το σύνολο του αθηναϊκού λαού και τα μέλη της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν δεκτά με επευφημίες και ενθουσιασμό.
18 Οκτωβρίου 1944. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου κατά την πρώτη ελεύθερη έπαρση της ελληνικής σημαίας στην Ακρόπολη, Γενικά Αρχεία του Κράτους – Κεντρική Υπηρεσία – Βασίλης Τσακιράκης
Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής R. Leeper και ο αντιστράτηγος R. Scobie, αρχηγός των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του οποίου έχουν υπαχθεί ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ με βάση τη Συμφωνία της Καζέρτας. Η βρετανική παρουσία αποτελούσε μια διαρκή επισήμανση του ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς. Η επιστροφή των τελευταίων στο θώκο της εξουσίας περνούσε μέσα από τη βρετανική διπλωματία και τα βρετανικά όπλα. (Π. Παπαστράτης, «Από την Απελευθέρωση στο Δεκέμβρη», στο Οι 150 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα. Απελευθέρωση – Δεκεμβριανά – Βάρκιζα, ένθετο εφημ. Επενδυτή, σειρά Ιστορικό Αρχείο, Φεβρουάριος 2013)
Σύμφωνα με το πρόγραμμα της ημέρας, αρχικά ο Παπανδρέου και μέλη της Κυβέρνησης κατευθύνθηκαν στην Ακρόπολη, όπου ύψωσαν την ελληνική σημαία την οποία μετέφεραν κορίτσια του Λυκείου Ελληνίδων με την συνοδεία ευζώνων και αντιστασιακών. Τιμητικά αγήματα του Ιερού Λόχου και του ΕΛΑΣ παρουσίασαν όπλα. Αμέσως μετά τη δοξολογία στη Μητρόπολη, στην οποία χοροστάτησε ο Αρχιεπίσκοπος και μελλοντικός Αντιβασιλέας Δαμασκηνός, ο Παπανδρέου εκφώνησε στην Πλατεία Συντάγματος τον «Λόγο της Απελευθέρωσης».
«Ποτέ δεν είχα δει την πλατεία σε τέτοιο σημείο πλημυρισμένη από λαό. Το δάσος οι σημαίες κι οι πινακίδες συνθέτανε μιαν εικόνα παρδαλή και ζωηρή, πολύ αλλιώτικη από το θέαμα των παλαιών αθηναϊκών συλλαλητηρίων, όπου έβλεπε κανείς μονάχα ένα γκρίζο πλήθος», γράφει στο ημερολόγιό του ο Θεοτοκάς.
Την ατμόσφαιρα της συγκέντρωσης περιγράφει γλαφυρά ο Θεμιστοκλής Τσάτσος αυτόπτης μάρτυς και Υπουργός Δικαιοσύνης τότε «…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η «Λαοκρατία». Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Γύρω γύρω μόνον, όπου είχον μαζευτεί όσοι δεν ενθουσιάζοντο ανά τετράδας ηκούετο η φωνή «Μεγάλη Ελλάδα»!». (Θ. Τσάτσος Αι παραμοναί της Απελευθερώσεως (1944), Αθήνα: Ίκαρος 1973).
Το κενό εξουσίας
Στις τρεις ημέρες που μεσολάβησαν μεταξύ της γερμανικής αποχώρησης και της άφιξης των πρώτων βρετανικών μονάδων στο λιμάνι του Πειραιά, στην Αθήνα την εξουσία ασκούσε «σκιωδώς» ο διοικητής της Αστυνομίας Άγγελος Έβερτ, υπό την ανοχή των υπολοίπων παραγόντων. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ δεν εξεδήλωσαν την πρόθεση να καταλάβουν βίαια την ελληνική πρωτεύουσα (αν και διέθεταν τη στρατιωτική δυνατότητα για κάτι τέτοιο). Αντίθετα, υπάρχουν αποδείξεις ότι ο βρετανικός παράγων, εκφρασμένος με την πολιτική του Ουίνστον Τσώρτσιλ, επεδίωξε από πολύ πριν την διάσπαση των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του, δηλαδή για να επιβάλλει στη μεταπολεμική Ελλάδα το καθεστώς της αρεσκείας του
Τη 12η Οκτωβρίου κυριαρχούν οι αυθόρμητες εκδηλώσεις του αθηναϊκού λαού για την απελευθέρωση της πόλης. Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών η ηγεσία του ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις της απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος. Το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ στην Αθήνα παρόλο που θα μπορούσε να προχωρήσει σε κατάληψη του συνόλου της πόλης, καθώς απουσίαζε μια οργανωμένη επαρκής ένοπλη δύναμη, όχι μόνο πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης αλλά περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά. Τμήματα μηχανικού του ΕΛΑΣ έκοψαν τα σύρματα των υπονομεύσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού (Χασανίου), στο φράγμα του Μαραθώνα ενώ δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Αττικής συγκρούστηκαν με τους υποχωρούντες Γερμανούς στο Κακοσάλεσι (Β. Μπαρτζιώτας, Η Εθνική Αντίσταση στην αδούλωτη Αθήνα, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή 1984)
Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE, Ρ. Σέπαρντ, σύνδεσμος του Στρατιωτικού Διοικητή με το Βρετανικό Στρατηγείο, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους (Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του βρετανικού υπουργείου των εξωτερικών Foreign Office 371 Τόμος Β 1944, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών 2004).
Την ίδια ημέρα μονάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών ρίπτεται στα Μέγαρα. Η μονάδα αυτή από κοινού με τη Βρετανική Ταξιαρχία, που θα αφιχθεί στις 14 Οκτωβρίου, θα κινηθεί προς την Αθήνα μαζί με τις άλλες βρετανικές μονάδες της επιχείρησης ΜΑΝΝΑ οι οποίες θα αρχίσουν να φτάνουν στις 15 του μηνός.
Η απελευθέρωση της Ελλάδας έθετε στο επίκεντρο το ζήτημα της δομής της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση κατά των αρχών κατοχής είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο στρατό, τον ΕΛΑΣ, το δεύτερο μεγαλύτερο αντάρτικο στρατό στην Ευρώπη, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου (20 Μαΐου 1944), προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας υπό τον Γ. Παπανδρέου (2 Σεπτεμβρίου 1944) και στην Καζέρτα συμφώνησε στην υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση (26 Σεπτεμβρίου 1944).
Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή. Μία επιστροφή η οποία θα στηρίζονταν στη βρετανική διπλωματία και στα βρετανικά όπλα. Η επιχείρηση ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης» αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου.
Στη χώρα παρέμεναν και τα Τάγματα Ασφαλείας, στρατιωτικά σώματα τα οποία οργανώθηκαν από τις δοσιλογικές κυβερνήσεις και εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς και τα οποία επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και οι Βρετανοί.
Δύο μήνες περίπου μετά ξεσπούν τα Δεκεμβριανά…
Το σπάνιο βίντεο – ντοκουμέντο που ακολουθεί είναι ένα απόσπασμα από την «χαμένη» ταινία επικαίρων της Φίνος Φιλμ για το τέλος της ναζιστικής Κατοχής στην Αθήνα, η οποία δεν προβλήθηκε τότε στην Ελλάδα.
Τα ιστορικής σημασίας επίκαιρα ανακαλύφθηκαν από το Ροβήρο Μανθούλη σε κινηματογραφικά αρχεία στις ΗΠΑ και παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα στην αρχική τους μορφή ενσωματωμένα στο ντοκιμαντέρ του «Βίοι παράλληλοι του Εμφυλίου»