Ξεκινά σταδιακά σήμερα η διανομή ζεστών γευμάτων στα σχολεία. Το πρόγραμμα αφορά συνολικά 153.244 μαθητές, 950 σχολείων, 63 δήμων όλης τη χώρας.
Μετά τον ανοιχτό δημόσιο ηλεκτρονικό διαγωνισμό, το πρόγραμμα αναπτύσσεται εντός της επόμενης εβδομάδας σε 831 σχολεία όλης της Επικράτειας, καλύπτοντας το 90% των μαθητών, που εκδήλωσαν ενδιαφέρον να συμμετάσχουν.
Σήμερα Δευτέρα, ζεστό γεύμα θα έχουν οι μαθητές 763 σχολείων, ενώ την Πέμπτη μπαίνουν στο πρόγραμμα άλλα 68 σχολεία. Οι υπόλοιπες σχολικές μονάδες θα ενταχθούν στο πρόγραμμα εντός των επόμενων ημερών.
Η αναπληρώτρια υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Θεανώ Φωτίου είπε ότι «η παιδική προστασία βρίσκεται στο επίκεντρο της πολιτικής της κυβέρνησης» και πως «αποτελεί βαθιά πεποίθησή μας ότι η κοινωνική καταγωγή δεν μπορεί να καθορίζει το μέλλον του κάθε παιδιού».
«Πιστεύουμε ότι τα μέτρα για το παιδί πρέπει να είναι οριζόντια και να μην απευθύνονται μόνο στην ακραία φτώχεια. Στο πλαίσιο αυτό, στηρίζουμε τις πολιτικές μας για το παιδί σε τέσσερις δράσεις: Τα οικογενειακά επιδόματα, τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, τα σχολικά γεύματα και το νόμο για την υιοθεσία και την αναδοχή. Παρά τη δημοσιονομική ασφυξία που κληρονομήσαμε από τους προκατόχους μας, αυξήσαμε τον προϋπολογισμό για τις δράσεις αυτές, από 822 εκατ. ευρώ το 2015, στα 1,3 δισ. ευρώ το 2018. Ο θεσμός των σχολικών γευμάτων, αναπόσπαστο πλέον κομμάτι των πολιτικών μας για το παιδί, συνέβαλε όχι μόνο στη μείωση της παιδικής φτώχειας, αλλά και στην εμπέδωση και τη διάδοση μίας κουλτούρας συλλογικότητας και αλληλεγγύης εντός της σχολικής κοινότητας», πρόσθεσε.
Όπως επισημαίνεται σε σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο θεσμός του ζεστού γεύματος στα σχολεία, ο οποίος συμπληρώνει φέτος τρία χρόνια επιτυχούς εφαρμογής, αποτελεί εθνικό πρόγραμμα, ενταγμένο στον κρατικό προϋπολογισμό και για την υλοποίησή του διατίθενται 50 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το υπουργείο, συγκριτικά με τον αριθμό των μαθητών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα τη σχολική περίοδο 2017-2018, φέτος, σημειώνεται αύξηση που ξεπερνά το 20%, γεγονός που αποδεικνύει τη θετική αποδοχή από τους μαθητές, τους γονείς και την εκπαιδευτική κοινότητα.