Σε σφαιρική συμφωνία ως προς τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας των κληρικών και των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατέληξαν μετά από τη συνάντησή τους στο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Ιερώνυμος.
Πρόκειται για μια συμφωνία 15 σημείων με την οποία τακτοποιούνται εκκρεμότητες δεκαετιών αλλά και θεσμοποιείται ένα νέο πλαίσιο σχέσεων μεταξύ κράτους και Εκκλησίας. Πρόκειται για ένα βήμα προς τον εκσυγχρονισμό και εξορθολογισμό της σχέσης αυτής, όπως επισήμανε ο Αλέξης Τσίπρας και όπως απεδέχθη ο Αρχιεπίσκοπος.
Από τη Συμφωνία προκύπτει πως οι περίπου 10.000 κληρικοί και λαϊκοί υπάλληλοι της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν θα συγκαταλέγονται εφεξής στο δυναμικό των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά ο μισθός τους θα καταβάλλεται μέσω της Εκκλησίας και στη βάση επιδότησης από το κράτος. Την ευθύνη της μισθοδοσίας θα την έχει η Εκκλησία, ενώ το ποσό της επιδότησης θα αυξομειώνεται ανάλογα με τα υφιστάμενα μεγέθη της μισθοδοσίας των δημοσίων υπαλλήλων.
Πέραν τούτου συμφωνήθηκε η ίδρυση ταμείου της εκκληασιαστικής περιουσίας, το οποίο θα διοικείται από πενταμελές συμβούλιο με δύο μέλη που θα επιλέγονται από την ελληνική κυβέρνηση, δύο μέλη που θα επιλέγονται από την Εκκλησία και ένα πέμπτο μέλος που θα επιλέγονται από κοινού.
Όμως τα κέρδη από τη διαχείριση του Ταμείου θα μοιράζονται σε ίσα μερίδια μεταξύ Εκκλησίας και κράτους. Στο Ταμείο αυτό θα ενταχθούν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Εκκλησίας τα οποία αποτελούν εδώ και δεκαετίες αμφισβητούμενα περιουσιακά στοιχεία, όσα περιουσιακά στοιχεία εθελοντικά η Εκκλησία της Ελλάδος θα παραχωρήσει σε αυτό το Ταμείο, καθώς και περιουσιακά στοιχεία των ανά τη χώρα Μητροπόλεων, είτε είναι αμφισβητούμενα μέχρι σήμερα, είτε εθελοντικά θα παραχωρηθούν.
Μετά την υπογραφή της συμφωνίας, η Εκκλησία παύει αυτομάτως να έχει οποιαδήποτε διεκδίκηση έναντι του ελληνικού κράτους.
Πρόκειται για ένα βήμα προς την κατεύθυνση της αυτονόμησης της Εκκλησίας της Ελλάδος, χωρίς αυτό μέχρι στιγμής να αποτελεί πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Το μοντέλο δηλαδή που υιοθετείται δεν είναι προφανώς ούτε το λεγόμενο γαλλικό, αλλά ούτε και το λεγόμενο γερμανικό, στο οποίο η μισθοδοσία των ιερέων κάθε θρησκείας στη Γερμανία καταβάλλεται από τις κατά τόπους δημοτικές αρχές στη βάση ειδικού φόρου-τέλους που καταβάλλουν οι πολίτες, εάν και εφόσον δηλώσουν στη δημοτική αρχή πως ανήκουν επιθυμούν να λατρεύουν συγκεκριμένο δόγμα. Το μοντέλο δηλαδή που υιοθετήθηκε είναι μία ενδιάμεση λύση, όπου το κράτος εξακολουθεί να εγγυάται τη μισθοδοσία των κληρικών της Ελληνικής Εκκλησίας, με τη μορφή επιδόματος.
Αναλυτικά ολόκληρο το Κοινό Ανακοινωθέν Πολιτείας-Εκκλησίας της Ελλάδος:
“Μετά από έναν πολυετή, αναλυτικό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, διάλογο ο οποίος διεξήχθη σε κλίμα κατανόησης και σεβασμού, έχουμε σήμερα τη δυνατότητα να προχωρήσουμε σε συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες που αφορούν τον εξορθολογισμό των σχέσεων μας.
Στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και στη διαμόρφωση της ταυτότητάς του.
Για τον λόγο αυτό, εκφράζουμε σήμερα την πρόθεσή μας να καταλήξουμε σε μια ιστορική Συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας που θα πάρει τη μορφή νομοθετικής ρύθμισης και πιο συγκεκριμένα προτείνουμε τα εξής:
1. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι μέχρι το 1939 οπότε εκδόθηκε ο αναγκαστικός νόμος 1731/1939 απέκτησε εκκλησιαστική περιουσία έναντι ανταλλάγματος που υπολείπεται της αξίας της.
2. Το Ελληνικό Δημόσιο αναγνωρίζει ότι ανέλαβε τη μισθοδοσία του κλήρου, ως με ευρεία έννοια, αντάλλαγμα για την εκκλησιαστική περιουσία που απέκτησε.
3. Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία αναγνωρίζουν ότι οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών.
4. Το Ελληνικό Δημόσιο δεσμεύεται ότι θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων, το οποίο θα αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τις μισθολογικές μεταβολές του Ελληνικού Δημοσίου.
5. Η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι μετά τη Συμφωνία αυτή παραιτείται έναντι κάθε άλλης αξίωσης για την εν λόγω εκκλησιαστική περιουσία.
6. Η ετήσια επιδότηση θα καταβάλλεται σε ειδικό ταμείο της Εκκλησίας και προορίζεται αποκλειστικά για τη μισθοδοσία των κληρικών, με αποκλειστική ευθύνη της Εκκλησίας της Ελλάδος και σχετική εποπτεία των αρμόδιων ελεγκτικών κρατικών αρχών.
7. Με τη Συμφωνία διασφαλίζεται ο σημερινός αριθμός των οργανικών θέσεων κληρικών της Εκκλησίας της Ελλάδος, καθώς και ο σημερινός αριθμός των λαϊκών υπαλλήλων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
8. Πιθανή επιλογή της Εκκλησίας της Ελλάδος για αύξηση του αριθμού των κληρικών δεν δημιουργεί απαίτηση αύξησης του ποσού της ετήσιας επιδότησης.
9.Το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
10. Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού.
11. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
12. Τα έσοδα και οι υποχρεώσεις του ΤΑΕΠ επιμερίζονται κατά ίσο μέρος στο Ελληνικό Δημόσιο και την Εκκλησία της Ελλάδος.
13. Τα ανάλογα ισχύουν και για τις περιουσίες των επιμέρους Μητροπόλεων, ήτοι των αμφισβητούμενων περιουσιών, αλλά και όσων οι Μητροπόλεις εθελοντικά παραχωρήσουν στο ΤΑΕΠ.
14. Η ήδη συσταθείσα με τον Ν.4182/2013 Εταιρεία Αξιοποίησης Ακίνητης Εκκλησιαστικής Περιουσίας μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών εντάσσεται επίσης στο ΤΑΕΠ και διοικείται με το σημερινό κατά νόμο καθεστώς.
15. Οι παραπάνω δεσμεύσεις των δύο μερών θα ισχύουν υπό την προϋπόθεση τήρησης της Συμφωνίας στο σύνολό της.
Τι δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας
«Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πλαίσιο συμφωνίας ιστορικού χαρακτήρα προς όφελος και των δύο πλευρών» ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, κ. Ιερώνυμο.
Στο Κοινό Ανακοινωθέν Εκκλησίας-Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν ο πρωθυπουργός και ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και το οποίο διάβασε ο κ. Τσίπρας αναφέρεται ότι “στόχος μας είναι να θέσουμε το πλαίσιο διευθέτησης και επίλυσης ιστορικών εκκρεμοτήτων, αλλά και να ενισχύσουμε την αυτονομία της Ελλαδικής Εκκλησίας έναντι του Ελληνικού Κράτους, αναγνωρίζοντας την προσφορά και τον ιστορικό της ρόλο στη γέννηση και τη διαμόρφωση της ταυτότητάς του”.
Στις προβλέψεις του Κοινού Ανακοινωθέντος Εκκλησίας-Πολιτείας, το οποίο διάβασε ο πρωθυπουργός, αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι “το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας”. “Το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση”.
“Σήμερα επιχειρούμε να κάνουμε ένα ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ’ ωφελεία της Πολιτείας και της Εκκλησίας”, τόνισε ο Αλ. Τσίπρας.
Ο Αλ. Τσίπρας διαβεβαίωσε τον Αρχιεπίσκοπο ότι η επικείμενη Συνταγματική Μεταρρύθμιση και ειδικότερα οι αλλαγές που αφορούν στο ‘Αρθρο 3, έχουν στόχο να αναβαθμίσουν το διακριτό ρόλο της Eκκλησίας, ενισχύοντας την αυτονομία της, αναγνωρίζοντας παράλληλα τη σημαντική προσφορά της στη γέννηση και διαμόρφωση της ταυτότητας του ελληνικού κράτους.
«Η διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα», ανέφερε.
“Ο διάλογός μας με την Eκκλησία της Ελλάδας ήταν και είναι πάντα ειλικρινής και θα είναι διαρκής”, σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας.
“Ακούμε τις απόψεις και τις επιφυλάξεις της, και όπως και το σύνολο των κομμάτων και των εκπροσώπων του λαού μας στην Εθνική Αντιπροσωπεία, όλοι μαζί θα λάβουμε υπόψη τις σκέψεις και τις προτάσεις που θα κατατεθούν κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και του διαλόγου που το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει για τη διαδικασία της Αναθεώρησής του”, είπε.
“Έχω την αίσθηση ότι σήμερα πράγματι γίνεται ένα ιστορικό βήμα. Όλα τα ιστορικά βήματα προς τα μπρος απαιτούν όραμα και διάθεση να κατανοήσει ο ένας τον άλλον”, τόνισε.
Ο πρωθυπουργός είπε ότι κάθε βήμα προς τα εμπρός βεβαίως δεν είναι χωρίς δυσκολίες, “αλλά όλοι κρινόμαστε από τα αποτελέσματα που δημιουργούμε και τις προθέσεις κι από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συνάντηση θέλω να πιστεύω εκπέμπει αλληλοσεβασμό, αλληλοκατανόηση, αγάπη και εκπέμπει και την πρόθεση μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλον”.
Ιερώνυμος: Η συμφωνία αυτή εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο
Σας ευχαριστώ για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας. Σας ευχαριστούμε διότι είστε συντελεστής σ’αυτή την ιστορική στιγμή σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός που η Εκκλησία θα αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, δεν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά ότι γίνεται πιο λειτουργική στην πραγματοποίηση των οραμάτων που έχει, δήλωσε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος αμέσως μετά τις δηλώσεις του πρωθυπουργού.
«Βρήκα ανταπόκριση στα ερωτηματικά μου και θέλω να σας ευχαριστήσω και στο συγκεκριμένο θέμα για το οποίο απόψε συναντηθήκαμε θα μας βρείτε στενούς συνεργάτες.
Πιστεύω ότι όλοι κρινόμαστε από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συμφωνία εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο.
Θα προχωρήσουμε σε ένα πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας. Να γίνει η Εκκλησία περισσότερο διάκονος του θελήματος του λαού» ανέφερε ο Αρχιεπίσκοπος.