«Πριν από 20 χρόνια έπεσε ειρηνικά το Τείχος του Βερολίνου. Για εμένα κάθε επέτειος είναι εντελώς ιδιαίτερη ημέρα ανασκόπησης και χαράς. Σήμερα, όμως, βιώνουμε την εξασθένηση της συνείδησης για τη σημασία εκείνου του απαξιωτικού για το Βερολίνο κτίσματος. Το τείχος δεν διχοτομούσε μόνο μια μεγαλούπολη χωρίζοντας οικογένειες. Το τείχος ήταν και σύμβολο για τη διχοτόμηση της Γερμανίας, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης σε ελεύθερο και ανελεύθερο κόσμο. Είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι εάν το 1989 δεν έπεφτε το τείχος, δεν θα είχε συντελεστεί η επανένωση της Γερμανίας και ότι οι εξελίξεις σε όλο τον κόσμο θα είχαν πάρει εντελώς διαφορετική τροπή. Μεγάλο μέρος της πολιτικής αποκλιμάκωσης της έντασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης οφείλεται στην υποστήριξη των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και του Μιτεράν, ενώ απεριόριστη ευγνωμοσύνη αξίζει στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που χάραξε τον δρόμο της γκλάσνοστ και της περεστρόικα – αλλά και που επέλεξε την ειρήνη και δεν κινητοποίησε εκείνον τον Νοέμβριο τα ρωσικά τεθωρακισμένα».
Χέλμουτ Κολ, καγκελάριος της Δυτ. Γερμανίας 1982-1988, από τον πρόλογο του βιβλίου του «Die Mauer» – «Το Τείχος»
«Αντιφασιστικό τείχος προστασίας»
Το Τείχος του Βερολίνου υψώθηκε μέσα σε μια νύχτα μεταξύ της 12ης και της 13ης Αυγούστου του 1961 από το τυραννικό καθεστώς της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας σε μια προσπάθεια να σταματήσει οριστικά η μαζική φυγή των κατοίκων που είχαν εγκλωβιστεί στον σοσιαλιστικό «παράδεισο» προς τον ελεύθερο κόσμο. Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου, ωστόσο, έκαναν λόγο για «το τείχος της ντροπής». Αντίθετα, η κομμουνιστική πλευρά μιλούσε για «αντιφασιστικό τείχος προστασίας» από τη μολυσμένη Δύση.
Έχει προηγηθεί η δήλωση του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι στη Διεθνή Διάσκεψη της Βιέννης, ότι οι ΗΠΑ δεν θα αντιδρούσαν σε μια πιθανή ανέγερση ενός εμποδίου ανάμεσα στο Ανατολικό και το Δυτικό Βερολίνο. Τη δήλωση του Κένεντι ακολούθησε ένα τηλεφώνημα του Σοβιετικού ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ στις 3 Αυγούστου στον Ανατολικογερμανό ηγέτη Βάλτερ Ούλμπριχτ, ότι είχε το ελεύθερο να προχωρήσει στη ανέγερση του τείχους. Το βράδυ της 13ης Αυγούστου, με εντολή του Ούλμπριχτ, το Ανατολικό Βερολίνο σφραγίζεται μέσα στα τείχη του.
Ήδη στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 1949 και του 1961 υπολογίζεται ότι διέφυγαν από τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας πάνω από τρία εκατομμύρια πολίτες, κυρίως νέοι, δημιουργώντας έλλειψη εργατικού δυναμικού στην οικοδόμηση του σοσιαλιστικού οράματος. Ταυτόχρονα, αυτό το γεγονός αποτελούσε και μια εκκωφαντική αποδοκιμασία των πολιτών στο καθεστώς. Πριν από την ανύψωση του τείχους, η διαφυγή στη Δύση δεν αποτελούσε πρόβλημα, καθώς αρκεί να έπαιρνες το μετρό ή τον βερολινέζικο σιδηρόδρομο για να περάσεις τα «ιδεολογικά» σύνορα. Το Βερολίνο, μάλιστα, λειτουργούσε σαν η μόνη αφύλακτη πύλη εισόδου προς τη Δύση, την οποία είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν Πολωνοί και Τσέχοι. Οι Γερμανοί αποκαλούσαν τη φυγή αυτή από τη ΓΛΔ προς την καπιταλιστική ΟΔΓ «ψήφο μέσω των ποδιών». Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων εβδομάδων του Αυγούστου του 1961, εν μέσω οργιωδών φημών, περισσότεροι από 47.000 Ανατολικογερμανοί πολίτες διέφυγαν στη Δυτική Γερμανία μέσω του Βερολίνου. Ήταν και οι τελευταίοι που πρόλαβαν!
Καθώς ο Δυτικός Τομέας του Βερολίνου βρισκόταν μέσα στη σοβιετική επικράτεια της Γερμανίας, περικυκλώθηκε με μια σύνθετη στρατιωτική κατασκευή, η οποία αποτελούνταν από δύο τείχη ύψους 3,6 μέτρων, δημιουργώντας έναν διάδρομο περιπολίας. Ταυτόχρονα υψώθηκαν 302 παρατηρητήρια και συστήματα συναγερμού, ενώ αναπτύχθηκαν 14.000 οπλισμένοι σαν αστακοί φύλακες μαζί με 600 εκπαιδευμένα σκυλιά στην αντιμετώπιση της καπιταλιστικής διείσδυσης. Όλα αυτά, πακεταρισμένα από μια σειρά καλωδιωτών πλεγμάτων. Ακόμα και σήμερα παραμένει αδιευκρίνιστος ο αριθμός των θυμάτων αυτής της ανατολικογερμανικής δυστοπίας. Άνθρωποι που πυροβολήθηκαν και εξοντώθηκαν φυσικά από Ανατολικογερμανούς και Σοβιετικούς συνοριοφύλακες στην προσπάθειά τους να περάσουν τα συρματοπλέγματα και να βρεθούν στην «απέναντι όχθη» των ελευθέρων οριζόντων!
«Έχασα, αλλά η περεστρόικα κέρδισε»
«Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες (από την πτώση), αλλά δεν ήταν απροσδόκητη. Μεγάλες αλλαγές ήταν σε εξέλιξη στη Σοβιετική Ένωση και στην Ανατολική Ευρώπη. Από την εποχή του πολέμου, ένα μεγάλο πρόβλημα είχε παραμείνει άλυτο: αυτό μιας διαιρεμένης Ευρώπης, που αφορούσε κυρίως τους Γερμανούς (…). Θα μπορούσε η πτώση του τείχους να μην είχε οδηγήσει σε κατάρρευση του κομμουνισμού; Ναι, πιθανώς. Αν ο Πρόεδρος Έρικ Χόνεκερ είχε αρχίσει τις μεταρρυθμίσεις για τον εκδημοκρατισμό της χώρας δύο ή τρία χρόνια νωρίτερα. Ο κόσμος το ήθελε. Σε όλες τις άλλες χώρες η αλλαγή προχωρούσε. Η ΕΣΣΔ, προπύργιο του σοσιαλισμού, άλλαζε. Ο Χόνεκερ δεν έκανε τίποτα (…). Η ΕΣΣΔ άλλαζε με μια νέα γενιά ηγετών. Δίχως τις αλλαγές αυτές, ο Ρίγκαν θα μπορούσε να χορέψει όποιον χορό ήθελε στο Βερολίνο. Το τείχος θα ήταν ακόμα εκεί (…). Είναι οι εσωτερικές συγκρούσεις για το μέλλον της ΕΣΣΔ που βρίσκονται στη ρίζα της κατάρρευσής της. Μέχρι την τελευταία στιγμή πίστευα ότι η ένωση των δημοκρατιών μας μπορούσε να επιβιώσει. Έγιναν λάθη. Η δημοκρατία της Ρωσίας κυβερνιόταν από ανθρώπους που ενεργούσαν κατά της περεστρόικα… ήταν σαν τα ζώα, διψασμένοι για εξουσία και κατέστρεψαν τη χώρα, την ένωση, την οικονομία και το ίδιο το μέλλον τους (…). Ως πολιτικός μπορεί να έχασα, όμως οι πολιτικές που υπερασπίστηκα βοήθησαν να γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις ώς το 1991. Η περεστρόικα έφτασε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή. Έχασα, αλλά η περεστρόικα κέρδισε».
Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος γενικός γραμματέας Κ.Ε. Κομμουνιστικού Κόμματος ΕΣΣΔ, «Le Temps»
Ενωμένη Γερμανία
Οι φυλακές, ωστόσο, γράφουν την ιστορία των αποδράσεων. Το τείχος που υψώθηκε, δημιούργησε ταυτόχρονα την ακαταμάχητη επιθυμία να γκρεμιστεί. Όλα αυτά τα χρόνια, το όνειρο κάθε Ανατολικοβερολινέζου ήταν να κόψει πρώτος το νήμα του συρματοπλέγματος ξεπερνώντας τις σφαίρες που τον καταδίωκαν. Φιλόδοξο, ναι. Ωστόσο, όχι ακατόρθωτο. Κατά τη διάρκεια του χωρισμού της πόλης στα δύο σημειώθηκαν μια σειρά από προσπάθειες αποδράσεων.
«Το γεγονός μάς συντάραξε και περιμέναμε να δούμε εάν επρόκειτο να εξελιχθεί ειρηνικά. Δεν ξέραμε πώς θα αντιδρούσε η αστυνομία ή την αντίδραση της κομμουνιστικής ηγεσίας. Παρακολουθούσαμε προσεκτικά ό,τι συνέβαινε. Αυτό που είχε σημασία, όμως, ήταν ό,τι ακολούθησε τις επόμενες εβδομάδες. Ο καγκελάριος Κολ και ο Γκορμπατσόφ, αλλά και ο Πρόεδρος Μπους ο πρεσβύτερος, ενέτειναν την επικοινωνία τους, ώστε να προλάβουμε επεισόδια που θα μπορούσαν να κοστίσουν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους. Περιμέναμε να δούμε τι θα συμβεί. Επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων συναντήθηκαν στα Ηλύσια Πεδία, καθώς η Ε.Ε. ήταν υπό γαλλική προεδρία. Αρχίσαμε να εξηγούμε ότι δεν υπήρχε κάτι που να προκαλεί ανησυχία, αν και πολλοί ενίσταντο στη γερμανική ενοποίηση. Δουλέψαμε πολύ σκληρά προς αυτή την κατεύθυνση. Τον Απρίλιο του 1990, το σύνολο της ευρωπαϊκής κοινότητας αναγνώρισε την πρόθεση της Γερμανίας για ενοποίηση (…)».
Ζακ Ντελόρ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Euronews