O Βλάχικος Γάμος της ΘΗΒΑΣ– Ένα Πανάρχαιο Έθιμο-ΒΙΝΤΕΟ-ΦΩΤΟ

Ένα κατάλοιπο της πανάρχαιης Διονυσιακής λατρείας. Ένα από τα γραφικότερα λαϊκά έθιμα της Βοιωτίας είναι ο Βλάχικος γάμος της Θήβας που γίνεται την Καθαρή Δευτέρα και συγκεντρώνει το ενδιαφέρον πολλών επισκεπτών. Ο «Βλάχικος γάμος» είναι κατάλοιπο της πανάρχαιης λατρείας του θεού Διονύσου που διαιωνίζει την οργιαστική θρησκεία του γιου της Σεμέλης στη χώρα των μεγάλων θρύλων, στη Θήβα. Το έθιμο τούτο, παραλλαγή ενός γάμου Βλάχων, φέρνει στο προσκήνιο και στο νου του θεατή ένα πλήθος από προβλήματα που ανάγονται στη σχέση του με τα πανάρχαια λατρευτικά έθιμα της Διονυσιακής θρησκείας, στην καταγωγή των «Βλάχων», στη μεταφορά του εθίμου από τις βουνοκορφές της Πίνδου στην πόλη του Κάδμου και πολλά άλλα.

Οι εκδηλώσεις αρχίζουν από την Τσικνοπέμπτη. Πριν, όμως, μιλήσουμε για την τελετή, χρήσιμο είναι να ρίξουμε ένα βλέμμα στην ιστορία του «Γάμου» όπως το βρίσκουμε τελούμενο στη σημερινή Θήβα. Πρώτοι «πρωταγωνισταί» αναφέρονται οι Νικόλαος Κόκκινος (ή Αργυρίου) και Απόστολος Γιαννούλας (1850-1870).

Όπως βλέπουμε, ο ρόλος των πρωταγωνιστών διαρκεί μια ολόκληρη εικοσαετία. Ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές υπάρχει μια διαφορά ηλικίας, ώστε όταν (όσον γε τανθρώπεια) πεθάνει ο γεροντότερος και τη θέση του την πάρει κάποιος άλλος, να υπάρχει πάντα κάποιος μυημένος να του διδάξει το ρόλο του. H τελετή, που καθώς είπαμε αρχίζει την Τσικνοπέμπτη, ανοίγει με «νταούλια» και «πίπιζες» και γερό φαγοπότι. Οι «γερο-συμπέθεροι» συναντιούνται κι αρχίζει η κουβέντα για την «προίκα» της νύφης. Αφού τα συμφωνήσουν τελειώνει το «προξενειό» κι αρχίζουν πια πυρετικά οι προετοιμασίες για τα σχετικά με το γάμο.

Παλιότερα η τελετή άρχιζε απ’ το βράδυ του Σαββάτου και συνεχιζόταν ως τη νύχτα της Δευτέρας, ασταμάτητα, όπως ακριβώς γίνονταν και στους αληθινούς γάμους σε πολλά χωριά της Βοιωτίας. Τούτο, όμως, απαιτούσε μεγάλη αντοχή κ’ έτσι, απ’ το 1930, η τελετή αρχίζει το απόγευμα της Κυριακής.

Αρχιτελετάρχης σ’ όλη τούτη τη γραφική ιεροτελεστία είναι ο «καπετάνιος» των Βλάχων, που κρατάει στα χέρια του μια πανύψηλη γκλίτσα που ξεπερνάει τα δυο μέτρα, διακριτικό σύμβολο της εξουσίας του, την οποία υπογραμμίζουν συνάμα το ύψος του σώματος του και η επιβλητική του ρωμαλεότητα. Φορεί στο κεφάλι του μια χρυσοκέντητη μαύρη σκούφια και η υπόλοιπη ενδυμασία του είναι γραφική: Φαρδομάνικο λευκό πουκάμισο με πιέττες και πάνω απ’ αυτό φέρμελη χρυσοκέντητη (είδος γιλέκου), κοντή φουστανέλα λερή, λευκές καλά τεντωμένες κάλτσες στα πόδια, μεταξωτές επιγονατίδες κάτω από το γόνατο (με φούντα στο πλάι), κόκκινα πετσωμένα τσαρούχια με μεγάλη μαύρη φούντα και στη μέση πολύχρωμο ζουνάρι και σελάχι φορτωμένο με ασημένιες σπάθες και κουμπούρια. Στο χέρι του κρατάει ένα ασημένιο βούρδουλα, ενώ διάφορα ασημικά πάνω στο στήθος, ένα χρωματιστό μεγάλο μαντίλι και η μεγάλη κεντητή καπνοσακκούλα που κρέμεται στο πλάι απ’ το σελάχι, συμπληρώνουν τη γραφική αμφίεση, η οποία θυμίζει τη λεβεντιά και τη γενναιότητα των κλεφτών του ’21. Αυτή την αμφίεση, με μικρές παραλλαγές, έχει όλη η παρέα των Βλάχων. Αλλά αυτά στα πρώτα χρόνια της αναβίωσης του εθίμου.

Το απόγευμα της Κυριακής ακούγεται ο πρώτος ήχος του νταουλιού και της πίπιζας στο σπίτι του καπετάνιου, ένα χαρμόσυνο κάλεσμα των παλικαριών που μετέχουν στο «γάμο». Την ώρα χου πρώτου τραγουδιού ο καπετάνιος δρασκελάει το κατώφλι του σπιτιού του και φτάνει στην αυλή, όπου τον περιμένει ο Πανούσης με το φλάμπουρο (κόκκινο μαντίλι με αστέρια, δεμένο σε ένα καλάμι) στο χέρι του. Πάνω στην κορφή του καλαμιού μπηγμένο ένα φρούτο (μήλο ή πορτοκάλι) και πάνω σ’ αυτό καρφωμένα γαρύφαλλα. Καμαρωτός κι αγέρωχος ο καπετάνιος, ακολοθούμενος από τον Πανούση και τους οργανοπαίχτες, περιέρχεται τα σπίτια των παλικαριών και φροντίζει για τη σύναξη τους.

Στο πρώτο σπίτι, με το χαρακτηριστικό «κάλεσμα» της πίπιζας, πετιέται το πρώτο παλικάρι της συντροφιάς, ανταλλάσσει φίλημα με τον καπετάνιο και γίνεται μέλος της συντροφιάς, ενώ η οικοδέσποινα φιλεύει τους επισκέπτες κρασί ή κάτι άλλο. Το παλικάρι ακολουθεί τη συντροφιά για να πάνε σε άλλο σπίτι για κάλεσμα. Έτσι συγκεντρώνονται τα μέλη της μιας συντροφιάς και ξεκινούν κατόπιν για το σπιτικό της νύφης, που την παίρνουν μαζί τους. Το ίδιο γίνεται για το γαμπρό από την άλλη συντροφιά των Βλάχων. Οι δύο συντροφιές (της νύφης και του γαμπρού) δεν επιτρέπεται να σμίξουν ως τη Δευτέρα που θα γίνει ο γάμος.

Αφού ο πατέρας της νύφης δεχτεί, αρχίζει η διαπραγμάτευση της προίκας. Τάζει πρόβατα και γίδια, βόδια και προικιά ο πατέρας της νύφης. Ύστερα φιλιούνται σταυρωτά οι δυο συμπέθεροι, κλείνοντας τη συμφωνία. Κατόπιν ρίχνονται τρεις ντουφεκιές από τον καπετάνιο του γαμπρού, για να επιβεβαιώσει και να ειδοποιήσει τους απόντες πως ο αρραβώνας έγινε. Η πίπιζα και το νταούλι αρχίζουν χαρούμενο σκοπό και ο αγγελιαφόρος τρέχει να αναγγείλει στο γαμπρό πως το προξενιό έγινε. Η συντροφιά του γαμπρού φτάνει σε λίγο στην καλύβα της νύφης και τότε ρίχνονται τρεις κουμπουριές κι αρχίζει ο χορός. Σε λίγο ο πατέρας της νύφης παίρνει τη νύφη απ’ την καλύβα και τη φέρνει έξω. Άλλες τρεις κουμπουριές αντηχούν και ο γαμπρός δίνει ένα φίλημα στο μέτωπο της νύφης. Ύστερα χορεύει πρώτη η νύφη. Ακολουθεί ο γαμπρός και κατόπιν αρχίζει το φαγοπότι. H νύφη προσφέρει στο γαμπρό την «προπύρα» που έψησε απ’ το πρωί κ’ εκείνος τη δίνει στον καπετάνιο. H προπύρα μοιράζεται στα παλικάρια.

Πάνω σ’ ένα αραμπά φορτώνονται τα προικιά της νύφης. Τα πρόβατα που έταξε ο πατέρας της νύφης ακολουθούν την πομπή. Οι γερο-συμπέθεροι είναι καβάλα σε δύο γαϊδουράκια. H γαμήλια πομπή είναι γραφική. Τα φλάμπουρα και τα παιδάκια προηγούνται. Ακολουθούν τα λαϊκά όργανα και κοντά ο «θεατρίνος» και τα πρόβατα. Μετά ακολουθούν τα δύο γαϊδουράκια με τους «γερο-συμπέθερους», ο γαμπρός με τη νύφη (πιασμένοι απ’ το μπράτσο), πλάι ο αραμπάς κ’ έπειτα οι καπεταναίοι με τα παλικάρια. H πομπή πορεύεται γεμάτη κέφι, εορταστικό πανδαιμόνιο, που δημιουργείται με τους ήχους της πίπιζας και των νταουλιών, και διάχυτη ευθυμία, που προκαλείται απ’ τα καμώματα και τα πειραχτικά λόγια των θεατρίνων. Όταν η πομπή φτάσει στον τόπο όπου θα γίνει ο γάμος (στην αγορά) οι δύο συντροφιές χωρίζονται και πηγαίνουν η μια στην καλύβα του γαμπρού και η άλλη στην καλύβα της νύφης. Γίνεται το συγύρισμα της νύφης και το ξύρισμα του γαμπρού.

Οι συμπέθεροι της νύφης τραγουδούν τούτο το χαρακτηριστικό τραγούδι:«Να ο γαμπρός που έρχεταιστο γάιδαρο καβάλα,φορεί τσαρούχια από λαγόκαι σκούφια από κουνάβι•βρε γαμπρέ, βρε μακροπούτσηπου χεις πούτσα σα μαρκούτσι».Και του γαμπρού η συντροφιά λέει τούτο το τραγούδι:«Νυφούλα μ’ δεν εντράπηκεςτον δόλιο πεθερό σου;Ήρθα και σ’ αρρεβώνιασαμε χίλιους συμπεθέρους•βρε δεν είχες την τιμή σουκ’ έχεις τρύπιο το μουνί σου».

vlaxikos gamos thiva
vlaxikos gamos thiva

Ύστερα απ’ το ξύρισμα του γαμπρού αρχίζει ο σατιρικός διάλογος ανάμεσα στους δύο συμπεθέρους. Πρώτος ανεβαίνει σε μια ράχη (εικονική) ο πατέρας του γαμπρού και φωνάζει στον συμπέθερο:- Συμπέθερ’, ε συμπέθερ’! Έβγ’ εσύ στη μια ράχ’ κι εγώ στην άλλ’ ν’ να κρυφοκουβεντιάσουμι!Ο πατέρας της νύφης αποκρίνεται και αρχίζει ο διάλογος. Πρώτος αρχίζει ο πατέρας του γαμπρού:- Του πδιμ’ του πδισ’ δεν του θέλ’.- Γιατί ουρέ συμπέθερ’;- Έχει σφάλμα τρανό! Ο γάμους δεν γιένετ’!- Ουρέ τί σφάλμα;- Τάξε πανωτίμ’ να σου ειπώ.- Σ’ δίνου ‘ν’ γίδα ‘ν’ κουτσοκέρα, τουν γάιδαρο τον κ’ τσό, το κριάρ’ το στραβό.- Τάξε! Τάξε!- Πες ουρέ τί έχ’;- Ουρ’ είναι πατημένη!- Τί πάτ’μα έχ’;Ο διάλογος εξακολουθεί με διάφορες παρόμοιες φράσεις, συχνά αυτο¬σχέδιες, και ύστερα ο πατέρας του γαμπρού κατεβαίνει απ’ τη ράχη προφέροντας τη λέξη που δείχνει πως η νύφη δεν έχει την τιμή της.

Ο πατέρας της νύφης προσφέρει πολύ περισσότερα απ’ όσα είχε τάξει στην αρχή και έτσι ο γάμος δεν διαλύεται. Αμέσως ακολουθεί χορός με το γαμπρό και τη νύφη, ενώ το άφθονο κρασί που προσφέρεται σε όλους δημιουργεί γενική ευθυμία. Το κέφι φουντώνει και το γλέντι γίνεται πάνδημο. Ντόπιοι και ξένοι πίνουν και χορεύουν αδιάκοπα.

viotikoskosmos

Σχετικά