Σαν σήμερα στις 16 Μαρτίου 1941 γεννήθηκε ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ο οποίος υπήρξε ένας από τους κορυφαίους κινηματογραφικούς σκηνοθέτες που ανέδειξε η Ιταλία, με σημαντικό έργο κυρίως τη δεκαετία του 70.
Το 1972 σκηνοθέτησε το ερωτικό δράμα «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» προκαλώντας παγκόσμιο σκάνδαλο, ενώ το 1988 κέρδισε Όσκαρ καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας για την ταινία του «Ο τελευταίος αυτοκράτορας».
Σε όλη του τη ζωή προσπάθησε να διεισδύσει, προκειμένου να αποδομήσει, στους μηχανισμούς της εξουσίας, σε μια αέναη αντιπαράθεση με τους νόμους της ιστορίας. Ένα πάντρεμα δύσκολο. Στο σινεμά είχε να ανταγωνιστεί τα ιερά τέρατα της εποχής του, τον Φελίνι και τον Παζολίνι, τον Βισκόντι και βεβαίως τους έξοχους αδελφούς Ταβιάνι.
Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι πέθανε στις 26 Νοεμβρίου 2018 στη Ρώμη, έπειτα από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, εξαιτίας χρόνιου προβλήματος με τη μέση του. Από το 1979 ήταν παντρεμένος σε τρίτο γάμο με την Aγγλίδα σεναριογράφο Κλερ Πέπλοου.
Τα πρώτα βήματα
Γεννήθηκε στην Πάρμα και ήταν γιος του ποιητή, ιστορικού και κινηματογραφικού κριτικού, Ατίλιο Μπερτολούτσι (1911-2000). Ποιητής και ο ίδιος, ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα ως βοηθός του Πιερ Πάολο Παζολίνι στην ταινία «Ακατόνε» (1961), το ύφος της οποίας επηρέασε την πρώτη του ταινία «Βίαιος θάνατος» (1962), που είχε ως θέμα της την αστυνομική έρευνα για τον θάνατο μιας πόρνης στην Σικελία. Βαθιά πολιτικοποιημένος και ενταγμένος στην Αριστερά, όπως και άλλοι σπουδαίοι Ιταλοί σκηνοθέτες, δήλωνε κομμουνιστής, αλλά δεν εντάχθηκε στο ΚΚΙ, παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 60.
Το 1964, γύρισε το ρομαντικό δράμα «Πριν από την επανάσταση», ταινία που ένα μέρος της είναι αυτοβιογραφικό κι ένα άλλο της βασισμένο στο μυθιστόρημα του Σταντάλ «Μοναστήρι της Πάρμας». Πρωταγωνιστούσε η πρώτη του σύζυγος Αντριάνα Άστι, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Ακολούθησε «Ο σύντροφος » (1968), ενώ στη συνέχεια σκηνοθέτησε ένα σκετς της σπονδυλωτής ταινίας «Amore e rabbia» («Αγάπη και Οργή»,1969) και έγραψε το σενάριο της ταινίας του Σέρτζιο Λεόνε «Κάποτε στη Δύση» (1969).
Η κορύφωση της καριέρας του
Η δεκαετία του 70 ήταν η πιο δημιουργική της καριέρας του, σε μια περίοδο που ο ιταλικός κινηματογράφος βρισκόταν στα πρόθυρα της παρακμής. Το 1970 σκηνοθέτησε την ταινία «Η στρατηγική της αράχνης» εμπνευσμένη από ένα διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, με θέμα την ιστορία ενός αντιφασίστα ήρωα που αποδεικνύεται προδότης. Θα ακολουθήσει τον επόμενο χρόνο η ταινία «Ο Κονφορμίστας», βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, με θέμα την ιστορία ενός πολιτικού χαμαιλέοντα, που από δραστήριος φασίστας θα περάσει στην αντίπερα όχθη μετά την πτώση του φασισμού στην Ιταλία το 1943.
Το 1972, θα σκηνοθετήσει το ερωτικό δράμα «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» με θέμα τον ψυχοφθόρο έρωτα ενός ώριμου αμερικανού (Μάρλον Μπράντο) και μιας νεαρής παριζιάνας (Μαρία Σνάιντερ). Η ταινία θα προκαλέσει παγκόσμιο σκάνδαλο για τις «ωμές» ερωτικές σκηνές και θα απαγορευτεί ή θα «πετσοκοφτεί» σε πολλές χώρες του κόσμου. Καθιέρωσε όμως τον Μπερτολούτσι ως ένα από από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες στον ευρωπαϊκό χώρο.
Ακολούθησε το πιο φιλόδοξο εγχείρημά του, το επικό και μεγαλειώδες «1900» (1975), που καταγράφει την πορεία της Ιταλίας μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από την παράλληλη ιστορία δύο νέων, του γιου ενός τσιφιλικά (Ρόμπερτ Ντε Νίρο) και του γιού ενός χωρικού (Ζεράρ Ντεπαρντιέ), που γεννήθηκαν την πρωτοχρονιά του 1900. Η χρυσή δεκαετία του 70 για τον Μπερτολούτσι θα κλείσει με το ψυχαναλυτικό μελόδραμα «Το Φεγγάρι», με θέμα την σχέση μιας λυρικής καλλιτέχνιδας με τον 15χρονο γιο της.
Η δεκαετία του ογδόντα άνοιξε για τον ιταλό δημιουρυργό με την ταινία «Η τραγωδία ενός γελοίου ανθρώπου (1981), με ρεσιτάλ ηθοποιίας από τον Ούγκο Τονιάτσι, στον ρόλο ενός μικροεπιχειρηματία, που αμφιταλαντεύεται αν θα πρέπει να πληρώσει τα λύτρα των απαγωγέων του γιου του ή αν θα πρέπει να σώσει την καταρρέουσα επιχείρησή του.
Η διεθνής αναγνώριση και η παρακμή
Τα επόμενα χρόνια θα γυρίσει μια σειρά διεθνών εμπορικών παραγωγών, που όμως δεν προσθέτουν το παραμικρό στο έργο του. Η κριτική θα κάνει λόγω για απώλεια «των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του» και της «επαναστατικής του ψυχής». Η αρχή θα γίνει με την ταινία «Ο τελευταίος αυτοκράτορας (1987), με ήρωα τον τελευταίο αυτοκράτορα της Κίνας Που Γι, που απέσπασε εννέα Όσκαρ (1988), ανάμεσά τους και εκείνο της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Θα ακολούθησαν οι ταινίες «Τσάι στη Σαχάρα» (1990), «Ο Μικρός Βούδας» (1994), «Κλεμμένη Ομορφιά» (1996), «Πολιορκία μιας γυναίκας» (1998), «Οι Ονειροπόλοι» (2003), με θέμα ένα νεανικό έρωτα στα χρόνια του Γαλλικού Μάη του 68 και «Εγώ και Συ» (2012).
Μεταξύ των πολλών βραβείων με τα οποία τιμήθηκε, ξεχωρίζουν ο Χρυσός Λέοντας του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (2007) και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών (2011), και τα δυο για το σύνολο του έργου του.
Πολέμησε με νύχια και με δόντια για να επιβάλει στο «πανί» τη λογική της ανίχνευσης των πραγματικών στοιχείων που καθορίζουν μια ιστορική περίοδο ή ένα ιστορικό γεγονός. Αντιφασίστας μέχρι το κόκκαλο και αριστερός μέχρι το μεδούλι, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι δεν διάλεξε τον εύκολο δρόμο για να αποτυπώσει το ίχνος της ιστορίας παράλληλα με τη ζωή των ανθρώπων που είτε πρωταγωνίστησαν σε αυτήν την ιστορική εξέλιξη είτε χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το ξέρουν ήταν αυτοί που έγραψαν την ιστορία. Ξεκινώντας από τη «Στρατηγική της Αράχνης» και φθάνοντας στο μοναδικό «1900» ο Μπερτολούτσι πέρασε από τον έξοχο «Κομφορμίστα» για να καταλήξει στο για πολλούς αμφιλεγόμενο αλλά ιδιαίτερα σημαντικό μόνο και μόνο για την ερμηνεία του Μάρλον Μπράντο, αυτό το «Τελευταίο Τανγκό στο Παρίσι», το οποίο του δημιούργησε πολλούς φίλους αλλά και πολύ περισσότερους εχθρούς.
Ο Μπερτολούτσι ήταν πάνω από όλα ακαδημαϊκός. Ήταν δηλαδή πανεπιστημιακός δάσκαλος σε έναν τομέα που στην εποχή του, στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα δηλαδή, η πανεπιστημιακή έρευνα άρχισε να μαθαίνει από την αρχή να διαβάζει την ιστορία. Είτε στα αμφιθέατρα, είτε στα εργαστήρια, είτε στα μουχλιασμένα αρχεία. Ήταν αυτή η νέα ματιά στην ανάγνωση της ιστορικής πορείας, ιδιαίτερα στην πολύπλοκη περίοδο του 19ου και του 20ού αιώνα. Ανταμείφθηκε με πολλά βραβεία. Στη δύση της καριέρας του προχώρησε στην υλοποίηση ενός αμφιλεγόμενου στοιχήματος γυρίζοντας το επικό «Ο τελευταίος αυτοκράτορας». Μέσα από μια σπάνια ερμηνεία, την τελευταία του ίσως, του Πίτερ Ο’ Τουλ, ο Μπερτολούτσι δεν ευτύχισε ως προς τις κριτικές με την ολοκλήρωση αυτής της ταινίας. Αντιθέτως, πολλοί είπαν πως δεν του «ταίριαζε». Πως ήταν μια «μαύρη τρύπα» στην κινηματογραφική λογική της ζωής του. Υπέστη την επίθεση γνωστών αιρετικών και ενδεχομένως «καθ’ έξιν» αιρετικών συναδέλφων του. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ ή «το κακό παιδί του σινεμά» απέρριψε τον «Τελευταίο Αυτοκράτορα» καταγγέλλοντας τον Μπερτολούτσι πως «παραδόθηκε στο Hollywood». Είναι χαρακτηριστικό των μεγάλων δημιουργών κάποια στιγμή να προκαλούν τους οπαδούς τους με κάτι το διαφορετικό. Αυτό συμβαίνει σε όλους τους μεγάλους δημιουργούς. Κάποια στιγμή ένα τέτοιο δημιούργημα θα μπορούσε να κοστίσει ακόμη και τη ζωή τους, όπως συνέβη με το «Σαλό» ή «120 Ημέρες στα Σόδομα» του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η ουσία είναι ότι για τις γενιές των ανθρώπων που γεννήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μπερτολούτσι ήταν ένας φάρος.
Έφυγε στα 77 του χρόνια αφήνοντας πίσω του ένα ανεξίτηλο ίχνος τόσο πάνω στο πανί όσο και στα βιβλία του. Πέρασε από το Κομμουνιστικό Κόμμα σε πείσμα των καιρών, αν και ήταν γονιδιακά αιρετικός. Όπως λένε οι μεγάλοι σοφοί, «η σοφία συνίσταται στο να καταφέρεις να ζεις με τις αντιφάσεις σου». Ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι το κατάφερε…
Η Στρατηγική της Αράχνης
Tα έργα του:
1964:Πριν την επανάσταση
1970:Η στρατηγική της αράχνης
1970:Ο κομφορμίστας
1972:Το τελευταίο τανγκό στο Παρίσι
1976: 1900
1987:Ο τελευταίος αυτοκράτορας
1993:Ο μικρός Βούδας
2003:Οι ονειροπόλοι
2012:Εγώ και εσύ
37o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – 8-17 Νοεμβρίου 1996