ΛΙΒΑΔΕΙΑ: Μέρες χαράς, λύπης και νοσταλγίας

Του Πέτρου Μακρή

Στο εκούσιο πάθος του Ναζωραίου έρχεται η λύτρωση της Ανάστασης

Γεννήθηκα και πέρασα τα εφηβικά μου χρόνια στη Λιβαδειά. Αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας πόλης που συνδύαζε τα χαρακτηριστικά ενός πυρήνα ζωής της αγροτιάς, του εμπορίου και γοητευτικής τότε βιομηχανίας του «λευκού άνθρακος». Έτσι ονομάζουν οι λόγιοι της εποχής την ανανεώσιμη πηγή ενέργειας, δηλαδή το νερό, που αναβλύζει στην καρδιά του ιστορικού κέντρου της πόλης μας, από τις πηγές της Έρκυνας, αυτού του πανέμορφου ποταμιού, που με τις τεράστιες φτερωτές ρόδες του κινούσε πάνω από 15 μονάδες από εκκοκιστήρια βαμβακιού, νηματουργεία, βαφεία, υφαντήρια, υδρόμυλους για αλεύρι, αλλά και δύο μονάδες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.

Η γενέτειρά μου Λιβαδειά θα μείνει στα τρίσβαθα της ψυχής μου για τον επιπρόσθετο λόγο, ότι το πατρικό μου σπίτι με τις δύο λιθόκτιστες νεοβυζαντινές κάμαρες και την κεραμοσκεπή του ανήκε σε μία γειτονιά με όλες τις κοινωνικές διαστρωματώσεις. Εργάτες και εργάτριες εκκοκιστηρίων και νηματουργείων. Αγρότες με τις σούστες και τα τετράτροχα πανέμορφα κάρα. Έμποροι, βιομήχανοι, μεταπράτες, επιστήμονες, αλλά και χειρόνακτες μεροκαματιάρηες, σε μία συνύπαρξη με χαρές, λύπες και απογοητεύσεις. Μια μικτή κοινωνία. Ένα σχολείο χωρίς δασκάλους και από καθέδρας αναλυτές.

Α, ξέχασα και τις καροσερί, τα συνεργεία κατασκευής των λεωφορείων με τις πασίγνωστες τότε φίρμες, που εφοδίαζαν τη μισή Ελλάδα με μερακλήδικες κατασκευές. Ξέχασα τα συνεργεία επισκευής αυτοκινήτων, τα βουλκανιζατέρ. Τα σιδεράδικα και τα καροποιεία. Τα τελευταία, αληθινή ταινία ιταλικού νεορεαλισμού. Συνδύαζαν τα φυσερά με τα σφυριά και τ’ αμόνια, όπου σφυρηλατούσαν τις σιδερένιες ρόδες. Πυρακτωμένες όπως ήταν, τις εφάρμοζαν με τσιμπίδες στις ξύλινες ρόδες των κάρων. Τις κατάβρεχαν με νερό και με τη συστολή τους εφάρμοζαν σφυγμένες στις ξύλινες ρόδες… Ένας κόσμος μαγικός και συναρπαστικός στο παιδικό μας βλέμμα…

Υδροκίνητος αλευρόμυλος του περασμένου αιώνα (σήμερα στεγάζει το δημοτικό Συνεδριακό Κέντρο Λιβαδειάς). Ελαιογραφία μου σε μουσαμά (1988).

Αυτό τον κόσμο αναπολώ, σε κάθε μεγαλοβδομάδα. Ένα κόσμο αγαπητικής συνύπαρξης στα πικρά και μαύρα χρόνια της εμφυλιοπολεμικής Ελλάδας. Φτωχοί, πλούσιοι, μεσοαστοί, χαιρετιόντουσαν με τα μικρά τους. Ο Φώτης, η Δέσποινα, ο Μητσάρας, ο κυρ Στέλιος, η Αικατερίνη, η χορατατζού Σταθού (Ευσταθία) ο λόγιος Ωρίων, ο υπέροχος νεοϊμπρεσσιονιστής ζωγράφος και αγιογράφος Θόδωρος Λαζαρής με τη συμβία του, την ευγενέστατη αδελφή του Χριστόφορου Νέζερ. Άσημοι και διάσημοι. Με μια ψυχή παρακολουθούσαν το θείο δράμα. Με κορύφωση το δραματικό και σπαρακτικό «Σήμερον κρεμάται» με τις πένθιμες καμπάνες. Ή τη φωνή των κορυφαίων ερμηνευτών της βυζαντινής μουσικής, τους ψάλτες, τον Γιάννη Μελισσάρη και Στάθη Δημακόπουλο, με τον αριστερό ψάλτη τον Περικλή…

Το εγκαταλελειμμένο υδροκίνητο εργοστάσιο Παπαϊωάννου σε ακουαρέλα μου το 1995.Προοριζόταν για λιβαδείτικο Μουσείο Υδροκίνησης. Τελικά με την αδιαφορία και την ασυνεννοησία των υπευθύνων κατάντησε σωρός ερειπίων με τα μηχανήματά του βυθισμένα στις λάσπες του ποταμού…

Στο εκούσιο πάθος του Ναζωραίου έρχεται η λύτρωση της Ανάστασης, όπου η αρχόντισσα της ανατολικής Ρούμελης, η πατρίδα μου «παίρνει τα ρέστα της» με τα κλαρίνα, τα βιολιά, τα σαντούρια, τις πίπιζες και τα νταούλια. Ποιον να πρωτοθυμηθώ. Τον Καραγιάννη, με το γιο του τον κλαρινετίστα και μάστορα του σαντουριού Βαγγέλη Χατζή (πατέρα του λιβαδείτη και φίλου μου Κώστα Χατζή), τον πατέρα και γιο Κώστα και Γιώργο Γιαούζο, τον υπέροχο ορχομένιο τραγουδιστή Μεϊντανά, τον δεσφινιώτη Καμπαφλή. Σε αυτούς να προσθέσουμε τους Παπασιδέρη, Ανδρέα Τσαούση, τον Κώστα Ζωγράφο και τον Πέτρο Καλύβα. Γιατί όχι και τον δημοφιλή, ευφυέστατο συμβολαιογράφο Νίκο Μερτζάνη, που μας άφηνε άναυδους με τα ασύγκριτα δημοτικά τραγούδια της τάβλας. Και πάνω απ’ όλα με την «κηδεία του Μάρκου Μπότσαρη». Σε θυμόμαστε θείε Νίκο, πάντα με αγάπη και νοσταλγία. Κι εσένα και τους γονείς μου. Κι αμέτρητους άλλους…

Υ.Γ. Θερμές ευχαριστίες στον εκλεκτό συνάδελφο, φίλο και συμπατριώτη Γιώργο Κοντογιάννη, που με συνεπλήρωσε στις αναμνήσεις μου για τους λαϊκούς τραγουδιστές και οργανοπαίχτες.

Σχετικά