Γιατί η Κυριακή του Θωμά λέγεται και Αντίπασχα;

Η Κυριακή του Θωμά ονομάζεται και Κυριακή του Αντίπασχα (Pascha clausum, στα λατινικά), επειδή είναι η εορτή της αποδόσεως της ημέρας του Πάσχα. «Απόδοσις» στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την ολοκλήρωση μιας μεγάλης εορτής που ξεκίνησε πριν από οκτώ ημέρες. Είναι συνήθεια που παρέλαβαν οι Χριστιανοί από τους Ιουδαίους. Τα παλαιότερα χρόνια ονομαζόταν Κυριακή εν λευκοίς (Dominica in albis, στα λατινικά), επειδή οι νεοφώτιστοι έβγαζαν τα λευκά ενδύματα που φορούσαν το Μεγάλο Σάββατο και γίνονταν δεκτοί στο σώμα της Εκκλησίας.

Την πρώτη Κυριακή μετά το Πάσχα  η Εκκλησία μνημονεύει την εμφάνιση του Ιησού Χριστού ενώπιον του Αποστόλου Θωμά, ο οποίος διατηρούσε αμφιβολίες για την Ανάστασή του. Πείστηκε, όμως, όταν άγγιξε τις πληγές Του από τα καρφιά της σταύρωσης και αναφώνησε «Ο Κύριος μου και Θεός μου!». (Ιωάννης, κ’ 25-29).

Ποιος ήταν ο απόστολος Θωμάς

Ήταν από τους ένθερμους και αφοσιωμένους μαθητές, πρόθυμος και υπηρέτης πιστός. Αγάπησε πολύ τον Κύριο, κι όταν οι Ιουδαίοι ήθελαν να τον θανατώσουν, ο Θωμάς έλεγε στους άλλους μαθητές «Ας πάμε κι εμείς να πεθάνουμε μαζί Του. Είναι καλύτερα να σταυρωθούμε με τον Δεσπότη, παρά να ζούμε χωρίς Αυτόν».

Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη (14, 4-5) παρατηρούμε στη ρήση του Κυρίου, πως οι μαθητές δε γνωρίζουν που πηγαίνει και ποια είναι η οδός που οδηγεί σε αυτό το δρόμο. Ο Θωμάς τότε θέτει ευθέως το ερώτημα «Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι;».

Όταν ο Ιησούς αναστήθηκε από τον τάφο, παρουσιάστηκε στους μαθητές Του που ήταν συγκεντρωμένοι στο υπερώο, με κλειστές τις πόρτες, για τον φόβο των Ιουδαίων.

Ο Θωμάς δεν ήταν τότε μαζί τους και, όταν οι υπόλοιποι μαθητές του διηγήθηκαν ότι είδαν τον αναστάντα Κύριο, δε θέλησε να τους πιστέψει.

Αλλά ο Κύριος εμφανίστηκε ξανά, οκτώ μέρες αργότερα, ενώπιον των μαθητών, και προέτρεψε τον Θωμά να ψηλαφήσει τις πληγές από τα καρφιά και την πλευρά που είχε τρωθεί από τη λόγχη. Εκθαμβωμένος ο Θωμάς, προσκύνησε και ανεβόησε: «Ο Κύριός μου και ο Θεός μου».

 Είπε, λοιπόν, ο Κύριος: «ότι εώρακάς με, πεπίστευκας, μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιωάν. 20,26).

Δηλαδή, λέει ο Κύριος στο Θωμά, πίστεψες επειδή με είδες. Μακαριότεροι και περισσότερο καλότυχοι είναι εκείνοι, που αν και δεν με είδαν, πίστεψαν.

Ο Θωμάς βρισκόταν μαζί με τους άλλους Αποστόλους την ημέρα της Πεντηκοστής. Κατά την ιστορία, την οποία βεβαιώνει η παράδοση, κατά την Κοίμηση της Παναγίας  με θεία οικονομία, ο Θωμάς και πάλι δεν παραβρισκόταν στη σύναξη των άλλων Αποστόλων.

Έφτασε όμως και αυτός μετά τρεις μέρες και παρεκάλεσε τους άλλους Αποστόλους να τον συνοδεύσουν ως τον τάφο, για να προσκυνήσει το άγιο σώμα της Θεοτόκου. Έτσι κι έγινε, αλλά όταν άνοιξαν τον τάφο, μεγάλη κατάπληξη και θαυμασμός τους κυρίευσε όλους.

Το σώμα έλειπε και στο μνήμα κείτονταν μόνο το σεντόνι που είχαν τυλίξει το σώμα της Παναγίας. Η Παναγία αναστήθηκε και σωματικά αναλήφθηκε από την γη στους ουρανούς χαρίζοντας θαυμαστή δύναμη στους Αποστόλους για το δύσκολο και τεράστιο έργο που είχαν ήδη ξεκινήσει.

Λαογραφία

Την Κυριακή του Θωμά, από το 1923, οι Πόντιοι των Σουρμένων Αττικής (περιοχή του Δήμου Αργυρούπολης – Ελληνικού), γιορτάζουν το «Ποντιακόν Πανοΰρ -Τη Θωμά ’ς σα Σούρμενα», με σειρά εκδηλώσεων, όπου κυριαρχεί το ταφικό έθιμο που έφεραν μαζί τους από τον Πόντο.

Αφού παρακολουθήσουν το πρωί της Κυριακής του Θωμά τη Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σουρμένων, ιερείς και ποίμνιο κατευθύνονται στο κοιμητήριο της περιοχής. Εκεί ο καθένας πηγαίνει στον οικογενειακό τάφο. Οι νοικοκυρές στρώνουν τραπεζομάντηλα, στα οποία ακουμπούν τσουρέκια, κόκκινα αυγά, μεζέδες, ούζο και όλοι μαζί περιμένουν τον ιερέα να τελέσει τρισάγιο.

Αρχικά, οι ιερείς τελούν τρισάγιο στην εκκλησία του κοιμητηρίου των Σουρμένων υπέρ αναπαύσεως των ψυχών των απανταχού κεκοιμημένων Ποντίων. Στη συνέχεια τελείται τρισάγιο σε κάθε τάφο. Οι συγγενείς συζητούν για τα κεκοιμημένα προσφιλή πρόσωπα, θυμούνται τα προτερήματά τους, τις καλοσύνες τους και ό,τι προκαλεί την αίσθηση της ζωντανής παρουσίας των νεκρών ανάμεσά τους. Γιατί η μέρα αυτή αφιερώνεται στην ανάσταση των νεκρών. Είναι μέρα χαράς και όχι πονεμένης ανάμνησης.

Στο τέλος προσφέρουν στον ιερέα και τους παρευρισκόμενους κόκκινα αυγά και τσουρέκια. Και όλοι μαζί ψάλλουν το «Χριστός Ανέστη!».

Σχετικά