Η αλήθεια είναι ότι στη χώρα μας οι περισσότεροι γνώρισαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το 2010.
Και ακόμα και σήμερα μετά από 11 χρόνια, υπάρχει ένας ανοικτός διάλογος σχετικά με την επιτυχία ή την αποτυχία των μνημονιακών προγραμμάτων και των πολιτικών που ακολουθήθηκαν, σύμφωνα με τις οδηγίες του είχε δώσει το ΔΝΤ. Ωστόσο, η προσφυγή στο ΔΝΤ, δεν ήταν η πρώτη επαφή που είχε η χώρα μας με τον οργανισμό.
Πριν από το 2010, υπήρχε ήδη μια πολυετής επαφή ανάμεσα στο ΔΝΤ και στις ελληνικές κυβερνήσεις. Κλιμάκια στελεχών του ΔΝΤ, επισκέπτονταν τη χώρα μας, πραγματοποιώντας επαφές με τις εκάστοτε κυβερνήσεις και με την Τράπεζα της Ελλάδος.
Ακολουθούσε η σύνταξη εκθέσεων που περιέγραφαν την εκάστοτε οικονομική κατάσταση. Τέλος, οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ έκαναν προβλέψεις, έθεταν στόχους και καλούσαν την κυβέρνηση, να λάβει τα μέτρα που οι ίδιοι, θεωρούσαν απαραίτητα.
Όποιος μελετούσε διαχρονικά με επιμέλεια τις εκθέσεις, είχε μια σαφή εικόνα των πραγμάτων και γνώριζε, ότι η κατεύθυνση της χώρας αργά η γρήγορα θα οδηγούσε στην κρίση χρέους.
Επομένως, όσες και να είναι οι ενστάσεις μας για τις μνημονιακές πολιτικές, που ακολουθήθηκαν και για την αποτελεσματικότητα τους, καλό είναι να μελετήσουμε την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, για να αντιληφθούμε προς τα που κινούνται τα πράγματα.
Η έκθεση του ΔΝΤ είναι αρκετά ισορροπημένη και ουσιαστικά οι αναλυτές σηκώνουν μόλις τρεις κίτρινες κάρτες. Για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις «που πρέπει να επιταχυνθούν», για το τραπεζικό σύστημα «που βασίζεται σε χρηματοοικονομικές τεχνικές» και για την αύξηση των προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, «με τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων να τείνει να αυξηθεί και πάλι στα προ κρίσεως επίπεδα» και στις ΔΕΚΟ «που εξακολουθούν να αποστραγγίζουν τον προϋπολογισμό».
Εκφράζει ταυτόχρονα την ανάγκη να αντιμετωπιστούν οι διαχρονικοί κίνδυνοι μη υλοποίησης και μη απορρόφησης των πόρων που θα εισρεύσουν από το Ταμείο Next Generation EU (NGEU).
Στα θετικά, το ΔΝΤ εκτιμά ότι οι χειρισμοί της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με την πανδημία ήταν επιτυχείς, με την ύφεση του -8,2% να είναι χαμηλότερη από την αναμενόμενη και προβλέπει ότι οι αναπτυξιακοί ρυθμοί της οικονομίας θα ανέλθουν στο +3,3 για το 2021 και στο +5,4 για το 2022.
Για το δημόσιο χρέος προβλέπει ότι θα μειωθεί μεσοπρόθεσμα, αλλά αδυνατεί να εκτιμήσει την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής αβεβαιότητας.
Εστιάζει την προσοχή του στην επέκταση της παραγωγής, στους χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και στην ψηφιοποίηση που θα διευρύνουν τη φορολογική βάση, στο πρόγραμμα του εγγυημένου ελάχιστου εισοδήματος, καθώς και στη στήριξη που θα πρέπει να μεταφερθεί από τη διατήρηση θέσεων εργασίας προς τη στοχευμένη στήριξη εισοδημάτων και την επανενεργοποίηση εργαζομένων.
Εκτιμά ότι η βελτίωση του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής θα βοηθούσε ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι για τη συμμετοχή των γυναικών (ιδιαίτερα μέσω της χρηματοδότησης της φροντίδας παιδιών), για την επένδυση στις προοπτικές των νέων και για την απόκτησης νέων δεξιοτήτων από τους μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενους
Διακρίνει δε, ότι το νομοσχέδιο για τα εργασιακά θα καλλιεργήσει την ευελιξία στην αγορά εργασίας και προτείνει η προσαρμογή του κατώτατου μισθού να είναι συνετή.
Σχετικά με τις τρεις συν μια κίτρινες κάρτες, θα πρέπει να πούμε ότι ήταν αναμενόμενες.
Η αδύναμη ποιότητα των τραπεζικών κεφαλαίων, ήδη έχει μπει σε μια τροχιά ενίσχυσης και η αποτελεσματική εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα, τόσο από τις τράπεζες όσο και από τους servicers, θα είναι κρίσιμης σημασίας για το ξεπέρασμα του βάρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι μηχανισμοί για την απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, στήνονται από την αρχή. Και αυτό διότι μέχρι πρότινος η απορροφητικότητα των ΕΣΠΑ, ήταν ιδιαίτερη ασθενική, ακόμα και για ποσά πολύ χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ποσά του αναμενόμενου πακέτου από το Ταμείο NGEU.
Το θέμα της αύξησης των προσλήψεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, θα πρέπει να αναλυθεί και μέσα από το πρίσμα των προσλήψεων «ειδικού σκοπού» λόγω της πανδημίας. Το πιθανό «ξεχείλωμα» του δημόσιου τομέα, θα αποτελέσει βασικό ανασταλτικό παράγοντα, για τη επιτυχία των λοιπών προγραμμάτων δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Τέλος, η ανάγκη για επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, βρίσκεται πολύ υψηλά στην ατζέντα του ΔΝΤ.