Έως το τέλος του 2022 μπορούν να λάβουν την άδεια ή το υπόλοιπο άδειας του 2020 οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή για κάποιο χρονικό διάστημα.
Χιλιάδες είναι οι εργαζόμενοι που μετά από έναν δύσκολο χειμώνα σχεδιάζουν τις καλοκαιρινές τους διακοπές.
Για την φετινή άδεια των εργαζομένων, ο εργοδότης υποχρεούται να δώσει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του επόμενου έτους και όχι μέχρι το τέλος του έτους που ισχύει σήμερα. Αυτό σημαίνει ότι η εξάντληση των ημερών άδειας του 2021 μπορεί να γίνει έως τις 31 Μαρτίου 2022. Αναλυτικότερα, παρατείνεται η δυνατότητα μεταφοράς και μετά την 30η Ιουνίου 2021 του υπολοίπου της ετήσιας άδειας αναψυχής του 2020.
Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα μεταφοράς του υπολοίπου αδείας για όσους τελούσαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας έως την 31η Δεκεμβρίου 2022. Η ρύθμιση προβλέπει πως η άδεια του 2020 μπορεί να ληφθεί και τμηματικά εντός του 2021 και του 2022.
Χιλιάδες εργαζόμενοι -εξαιτίας του lockdown- ήταν σε αναστολή σύμβασης εργασίας και είναι προβληματισμένο αναφορικά με τα δικαιώματά τους για την ετήσια άδεια αναψυχής που δικαιούνται.
Επειδή δεν ήταν επιλογή του εργαζόμενου να μην πηγαίνει στην δουλειά του καθώς χιλιάδες «κατέβασαν ρολά» με κρατική εντολή στο πλαίσιο των μέτρων για την πανδημία, ο χρόνος αναστολής υπολογίζεται κανονικά ως χρόνος εργασίας.
Αυτό σημαίνει πως όσοι εργαζόμενοι έχουν υπόλοιπο αδείας από το 2020 και ήταν σε αναστολή από τον Μάρτιο μέχρι τον Δεκέμβριο θα πρέπει να το εξαντλήσουν μέχρι τις 30 Ιουνίου. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν επηρεάζεται το διάστημα άδειας του 2021 ούτε το επίδομα αδείας. Ενδεχόμενη συμφωνία για μη χορήγηση ετήσιας άδειας είναι άκυρη.
Αν ο εργοδότης αρνηθεί να χορηγήσει την ετήσια άδεια στον εργαζόμενο οφείλει να την πληρώσει στον εργαζόμενο και μάλιστα με προσαύξηση 100%.
Το επίδομα αδείας, αλλά και οι αντίστοιχες αποδοχές, πρέπει να καταβάλλονται στους δικαιούχους κατά την έναρξη της άδειάς τους και δεν συμψηφίζονται.
Ο χρόνος χορήγησης της ετήσιας καλοκαιρινής αδείας καθορίζεται πάντα μετά από συμφωνία μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη.
Κάθε εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια εντός δύο μηνών από την ημέρα που του ζητήθηκε από τον εργαζόμενο.
Στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι είναι προστάτες παιδιών, έως και 16 ετών, ή προστάτες ανηλίκων –και πάλι έως 16 ετών– με αναπηρία, τότε ο εργοδότης θα πρέπει να λάβει υπόψιν αυτή την παράμετρο κατά τη λήψη αποφάσεων.
Ο εργαζόμενος δικαιούται στη διάρκεια της άδειάς του τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν κανονικά με πλήρη απασχόληση.
Στις αποδοχές αυτές συμπεριλαμβάνονται όλα τα καταβαλλόμενα μηνιαία επιδόματα (σε χρήμα ή σε είδος) και οι προσαυξήσεις.
Σύμφωνα με το άρθρο 2 της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ του 2010: «Ο μισθωτός που θεμελιώνει δικαίωμα κανονικής άδειας αναψυχής, αυτούσιας ή σε χρήμα, δικαιούται να λάβει και το επίδομα αδείας, το οποίο αποτελεί τακτικές αποδοχές του, υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο που υπολογίζονται και οι αποδοχές αδείας και υπόκειται στους ίδιους κανόνες με αυτές».
Το ίδιο άρθρο αναφέρει και το πώς υπολογίζεται το επίδομα, το οποίο «ισούται με το σύνολο των πράγματι καταβαλλόμενων τακτικών συνήθων αποδοχών της άδειας, με τον περιορισμό ότι δεν μπορεί να υπερβαίνει τις αποδοχές 15 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με μηνιαίο μισθό και 13 ημερών γι’ αυτούς που αμείβονται με ημερομίσθιο ή κατά μονάδα εργασίας ή με ποσοστά ή και με άλλον τρόπο».
Η άδεια στους εργαζομένους χορηγείται ύστερα από σχετική συνεννόηση με τον εργοδότη και δεν πρέπει να παρέλθει δίμηνο μετά το σχετικό αίτημα. Οι μισοί τουλάχιστον από τους μισθωτούς πρέπει να πάρουν άδεια μέσα στο χρονικό διάστημα από 1 Μαΐου μέχρι 30 Σεπτεμβρίου.
Οι εργαζόμενοι έχουν την δυνατότητα μέσω της online εφαρμογής που έχει δημιουργήσει το ΚΕΠΕΑ στην ιστοσελίδα του να υπολογίσουν μόνοι τους την άδεια που δικαιούνται στους παρακάτω συνδέσμους
Για πλήρη απασχόληση
https://www.kepea.gr/calc-epidoma-adeias.php
Για εκ περιτροπής εργασία
https://www.kepea.gr/calc-adeia-ek-peritropis.php
Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν χορηγεί την άδεια που αιτήθηκε ο εργαζόμενος,έως το τέλος του ημερολογιακού έτους, οφείλει να καταβάλει τις αποδοχές του οφειλόμενου χρόνου αδείας με προσαύξηση 100%, συν το επίδομα αδείας.