ΠΑΡΑΛΙΑ ΣΑΡΑΝΤΗ:Το ΚΚΕ στηρίζει τον αγώνα του λαού της Βοιωτίας για να μπεί φρένο στην άναρχη εγκατάσταση ανεμογεννητριών

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΣΑΡΑΝΤΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕ ΚΑΙ ΤΗΝ “ΠΡΑΣΙΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ”

Με επιτυχία πραγματοποιήθηκε το Σάββατο 21 Αυγούστου εκδήλωση – συζήτηση της Τομεακής Επιτροπής Θήβας – Οινοφύτων του ΚΚΕ στην παραλία Σαράντη με θέμα την άναρχη εγκατάσταση των ΑΠΕ στη Βοιωτία και την “πράσινη ανάπτυξη”.Στην εκδήλωση συμμετείχαν δεκάδες εργαζόμενοι και κάτοικοι της περιοχής, όπου εδώ και πολλούς μήνες έχουν αναπτυχθεί αγώνες ενάντια στην επέκταση των ΑΠΕ στην περιοχή τους.Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Κύριλλος Παπασταύρου, μέλος του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ενώ ακολούθησαν παρεμβάσεις από κατοίκους και εκλεγμένους της περιοχής.

Το ΚΚΕ βρίσκεται στο πλευρό όσων αγωνίζονται ενάντια στην άναρχη επέκταση των ΑΠΕ.

            Το ΚΚΕ όπως κάνει και πανελλαδικά, στηρίζει τον αγώνα του λαού της Βοιωτίας για να μπεί φρένο στην αναρχή εγκατάσταση ανεμογεννητριων στην περιοχή, που είναι στο όριο του υπερκορεσμού να μην υπάρξει καμιά παραπέρα επέκταση πουθενά. Στηρίζει τα αιτήματα για τη διεκδίκηση μέτρων αποκατάστασης απο τις επιπτώσεις που έχουν τα εργα εγκατάστασης και τον αγώνα για την προστασία των δασών και περιουσιών από τις πυρκαγιές και αποκατάσταση των πληγέντων.

             Δεν είναι αγώνας μιας περιοχής, αλλά αντικειμενικά αποκτά πανελλαδικό χαρακτήρα. Η περιοχή όμως έχει μια ιδιαίτερη σημασία, αφού η Στερεά και ιδιαίτερα η Βοιωτία και Ευβοια σχεδιάζεται να γίνουν το «νέο ενεργειακό κέντρο» της Ελλάδας. Χαρακτηριστικά, η Στερεά Ελλάδα παραμένει στην κορυφή των αιολικών εγκαταστάσεων, αφού φιλοξενεί το 41% του της συνολικής εγκατεστημένης ισχύος. Από την άποψη αυτή, η λεγόμενη «αναλογικότητα» που προβλέπεται νομικά είναι προσχηματική.

Η «πράσινη ανάπτυξη» δεν είναι ούτε φιλοπεριβαλλοντική ούτε φιλολαϊκή.

            Ο αγώνας που διεξάγεται δεν αφορά κάποια διαχειριστικά λάθη στην κατανομή των ΑΠΕ, αλλά αντικειμενικά συγκρούεται με μια συνολική στρατηγική. Αυτή η στρατηγική είναι η νέα «μεγάλη ιδέα» της αστικής τάξης της χώρας μας, για τη μετατροπή της σε ενεργειακό κόμβο, στα πλαίσια της στρατηγικής της ΕΕ για την απελευθέρωση της ενέργειας και την ανάδειξη της «πράσινης ενέργειας» ως βασικού πυλώνα του ενεργειακού μίγματος της χώρας.

            Δεν πρέπει να ξεχνάμε οτι πίσω από αυτή την ιστορία υπάρχει πάρα πολύ χρήμα, πολύ μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα.

Την περασμένη βδομάδα πέρασαν από τη Βουλή με την ψήφο των βουλευτών της ΝΔ και με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΙΝΑΛ οι συμβάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ.

            Το μερίδιο του λέοντος από τα 33 δις πάνε στην κρατική χρηματοδότηση και στήριξη των σχεδίων «πράσινης ανάπτυξης». Είναι το περίφημο «πράσινο new deal» που προωθείται σε διεθνές επίπεδο από τα μονοπώλια των ΗΠΑ και μεγάλων Ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Είναι ενα σχέδιο για να αντιμετωπίσει ο καπιταλισμός την νέα οικονομική του κρίση και ταυτόχρονα ένα σχέδιο μεταφοράς νέων βαρών στις πλάτες των λαών, της ενίσχυσης του ανταγωνισμού ανάμεσα σε μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα στον τομέα της ενέργειας.

            Η «πράσινη ανάπτυξη» δεν είναι ΟΥΤΕ πράσινη, δηλαδή φιλική στο περιβάλλον, ούτε ΦΙΛΟΛΑΪΚΗ.

            Δεν είναι πράσινη αν σκεφτούμε τις δασικές πυρκαγιές που συνήθως  συνδέονται με τέτοια σχέδια με πυρκαγιές. Ή αν σκεφτούμε την αλλαγή του ανάγλυφου και τους κινδύνους κατολισθήσεων, τα κουφάρια των ανεμογεννητριών που παραμένουν μετά τη λήξη της περιόδου λειτουργίας, τους κινδύνους για την υγεία λόγω της τεράστιας αύξησης της εναέριας μεταφοράς ρεύματος.

            Αντίστοιχα η  «πράσινη ανάπτυξη» δεν είναι φιλολαϊκή, δεν είναι ανάπτυξη για όλους. Το «πράσινο ρεύμα» είναι πανάκριβο για τα εργατικά λαϊκά στρώματα γιατί όπως ξέρουμε οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν ειδικά τιμολόγια. Είναι χαρακτηριστικά τα εξής στοιχεία των τελευταίων ημέρων. Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας, που θα αύξανε τάχα τον ανταγωνισμό προς όφελος των λαϊκών νοικοκυριών, έχει ήδη οδηγήσει σε αυξήσεις του ρεύματος κατά 150% την περίοδο 2005 -2016, σύμφωνα με έρευνα της ΤτΕ, ενώ αυξήθηκε και η ενεργειακή φτώχεια. Δημοσιεύσαμε στο Ριζοσπάστη τις προηγούμενες ημέρες στοιχεία που φανερώνουν πόσο ακριβό ήταν στην Ελλάδα το ρεύμα σε τιμές χονδρικής πώλησης στις 29/7/2021, που έφτασε τα 124 €/MW,  σε σχέση με άλλα κράτη της ΕΕ (46,1 € στη Γερμανία και 48,66 € στη Γαλλία) εξαιτίας ακριβώς της μεγάλης συμμετοχής των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Το κόστος αυτό πάει στον καταναλωτή και όχι βεβαίως στους παρόχους.

            Την ίδια ώρα η κατάσταση με τις μεγάλες διακοπές ρεύματος είναι γνωστή στην περιοχή και ιδιαίτερα την περίοδο του καύσωνα φτάσαμε στο παρα πέντε για ένα μεγάλο black out. Τι θα γίνει άραγε όταν περάσουμε στη πλήρη απολιγνιτοποίηση; Η θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα με το ρεύμα γιατί δεν θα μπορούν οι ΑΠΕ να το σηκώσουν ή θα έχουμε πανάκριβο ρεύμα που θα επιβαρύνει τα λαϊκά στρώματα.

            Αντίστοιχα, τα παραμύθια περί αντιμετώπισης της ανεργίας έγιναν καπνός. Οι μόνιμες σχετικά θέσεις εργασίας στα αιολικά πάρκα της περιοχής περιορίζονται σε κάποιους συντηρητές και ορισμένους φύλακες, δηλαδή είναι ελάχιστες. Την ίδια ώρα οι εργαζόμενοι στα έργα εγκατάστασής βιώνουν δύσκολες συνθήκες εκμετάλλευσης και σοβαρών ελλείψεων σε μέτρα υγιεινής και ασφάλειας. Και αυτά τα ζητήματα δεν πρέπει να είναι εκτός της προσοχής ούτε να αντιμετωπίζονται ως εχθροί όσοι εργάζονται στην κατασκευή αιολικών πάρκων…

            Ακόμη περισσότερο, δεν εξασφαλίζεται καμία ενεργειακή ασφάλεια και εγγύηση, η πολυδιαφημιζόμενη ενεργειακή απεξάρτηση της χώρας, η ενεργειακή αυτονομία είναι μπαρούφες. Μας έλεγαν οτι η απελευθέρωση της ενέργειας θα σπάσει το ενεργειακό μονοπώλιο! Αποδεικνύεται όμως ότι όλοι οι τομείς της ενέργειας, από την κατασευή των ανεμογεννητριών έως την εγκατράσταση και λειτουργία τους μονοπωλούνται από μία χούφτα μονοπωλιακών ομίλων.

            Τι αποδείχθηκε στον πρόσφατο καύσωνα; Οτι χωρίς την ενεργοποίηση των λιγνιτικών μονάδων δεν θα μπορούσε να υπάρχει επάρκεια στην παραγωγή ρεύματος από τις ανεμογεννήτριες που πρακτικά δεν δούλευαν. Αυτο πρακτικά σημαίνει την αξιοποίηση φυσικού αερίου, υγρού σχιστολιθικού αερίου LNG ή υδρογονανθράκων, δηλαδή την ενεργειακή εξάρτηση από τις χώρες που είναι πάροχοι τέτοιων ενεργειακών μέσων. Πολύ περισσότερο, το σχέδιο μετατροπής της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο περιπλέκει ακόμα τα πράγματα.

            Σε αυτό το σχέδιο είναι ΟΛΟΙ ΜΕΣΑ. Η κυβέρνηση της ΝΔ που το τρέχει αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ που το προετοίμασε γι’ αυτό άλλωστε πρωτοκλασάτα στελέχη του στην περιοχή βάζουν πλάτη στον ενεργειακό σχεδιασμό και απλά ψελλίζουν περί διαπραγμάτευσης των όρων υλοποίησης τους. Το ίδιο και ΚΙΝΑΛ αλλά και το ΜΕΡΑ25 που κλείνει σε όλους τους τόνους τα περί πράσινου NEW DEAL και υμνεί τον Μπάιντεν και τους Αμερικάνους.

            Δεν είναι πρώτη φορά που ένα αντιλαϊκό σχέδιο ντύνεται με όμορφα χρώματα συνοδεύεται με παραμύθια για να γίνει δυνατό σε αυτό να συναινέσουν αυτοί που θα πληρώσουν την νύφη από την υλοποίηση του.

            Όσον αφορά την «πράσινη ανάπτυξη», το βασικό επιχείρημα αφορά την «κλιματική αλλαγή». Όμως η έννοια της κλιματικής αλλαγής ήρθε να περιγράψει τις μακροχρόνιες επιπτώσεις από την άναρχη καπιταλιστική ανάπτυξη. Ακόμη περισσότερο, είναι υποκριτική η αναφορά στην κλιματική αλλαγή αυτών που είχαν διαμορφώσει τη πολιτική οτι οποιος «μολύνει πληρώνει».

            Αν τους επιασε τέτοια καούρα για το περιβάλλον, γιατί δεν προχωράνε στην εφαρμογή και αξιοποίηση μεθόδων και νέων τεχνολογιών που περιορίζουν μέχρι και μηδενίζουν τις περιβαντολλογικές επιτπώσεις σε ήδη υπάρχουσες παραγωγικές μονάδες; Γιατί δεν επιβάλλουν αυστηρές περιβαντολλογικές προδιαγραφές; Γιατί δεν διαμορφώνουν υποδομές ενός διαφορετικού χωροταξικού σχεδιασμού; Δεν προχωράνε σε έργα προστασίας του περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής αντιπλυμμηρικά και άλλα; Γιατί όλα αυτά είτε κοστίζουν και είναι ασύμφορα για τους επιχειρηματικούς ομίλους, είτε δεν χωράνε στη λογική κόστος όφελος για το κράτος και τις τοπικές διοικήσεις είτε μπάνουν εμπόδιο στην περεταίρω ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης.

            Εξάλλου, δεν ακούμε για πρώτη φορά τα περί αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου. Κάθε φορά μας έλεγαν οτι κάτι τρέχει με το μοντέλο ανάπτυξης για αυτό δεν είναι δίκαιο δεν οφελούνται όλοι. Αλλοτε μας έλεγαν οτι δεν έχουμε εξωστρέφεια, αλλοτε τα παραγωγικά πλεονεκτήματα δεν τα αξιοποιούμε, αλλοτε μας έλεγαν για το τουρισμό που είναι η βαριά μας βιομηχανία. Τι συνέβαινε κάθε φορά; Κάποιοι θησαύριζαν από αυτή τη διαδικασία, κάποιοι αλλοι δουλευαν σαν σκλάβοι με όλο και λιγότερα δικαιάματα, μέχρι που έρχονταν η στιγμή μιας νέας κρίσης και αυτοί που είχαν θησαυρίσει έπαιρναν τα κεφάλαια τους και τα τοποθετούσαν αλλού και οι άλλοι εμεναν άνεργοι. Μήπως σήμερα στον τουρισμό με αφορμή και την πανδημία δεν αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα;

            Επομένως τα περί Αειφόρου ανάπτυξης είναι ένας μύθος, αφού το τι θα παραχθεί, το πού θα γίνουν επενδύσεις αλλά και το πού θα κλείσουν εργοστάσια και θα ρημάξει ο τόπος δεν το καθορίζουν οι λαϊκές ανάγκες, ουτε οι δυνατότητες της παραγωγής. Αντίθετα το καθορίζει το κριτήριο του κέρδους. Και όσο αυτό το κριτήριο είναι που θα κυριαρχεί οι μεγάλοι αναπτυξιακοί μύθοι θα καταλήγουν σε εφιάλτες ή χείμαιρες.

Άρα το «νέο παραγωγικό μοντέλο» αποτελεί εναν νέο ξεφρενο γυρο κερδοφορίας πατόντας πάνω σε όλα όσα εφεραν τα μνημόνια, που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια αργά η γρήγορα σε νέα κρίση.

Ανάπτυξη σε όφελος του λαού και όχι των επιχειρηματικών ομίλων.

            Το επιχείρημα ότι η υποβαθμισμένη περιοχή των Χωστίων και της Θίσβης θα αναβαθμιστεί μέσω των αντισταθμιστικών από τις ΑΠΕ είναι κάλπικο. Το τι έχει μείνει στην περιοχή δεν είναι τεχνικό αποτέλεσμα, αλλά αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών. Τα κλεισίματα εργοστασίων στην περιοχή της Θήβας πριν αρκετά χρόνια, η συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής, ή έλλειψη σε υποδομές, σε συνθήκες μιας ζωής που να προσφέρει δυνατότητες οδήγησαν αντικειμενικά στην ερήμωση της περιοχής. Αυτά φταίνε για την κατάσταση που υπάρχει σήμερα. Αντίθετα, το προχώρημα του ενεργειακού σχεδιασμού στην περιοχή θα οδηγήσει ακόμα περισσότερους να την εγκαταλείψουν. Αυτό έγινε με τις πρόσφατες πυρκαγιές στον ελαιώνα της περιοχής των Χωστίων, όπου δεν υπήρξε καμιά μεριμνα αποκατάστασης.

            Επομένως τα περίφημα «αντισταθμιστικά» δεν είναι τίποτε παραπάνω από μία προσπάθεια εξαγορας. Η λογική που λέει οτι καιγονται όλα γύρω μου αλλά εγω θα καταφέρω να την γλυτώσω είτε ως άτομο είτε ως κοινότητα, οτι εγώ θα διαχωρίσω την μοίρα μου από την μοίρα όλων εχει αποδειχθεί αδιέξοδη. Δεν μπορεί να πληρώνει ολη η Ελλάδα πανάκριβα το ρεύμα και εσύ να την γλυτώσεις. Δεν υπάρχουν λοιπόν αντισταθμιστικά οφέλη.

            Τι πρέπει λοιπόν να κάνουμε;

            Ο δρόμος της αντίστασης σε αυτούς τους σχεδιασμούς είναι ο σωστός και αυτονότητος δρόμος. Οι αμυντικοί αγώνες, η αντίσταση στην περεταίρω επέκταση των αιολικών πάρκων, όπως και οι αγώνες για την υπεράσπιση του εισοδήματος, για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων στους χώρους δουλειάς, ενάντια σε απολύσεις κλπ είναι αναντικατάστατοι.

            Ομως από όλα τα παραπάνω γίνεται κατανοητό οτι δεν είναι απλώς θέμα διαπραγμάτευσης ή παζαρέματος το που θα γίνουν οι ανεμογεννήτριες, είναι θέμα αντιπαράθεσης με την συνολική στρατηγική των επιχειρηματικών ομίλων και της επιλογής περιοχών για τα σχέδια τους με κριτήρια το τι είναι πιο συμφέρον οικονομικό.

            Αν και έχουμε να κάνουμε με ενα επι μέρους μέτωπο, με ένα επιμέρους θέμα εκ των πραγμάτων, απαιτείται να το δούμε μέσα στη μεγάλη εικόνα του. Δεν είναι δικιά μας ιδιοτροπία ως Κόμμα, είναι αναπόφευκτο ζήτημα αν θέλουμε να αντιπαρατεθούμε συνολικά, να ξεκινήσουμε εναν μακροχρόνιο αγώνα που να έχει ως αιχμές το να μπούν αμεσα εμπόδια σε αυτό το σχεδιασμό αλλά που θα πρέπει να στοχεύει πιο συνολικά. Γιατί οποιαδήποτε εμπόδια και αν μπούν ή μπαίνουν στην άναρχη εγκατάσταση θα είναι σημαντικά, όμως θα είναι εφήμερα και προσωρινά αν δεν αντιπαρατεθούμε συνολικά με το αστικό σχεδιασμό για την ενέργεια.

            Αυτό έχει αποδειχτεί σε διάφορες ανάλογες περιπτώσεις.

            Αν δεν διαμορφώσουμε ενα πιο συνολικό πλαίσιο πάλης που να αντιπαρατίθεται με αυτό το σχεδιασμό της ελληνικής αστικής τάξης αλλά και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

            Αν δεν «ξεγυμνώσουμε» το βασιλιά της «πράσινης ανάπτυξης» και την απάτη της δήθεν προστασίας του περιβάλλοντος.

            Είναι κατανοητό απο τα πράγματα οτι το ζήτημα αυτό πρέπει να γίνει υπόθεση όχι μόνο όσων ενδιαφέρονται για το ζήτημα ατομικά ή συλλογικά, πρέπει να γίνει υπόθεση των μαζικών φορέων της περιοχής, των συνδικάτων, των σωματείων, των αγροτικών και κτηνοτροφικών συλλόγων, των συλλόγων γυναικών, εξωραϊστικών και πολιτιστικών φορέων, των συλλόγων εκπαιδευτικών, των ενώσεων γονέων και κηδεμόνων. Και αναφέρομαι βεβαίως συνολικά στην περιοχή της Θήβας και γενικότερα της Βοιωτίας και όχι μόνο βέβαια στο επίπεδο των χωριών.

            Και μέσα απ’ αυτό το παράδειγμα μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητό γιατί μιλάμε ως Κόμμα για την ανάγκη ο αγώνας να γενικεύεται και στη μορφή και στο περιεχόμενο. Γιατί μιλάμε για την ανάγκη ενός συνολικού κινήματος που θα βάζει στο επίκεντρο την πάλη για την διεκδίκηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών και δικαιωμάτων, ενα κίνημα δηλαδή που δεν θα έχει μόνο αμυντικό αλλά και επιθετικό χαρακτήρα, δεν θα βάζει απλώς εμπόδια σε ένα αντιλαϊκό σχέδιο αλλά θα βάζει επι τάπητος το πως μπορούμε , πως δικαιούμαστε να ζήσουμε σήμερα.

            Γιατί σήμερα υπάρχουν πολλές δυνατότητες σε σχέση με το παρελθόν να απολαύσουμε περισσότερα δικαιώματα, καταχτήσεις, να ζήσουμε με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες μας.

            Αντικειμενικά αυτό το ζήτημα αναδεικνύει το πρόβλημα της ανάπτυξης. Εμείς λέμε σαν Κόμμα οτι το δίλημμα που τίθεται είναι ανάπτυξη για ποιον και προβάλει και μέσα από τις εξελίξεις στην ενέργεια, ανάπτυξη για τους επιχειρηματικούς ομίλους, για τα κέρδη και τις επενδύσεις τους; Ή ανάπτυξη για τους εργαζόμενους, τους μικρούς παραγωγούς και επαγγελματίες; Είναι δύο διαφορετικοί δρόμοι που δεν συγκλίνουν, δεν τεμνονται πουθενά, είναι δυο δρόμοι αντίθετοι.

            Για παράδειγμα ανοιγει και εδώ μια συζήτηση για την «ήπια ανάπτυξη» της περιοχής. Σωστά μπαίνει ένας προβληματισμός. Τι σημαίνει όμως ήπια ανάπτυξη; Οταν κριτήριο της ανάπτυξης είναι το κέρδος δεν μπορεί απο καμιά αποψη να είναι ήπια, το κυνήγι του κέρδους φέρνει και τον ανταγωνισμό για το ποιος θα κάνει κουμάντο, ποιος θα έχει το μερίδιο της πίτας και αυτό κάνει το επιχειρηματικό συμφέρον αδηφάγο.

            Θα πει κανείς να βασιστούμε σε μικρές επιχειρήσεις ακόμα και συνεργατικές μορφές κ.λ.π. Αυτά ομως μπορεί σε ορισμένες στιγμές να ευνοούνται και με κρατικές επιδοτήσεις είτε για να διασκεδαστεί η ανεργία, είτε έχουν το ρόλο του ανιχνευτή σε νέα πεδία κερδοφορίας που οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν εχουν ακόμα ενδιαφέρον να επενδύσουν.

            Ουτε υπάρχει ένα είδος, ενας τομέας ή κλάδος που θα φέρει τη λύση. Το ποιος κλάδος δουλεύει και ποιος όχι δεν το καθορίζουν οι ανάγκες και η ζήτηση, αλλά το πού εντοπίζεται γρήγορο και μεγάλο κέρδος για τους επιειρηματικούς ομίλους.

            Δεν μπορεί να υπάρξουν στο πλαίσιο της σημερινής οικονομίας ισόμετρη κατανομή της ανάπτυξης, με βάση τις κοινωνικές ανάγκες. Δεν είναι ζητήμα τεχνοκρατικό. Είναι ζήτημα πολιτικό, και εδώ κρίνονται και οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές που υλοποιούν ως οργανα της εξουσίας κατευθύνσεις με βάση το συνολικότερο αστικό σχεδιασμό με προτεραιότητες αυτά που θέλει το κεφάλαιο και οχι αυτά που εχει ανάγκη ο λαός.

            Αρα λοιπόν πρέπει να συζητήσουμε πιο πλατιά πιο ουσιαστικά τις πολτικές προϋποθέσεις για μια ανάπτυξη με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες. Δεν υπάρχουν πράγματα που δεν γίνονται επειδη δεν μπορούν, δεν είναι τεχνικά ζητήματα. Τα πάντα είναι ζητήματα πολιτικών συσχετισμών του ποιος κάνει κουμάντο στην οικονομία και την εξουσία.

            Για εμάς ως Κόμμα δεν υπάρχει μορφή ενέργειας που είναι από τη φύση της «διαβολική». Αντίθετα είναι η αξιοποίηση της από τους επιχειρηματικούς ομίλους, το κριτήριο του κέρδους, η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής που δημιουργούν τα προβλήματα, είτε μιλάμε για πράσινη είτε μιλάμε για τις παραδοσιακές μορφές ενέργειας.

            Για εμάς δεν υπάρχει τόπος και περιοχή που από τη φύση του δεν μπορεί να αναπτυχθεί, δεν μπορεί έχει υποδομές για να καλύπτονται ολοκληρωμένα οι λαϊκές ανάγκες, που δεν μπορεί να κρατήσει τους κατοίκους του. Εδώ φτιάξαν πόλεις στα πιο αγώνα μέρη του κόσμου.

Το θέμα δεν είναι αν πρέπει να αναπτυχθεί ο τουρισμός, η αγροτική παραγωγή, η βιομηχανία κ.λ.π. Ολα αυτά μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν να αξιοποιηθούν αντικειμενικές δυνατότητες της περιοχής όμως το ερώτημα είναι για ποιόν.

            Για παράδειγμα, μία τουριστική ανάπτυξη που θα συνεχίσει να έχει ως κριτήριο τα κέρδη μεγαλων επιχειρηματιών στον τουρισμό θα φέρει ξενοδοχειακές μονάδες, μαρίνες για γιοτ και θα κάνει την περιοχή να έχει την τύχη άλλων, όπου οι κάτοικοι δουλεύουν σε συνθήκες γαλέρας, τα μικρομάγαζα πνίγονται από τα μεγάλα και ο τουρισμός είναι ακριβώς απευθύνεται στο εξωτερικό και είναι ταυτόχρονα εκτεθειμένος

Στην πολιτική πρόταση του ΚΚΕ η διέξοδος.

            Μιλάμε λοιπόν για την ανάγκη μιας άλλης ανάπτυξης με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές λαϊκές ανάγκες. Αυτό πρέπει να κινεί την ανάπτυξη την παραγωγή, τις υπηρεσίες όλη την οικονομική δραστηριότητα. Αυτό πρέπει να μπει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού σχεδιασμού. Σχεδιασμός που δεν θα υπηρετεί το κέρδος των επιχειρηματικών ομίλων, σχεδιασμός που θα μπορεί να συνδυάζει με επιστημονικό τρόπο τις γενικές κατευθύνσεις με τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε περιοχής. Θα συνδυάζει τους στόχους της παραγωγής με τον αναγκαίο αντισεισμικό – αντιπλημμυρικό σχεδιασμό, την προστασία του περιβάλλοντος, την οικιστική ανάπτυξη που θα δομείτε σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.

            Υπάρχει λοιπόν λύση, υπάρχει διέξοδος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Αλλά για να εφαρμοστεί χρειάζεται ριζική αλλαγή πορείας, πρέπει η εργατική τάξη, ο λαός να πάρει στα χέρια του το τιμόνι της εξουσίας και τα κλειδιά της οικονομίας.

            Χρειάζεται σύγκρουση με τον πραγματικό αντίπαλο, την άρχουσα τάξη των καπιταλιστών, τη σύγκρουση της εξουσίας του κεφαλαίου.

            Για να ανοίξει ο δρόμος για τη λαϊκή ευημερία απαιτείται να κοινωνικοποιηθούν τα εργοστάσια, τα μέσα παραγωγής, να καταργηθεί η σκλαβιά της μισθωτής εργασίας, να εδραιωθούν οι σχέσεις κοινωνικής ιδιοκτησίας, να υπάρξει επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός στην οικονομία.             Είναι δρόμος αναγκαίος και ρεαλιστικός, είναι ζήτημα απόφασης και θέλησης της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας για να γίνει πραγματικότητα.

            Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορεί να υπάρξει ένας διαφορετικός ενεργειακός σχεδιασμός που δεν αναπαράγει την ανισομετρία, την ενεργειακή φτώχεια, την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά θα στηρίζεται στην κρατική κοινωνική ιδιοκτησία στον ενεργειακό πλούτο.

            Θα στηρίζεται στον ενιαίο αποκλειστικά κρατικό φορέα ενέργειας εργαλείο της εργατικής-λαϊκής εξουσίας.

            Με κριτήριο τις εργατικές – λαϊκές ανάγκες θα επιλέγεται και το ενεργειακό μίγμα (δηλαδή ο συνδυασμός διαφόρων μορφών ενέργειας),

            Θα διαμορφώνεται ισόμετρη κατανομή των ενεργειακών επενδύσεων, με τα απαραίτητα μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και βεβαίως της διαφύλαξης των ενεργειακών πόρων της κοινωνικής ιδιοκτησίας

            Σίγουρα πρόκειται για έναν πιο μακροχρόνιο και προοπτικό αγώνα που δεν αφορά την περιοχή αλλά όλη τη χώρα. Εχει όμως σημασία σήμερα μαζί με τον αγώνα για την απόκρουση των αντιλαϊκών σχεδιασμών στην περιοχή, την παρεμπόδιση τους, να ανοίξει αυτή η συζήτηση. Είναι υποχρεωτικό και αναγκαίο. Η συζήτηση εξάλλου πάει μόνη της εκεί. Οι θιασώτες των αντιλαϊκών σχεδιασμών, οι οπαδοί της «πράσινης ανάπτυξης» έχουν το επιχείρημα οτι αυτοί έχουν μια πρόταση για την αξιοποίηση της περιοχής. Εμείς λοιπόν πρέπει να ανοίξουμε αυτή τη συζήτηση συνολικά. Και να ξεπεράσουμε την λογική που θεωρεί ρεαλιστικό ότι χωράει στις «δυνατότητες» των κερδών του κεφαλαίου. Γιατί ειδαμε με την πανδημία που έχει οδηγήσει αυτή η λογική και τα αδιέξοδα που μας έχει φέρει.

            Χρειάζεται όμως και κάτι ακόμα.

            Να αποκτήσουμε πίστη στη δύναμη του λαού, στη δύναμη μιας μεγάλης συμμαχίας εργαζομένων, φτωχών επαγγελματιών και αγροτών, που θα βάλουν τη δική τους σφραγίδα στις εξελίξεις.

            Έχει σημασία για αυτό να δυναμώσει κάθε προσπάθεια που ανεβάζει αυτή την αυτποπεδοίθηση.

            Ας δούμε το εξής παράδειγμα. Το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Εύβοιας με τα δικά τους μέσα και την αυτοογργάνωσή τους έσωσαν τα χωριά τους από τις καταστροφικές πυρκαγιές δείχνει δύο πράγματα.

            Το ένα είναι το πόσο ξένο κι εχρθικό στα λαϊκά συμφέροντα είναι αυτό το κράτος παρόλη την αυτοθυσία πυροσβεστών κλπ.

            Το άλλο είναι ότι ο λαός μπορεί να πάρει την  τύχη του στα χέρια του, με την ανάλογη οργάνωση και δράση.

            Το σύνθημα «Μόνο ο λαός μπορεί να σώσει το λαό» δεν είναι ένας ρομαντισμός, έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μήν περιμένουμε τίποτα από σωτήρες, κυβερνήσεις ή τοπικούς άρχοντες.

            Άλλωστε υπάρχει η πρόσφατη πείρα κυρίως από την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, όπου η αλλαγή της κυβέρνησης στα πλαίσια της εξουσίας των μονοωλίων έσπειρε την απογοήτευση σε σημαντικό μέρος του κόσμου. Δεν υπάρχει σήμερα λοιπόν κανένα περιθώριο νέων αυταπατών, βλέποντας το ΣΥΡΙΖΑ να ξαναφοράει τη φιλολαϊκή προβιά του, αναλωνόμενος σε κοκορομαχίες για επιμέρους ζητήματα, πάντα στα πλαίσια της στρατηγικής εξυπηρέτησης των επιχειρηματικών ομίλων.

            Έτσι, μόνο ο λαός με την οργάνωση και την πάλη του, βάζοντας στο στόχαστρο τους πργαματικούς αντιπάλους του μπορεί να σώσει τον εαυτό του, να αντιμετωπίσει τα δύσκολα που βρίσκονται μπροστά αλλά και να ανοίξει μία πραγματική φιλολαϊκή διέξοδο.

            Σε αυτή την προοπτική το ΚΚΕ δίνει όλες τις δυνάμεις του και καλεί όσους προβληματίζονται να συμπορευτούν μαζί του. Καλή δύναμη και καλούς αγώνες.

Σχετικά