Ο Καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας Ν. Χαραλαμπόπουλος εξηγεί τον ρόλο των Θηβαίων και τις αποφάσεις του Λεωνίδα και του Ξέρξη
Η ιστορία γράφεται από τους νικητές λένε και ίσως η συγκεκριμένη θεώρηση να εμπεριέχει μεγάλη δόση αλήθειας. Ωστόσο είναι κάποιες στιγμές που έχουν αποτελέσει φωτεινές εξαιρέσεις στην πορεία των αιώνων της ανθρώπινης παρουσίας στη Γη.
Για τους Έλληνες η Μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί κεντρικό σημείο αναφοράς και ένα γεγονός που έχει περάσει στη συλλογική συνείδηση ως κρίσιμη καμπή στην ιστορία του έθνους αλλά και εμβληματική στιγμή αυτοθυσίας και ηρωισμού.
Η ιστορία του Λεωνίδα και των Σπαρτιατών που στάθηκαν απέναντι στις ορδές των Περσών για να εμποδίσουν με τα σώματά τους την επέλαση στη νότια Ελλάδα, έχει αποτελέσει ένα από τα πιο κλασσικά μαθήματα που τα παιδιά διδάσκονται στα πρώτα χρόνια του σχολείου, αλλά έχει εμπνεύσει ακόμη και το Χόλιγουντ, με αποτέλεσμα την ταινία «300» με πρωταγωνιστή τον αρρενωπό Τζέραλντ Μπάτλερ.
Υπάρχουν όμως κάποια σημεία της μάχης που δεν είναι ευρέως γνωστά και δεν έχουν συγκεντρώσει το φως από τους «προβολείς της συλλογικής μνήμης», ίσως και κάποιοι μύθοι και παρανοήσεις που κάπως αλλάζουν τα όσα ξέρουμε για το ιστορικό γεγονός;
Στα ερωτήματα αυτά κλήθηκε να μας απαντήσει ο Επίκουρος Καθηγητής Κλασσικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών Νίκος Χαραλαμπόπουλος.
Οι λιγότερο «φωτισμένες» πλευρές της Μάχης των Θερμοπυλών
Ο κ. Χαραλαμπόπουλος μας εξηγεί το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων:
«Είμαστε στον Αύγουστο με Σεπτέμβριο περίπου του 480 π.Χ.. Έναν χρόνο πριν 31 ελληνικές πόλεις έχουν συνάψει συμμαχία για πρώτη φορά στην ιστορία στην Κόρινθο. Έχουν μάθει πως ο Ξέρξης ετοιμάζει στρατό στη Μικρά Ασία, έχοντας βάλει μπροστά το σχέδιο της κατάκτησης της Ευρώπης και συνεχίζοντας το έργο του πατέρα του Δαρείου, ο οποίος περίπου 35 χρόνια πριν είχε κάνει κάτι ανάλογο. Ήδη από το 490 περίπου το κράτος της Περσίας έχει επεκταθεί στην Ευρώπη, έχει καταλάβει όλη την περιοχή νοτίως του Δουνάβεως.
Έρχεται ο Ξέρξης περίπου το 485-484, οπότε δολοφονήθηκε ο πατέρας του και τον διαδέχθηκε – αφού καθάρισε τις εξεγέρσεις σε Αίγυπτο και Βαβυλώνα – και θέτει σε εφαρμογή το μεγάλο σχέδιο. Στέλνει τους απεσταλμένους για το περίφημο “γη και ύδωρ” και για να λάβει τη μυθική απάντηση “Μολών λαβέ”. Με πρωτεργάτες τη Σπάρτη και την Αθήνα – η Αθήνα επειδή έχει το προηγούμενο του Μαραθώνα, η Σπάρτη ως επικεφαλής της Πελοποννησιακής Συμμαχίας – διαμορφώνεται το μοναδικό με σύγχρονους όρους διακρατικό σχήμα και αποφασίζεται να κρατήσουν γραμμή στα Τέμπη, που είναι τρομερά οχυρά ακόμη και τώρα».
– Πώς επέλεξαν τις Θερμοπύλες;
«Φοβούνται όμως τους Θεσσαλούς, οι οποίοι ουσιαστικά έχουν μηδίσει, όπως η πλειοψηφία των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής, είτε με τη θέλησή τους είτε όχι. Γιατί εδώ που τα λέμε οι πάντες περίμεναν ότι είναι αυτονόητο η Περσία που έχει κυριαρχήσει στη μισή Βαλκανική, να νικήσει τις ελληνικές πόλεις.
Φοβούμενοι όμως κίνηση δολιοφθοράς ή προδοσία από τους Θεσσαλούς επέλεξαν τις Θερμοπύλες για άμυνα. Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε είναι ότι δεν ήταν επιλογή αυτοκτονίας, ήταν επιλογή συνειδητή. Ξέρουμε από τον Ηρόδοτο και από άλλους ιστορικούς ότι γύρω στις 7.000 Έλληνες κρατούσαν τα στενά, τα οποία είναι 3. Τα ακριανά, δηλαδή το βόρειο και το νότιο, που ήταν πιο στενά, και το μεσαίο ευρύτερο. Περίπου στο ίδιο επίπεδο ο στόλος στην κορυφή της Εύβοιας στο Αρτεμίσιο. Οπότε κλείνεις με τον στόλο την είσοδο του Ευβοϊκού, άρα δεν σε πλαγιοκοπούν οι Πέρσες, και κρατάς το στενό. Ο στόχος ήταν το παιχνίδι με τον χρόνο».
Ο κ. Χαραλαμπόπουλος μας μίλησε και για την ψυχολογία του Ξέρξη:
«Ο Ξέρξης μέχρι τότε δεν είχε δώσει μάχη στη Βαλκανική κατά την εκστρατεία του. Η πρώτη αληθινή μάχη ήταν αυτή. Αντιλαμβάνεστε ότι ένας μεγάλος στρατός έχει πρόβλημα επιμελητείας και τροφοδοσίας. Η Θεσσαλία ήταν και τότε αυτό που είναι και σήμερα, σιτοβολώνας, αλλά όσο και να πεις χιλιάδες στρατού κάθε μέρα που χρειάζεται νερό και τροφή, δημιουργεί ζήτημα. Ο Λεωνίδας προτείνει να κρατήσουν τα στενά, και κάθε μέρα που περνούσε και δεν μπορούσαν οι Πέρσες να τα σπάσουν, θα ήταν κέρδος για την ελληνική πλευρά».
Ποιοι Έλληνες συμμετείχαν στη μάχη; Ο ρόλος των Θηβαίων
Τη δόξα για τον φόρο τιμής που πλήρωσαν, έχουν κερδίσει από την ιστορία οι Σπαρτιάτες. Δεν ήταν όμως οι μόνοι που συμμετείχαν στη μάχη.
«Τις 4 πρώτες μέρες υπήρχε ο ψυχολογικός πόλεμος. Πέρα από αυτό που γινόταν σε κάθε μάχη με φωνές και ύβρεις, ο Ξέρξης περιμένει να διασπαστεί το αδύνατο σημείο των Ελλήνων. Ποιο ήταν αυτό; Η συνοχή, γιατί οι περισσότεροι που ήταν εκεί προέρχονταν από άλλες πόλεις. Ήταν φυσικά οι 300 Σπαρτιάτες, ήταν αρκετοί οι Αρκάδες και άλλοι Πελοποννήσιοι, όπως και αρκετοί ντόπιοι.
Οι Θηβαίοι, 400 τους αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατά πάσα πιθανότητα έως βεβαιότητα ήταν όμηροι. Ήταν εκλεκτά παιδιά τους οποίους είχε πάρει ο Λεωνίδας για να αποτρέψει ενδεχόμενη προδοσία στα μετόπισθεν. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μετά τη μάχη, λένε οι πηγές, οι Θηβαίοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά σαν να λένε “εμείς δεν πολεμήσαμε, είμαστε δικοί σας” και μέχρι να καταλάβουν οι Πέρσες με το άχτι που είχαν, τι γινόταν, είχαν σκοτωθεί αρκετοί Θηβαίοι.
Το σχέδιο πήγαινε καλά γιατί τα στενά μπορούσες να τα κρατήσεις με αναλογικά λίγο κόσμο. Ο πόλεμος γινόταν κατά κύματα. Υπήρχε λογική στο σχέδιο και από τις πηγές εικάζουμε ότι αν δεν υπήρχε πρόσβαση στην Ανοπαία Ατραπό, το μονοπάτι το οποίο βρέθηκε στα νώτα των Ελλήνων, οι πιθανότητες ήταν με το μέρος τους, γιατί ήδη είχαν αρχίσει γκρίνιες στους Πέρσες. Τις 4 πρώτες μέρες δεν γίνεται τίποτα. Την πέμπτη μέρα διατάζει επίθεση ο Ξέρξης και με λελογισμένη χρήση των δυνάμεών του, ο Λεωνίδας πρώτα βάζει τους υπόλοιπους Έλληνες. Την επόμενη μέρα στέλνει ο Ξέρξης τους επιλέκτους του, τους λεγόμενους «Αθάνατους», στους οποίους απέναντι ο Λεωνίδας παρατάσσει τους Σπαρτιάτες.
Μην ξεχνάμε ότι η Σπάρτη ήταν το μοναδικό κράτος μέχρι και την Ελληνιστική περίοδο που είχε επαγγελματικό στρατό. Ο Σπαρτιάτης κατά βάση δεν έκανε τίποτα άλλο στη ζωή του, ήταν οπλίτης. Και η οπλιτική μάχη είναι τέτοια που απαιτεί τρομερή δεξιότητα, τρομερή πειθαρχία. Ένας για παράδειγμα να μην ακολουθήσει την εντολή, να μην υπάρχει ισορροπία – σκεφτείτε ότι είναι σαν μία χορογραφία ένοπλη – διασπάται η συνοχή.
Η αποτυχία των 2 πρώτων ημερών, όπως περιγράφει ο Ηρόδοτος χαρακτηριστικά, ήταν έκπληξη για όλους. Λένε οι πηγές ότι ήταν τόσος ο ενθουσιασμός των Ελλήνων που θεωρούσαν πλέον ότι κάθε μέρα που περνάει κυλάει υπέρ τους».
Ο ρόλος του Εφιάλτη
«Τρίτη μέρα λοιπόν ο ντόπιος βοσκός, ο Εφιάλτης, προδίδει το μυστικό μονοπάτι, τους οδηγεί μέσα στη νύχτα. Ο Λεωνίδας ήξερε το πέρασμα, του το είχαν πει οι ντόπιοι, και είχε βάλει φρουρά 1000 Φωκείς. Αλλά αιφνιδιάστηκε η φρουρά. Ήταν νυχτερινή επιχείρηση που δεν συνηθιζόταν εκείνη την εποχή».
- Ποιοι ήταν όμως οι συσχετισμοί δυνάμεων;
«Οι ελληνικές πόλεις και λόγω κλίμακας, ήταν μικρές. Η Σπάρτη και η Αθήνα ήταν μακράν οι μεγαλύτερες σε έκταση και είχαν μακράν το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Φανταστείτε ότι οι μάχες που είχαν συνηθίσει οι υπόλοιποι Έλληνες ήταν μάχες συνοριακού τύπου. 300 από εδώ 300 από εκεί, 500. Δεν ήταν συνηθισμένο να πολεμάνε έξω από τα σύνορα της πατρίδας τους. Της πατρίδας εννοώ του χωριού μου. Η μάχη ήταν πρωινή συνήθως, ένα “ντου”, και το σπρώξιμο γινόταν με το δόρυ, με την ασπίδα.
Η νυχτερινή επιχείρηση που έκαναν οι Πέρσες αιφνιδίασε τους Φωκείς. Ήρθε η πληροφορία το βράδυ – με φρυκτωρίες και αγγελιαφόρους το έμαθε ο Λεωνίδας πρώτος με τον μάντη του. Τότε πανικοβλήθηκαν οι Έλληνες, κατάλαβαν ότι αν έμεναν εκεί θα είχαν σίγουρο θάνατο.Όσοι δεν ήταν από εκεί ήθελαν να φύγουν για να υπερασπιστούν τα σπίτια τους».
Οι 700 Θεσπιείς
«Ο Λεωνίδας επισημοποιεί την απόφαση του: “Φεύγετε όλοι”. Διαλύει το στρατόπεδο. “Υποχωρούμε”. Και μένει μόνος του με δική του απόφαση συν τους 700 Θεσπιείς. Γιατί οι Θεσπιείς; Οι Θεσπιείς ήταν Βοιωτοί. Η Βοιωτία είχε μία συνομοσπονδία με πολύ ισχυρό αρχηγό τη Θήβα. Οι Θεσπιείς οικειοθελώς με τη συμμετοχή τους στη Μάχη των Θερμοπυλών δείχνουν: “Δεν είμαστε με τους Θηβαίους, δεν μηδίζουμε, είμαστε με τους Έλληνες”. Οπότε με το που φαίνεται ότι η μάχη χάνεται, δεν υπήρχε περιθώριο να γυρίσουν πίσω.
Οι Έλληνες είδαν ότι ο Λεωνίδας δεν λειτούργησε ως βασιλιάς της Σπάρτης. Εδώ υπάρχει ένας μύθος. Το περίφημο «Ή ταν ή επί τας» ισχύει αλλά δεν ξέρουμε ποια περίοδο. Στο πεδίο της μάχης ο βασιλιάς της Σπάρτης που εκστράτευε ήταν ο απόλυτος άρχοντας. Δεν τον υποχρέωνε όμως κανένας νόμος της πατρίδας του να μείνει και να πέσει μαχόμενος. Αυτό είναι μία μεταγενέστερη ερμηνεία που κυρίως λόγω των Θερμοπυλών χρησιμοποιήθηκε και από τη Σπάρτη και από άλλους. Ήταν συνειδητή επιλογή να μείνει με τους 300, που ήταν οι σωματοφύλακές του. Μαζί με αυτούς έμειναν και οι Θεσπιείς και έπεσαν μέχρι ενός».
Ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων και οι «Μηδίσαντες»
«Συνολικά ήταν 7.000 Έλληνες με Αρκάδες, Κορινθίους, Ηλείους. Συν οι Αθηναίοι και οι Ίωνες, οι νησιώτες δηλαδή και οι Κορίνθιοι με τα πλοία στο Αρτεμίσιο. Εκεί το μέτωπο δεν έπεσε. Ο περσικός στόλος επιχείρησε 3 φορές, είχαμε 3 ναυμαχίες και είχαμε να το πω έτσι ισοπαλία. Μαζί και οι 1000 Φωκείς.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να κατανοήσουμε τα δεδομένα όσων “γύρισαν” υπέρ των Περσών. Υπάρχει λόγος που μήδισαν η Θήβα και το Άργος. Πρώτον κανείς δεν πίστευε πως θα κέρδιζαν οι Έλληνες, αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία, και δεύτερον οι βασικοί εχθροί της Περσίας ήταν η Αθήνα και η Σπάρτη. Οι Πέρσες είχαν φέρει κόσμο μαζί τους για να κατοικήσει την Ελλάδα από Αφγανιστάν, Πακιστάν, Αίγυπτο κλπ., αλλά όταν θα κέρδιζαν, αρχηγούς ποιους θα βάζανε; Αθηναίους συνεργάτες και τα εδάφη της Αθήνας θα τα έπαιρνε η Θήβα. Το ίδιο και τα εδάφη της Σπάρτης θα τα έπαιρνε το Άργος».
Ποια είναι η μορφολογία της περιοχής και τι ρόλο έπαιξε στη μάχη;
«Φανταστείτε ένα μπουκάλι με δύο στόμια. Είναι τρία τα στενά ουσιαστικά. Έχουμε το βόρειο πάνω από τα σημερινά Καμένα Βούρλα. Το νότιο στόμιο και στη μέση τους το κεντρικό σώμα του “μπουκαλιού” πλατύνεται. Έχει πλάτος περίπου 1,5 χιλιόμετρο. Οι Έλληνες πολεμούσαν στα δύο στενά, υποχωρούσαν και οι Πέρσες εγκλωβίζονταν στη μέση.
Η τελευταία μέρα της μάχης ήταν ουσιαστικά αποστολή αυτοκτονίας. Έπρεπε να σκοτώσουν περισσότερους Πέρσες πριν σκοτωθούν οι ίδιοι, για να δώσουν χρόνο στους άλλους Έλληνες να φύγουν. Γιατί λέμε φεύγουμε, αλλά οι Πέρσες δεν ήταν δύσκολο να τους προλάβουν. Η Βοιωτία άλλωστε είναι μια πεδιάδα, δεν ήταν δύσκολο να προλάβουν με το ιππικό τους υποχωρούντες.
Για να τους καθυστερήσουν ο Λεωνίδας διέταξε να βγουν και οι 1000 στο άνοιγμα, στο πλάτωμα, στο μεσαίο στενό. Για να δοθεί η οπλιτική μάχη στην οποία οι Πέρσες είχαν το απόλυτο πλεονέκτημα. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η μάχη έγινε μέχρι τέλους, μέχρι που έσπασαν τα σπαθιά. Οι Πέρσες τότε πήραν το πάνω χέρι, όταν ήρθε το απόσπασμα του Ιδάρνη με τους Αθανάτους, και τους έβαλαν στη μέση και πλέον βαλλόντουσαν από δύο μεριές. Πήγαν σε έναν λόφο και τελείωσαν με βέλη. Δεν τόλμησαν να τους χτυπήσουν σε μάχη σώμα με σώμα.
Αυτή είναι η μορφολογία. Στο δεξί άκρο των Ελλήνων υπήρχε θάλασσα και από τη στιγμή που δεν είχε πρόσβαση ο περσικός στόλος, ήταν καλυμμένοι. Η οπλιτική φάλαγγα ήταν απόλυτη πολεμική μηχανή αλλά με μεγάλο μειονέκτημα τη δυσκινησία. Γι’ αυτό έβαζαν ιππικό, το οποίο δεν έχει καμία σχέση με το εξελιγμένο αργότερα ιππικό του Αλεξάνδρου, και προσπαθούσαν όσοι πολεμούσαν να είναι καλυμμένα τα νώτα τους είτε σε πλαγιά λόφου είτε να μην υπάρχει πρόσβαση του εχθρικού στρατού από πίσω και στις πτέρυγες. Από τη μία λοιπόν είχαν τη θάλασσα και αριστερά το βουνό, το Καλλιδρόμιο.
– Γιατί οι Πέρσες δεν επέλεξαν έναν άλλο δρόμο εκτός των Θερμοπυλών;
«Είναι περίπου η ίδια λογική -του Ξέρξη δηλαδή και του κάθε μεγάλου ηγεμόνα – με τη Σαλαμίνα. Η Σαλαμίνα είναι μία κορυφαία μάχη, αλλά είναι ήττα τυπικά. Ο Ξέρξης την έκαψε την Αθήνα. Τυπικά ο στόχος του επετεύχθη. Δεν είχε λόγο να πολεμήσει στη Σαλαμίνα. Δεν υπήρχε τρόπος να απειλήσει τους Πέρσες ο αθηναϊκός στόλος. Να περάσει το Αιγαίο που ήταν στην ουσία περσικό.
Ο λόγος που παρασύρθηκε στη Σαλαμίνα είναι ο ίδιος για τον οποίο πολέμησε στις Θερμοπύλες. Ο Ξέρξης μέχρι τότε ήταν αήττητος όχι μόνο στη Βαλκανική, σε όλα τα μέτωπα. Ειδικά όταν είσαι νέος ηγεμόνας στον θρόνο – ο Ξέρξης ήταν περίπου 40-45 ετών – την αξία σου την αποδεικνύεις στο πεδίο της μάχης. Ναι μεν ήταν γιος του Δαρείου αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Η ενδεχόμενη και σχεδόν σίγουρη νίκη του επί των Ελλήνων ήταν το δικό του έργο, η δική του κληρονομιά που θα άφηνε, όπως είχε αφήσει ο πατέρας του την κατάκτηση της Μακεδονίας και της Θράκης. Απέναντι είχε τον αρχηγό του αντίπαλου στρατού και βασιλιά της μεγαλύτερης πόλης. Είναι και λίγο σαν μονομαχία. Θέλεις να έχεις έναν ισάξιο αντίπαλο.
Μην υποτιμάμε ποτέ στην ιστορία το προσωπικό στοιχείο. Ας σκεφτούμε πόσες εξελίξεις έχουν υπάρξει στην ιστορία με αποφάσεις της στιγμής, προσωπικές αποφάσεις που υπερβαίνουν τους λεγόμενους νόμους της ιστορίας. Είχε την ευκαιρία να νικήσει, να αιχμαλωτίσει, να σκοτώσει ή να πάρει με το μέρος του τον αρχηγό των αντιπάλων».
Newsbeast.gr