Γκρέγκορι Πεκ – Ο τελευταίος αστέρας της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ

Ο Aμερικανός ηθοποιός Γκρέγκορι Πεκ υπήρξε ένας από τους τελευταίους αστέρες της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ. Προτάθηκε πέντε φορές για Όσκαρ και το κέρδισε μία φορά, το 1962, για τη συγκλονιστική του ερμηνεία στην ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Σκιές στη σιωπή» («To Kill a Mockingbird»).

Γεννήθηκε στην πόλη Λα Τζόλα της Καλιφόρνιας, στις 5 Απριλίου 1916 και ήταν γιος φαρμακοποιού. Οι γονείς του χώρισαν όταν ήταν πέντε ετών και μεγάλωσε αρχικά με τους παππούδες του και στη συνέχεια με τον πατέρα του. Στα 10 του γράφτηκε σε καθολικό στρατιωτικό σχολείο του Λος Άντζελες και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές σε Λύκειο του Σαν Ντιέγκο.

Στη συνέχεια γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Σαν Ντιέγκο, όπου παρακολούθησε παιδαγωγικά μαθήματα, αλλά απέκτησε και τις πρώτες του θεατρικές εμπειρίες, συμμετέχοντας σε φοιτητικές παραστάσεις. Θέλοντας να σπουδάσει Ιατρική, γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, αλλά γρήγορα τον κέρδισε η ηθοποιία, καθώς οι καθηγητές του στο πανεπιστήμιο διέκριναν τα υποκριτικά του προσόντα.

Το 1939 αποφοίτησε με πτυχίο αγγλικής φιλολογίας και τον ίδιο χρόνο μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου συμμετείχε σε διάφορους μικρούς θιάσους, με στόχο να βελτιώσει τα υποκριτικά του μέσα. Το 1942 κατάφερε να περάσει τις πύλες του Μπρόντγουεϊ, συμμετέχοντας στο έργο «Morning Star» του Έμλιν Γουίλιαμς.

Ο Γκρέγκορι Πεκ εμφανίστηκε σε αρκετές θεατρικές παραγωγές, πριν από τους πρώτους κινηματογραφικούς ρόλους του στις ταινίες «Σπάστε τα δεσμό» («Days of Glory») του Ζακ Τουρνέρ και «Τα κλειδιά τού Παραδείσου» (The Keys of the Kingdom) του Τζον Στολ και οι δύο γυρισμένες το 1944.

Η ομορφιά, η χάρη και ο μετρημένος χαρακτήρας του συνέβαλαν, ώστε να ξεχωρίσει και να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα ινδάλματα του κινηματογράφου. Διακρίθηκε για τις ερμηνείες του σε ταινίες, όπως «Νύχτα αγωνίας» («Spellbound», 1945) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, «Μονομαχία στον ήλιο» («Duel in the Sun», 1946) του Κινγκ Βίντορ, «Θρύλοι του δάσους» («The Yearling», 1946) του Κλάρενς Μπράουν, «Συμφωνία κυρίων» (Gentleman’s Agreement, 1947) του Ηλία Καζάν και «Ατσαλένιοι αετοί» (Twelve Ο’ Clock High, 1949) του Χένρι Κινγκ.



Όμως, η απεικόνιση τού κουρασμένου, κυνικού ήρωα της ταινίας «Μονομαχία την αυγή» («The Gunfighter», 1950) του Χένρι Κινγκ, τον καθιέρωσε ως έναν ηθοποιό με εξαιρετικές ικανότητες. Τιμήθηκε με Όσκαρ το 1962, υποδυόμενος τον μαχητικό δικηγόρο Άτικους Φιντς στην ταινία του Ρόμπερτ Μάλιγκαν «Σκιές στην σιωπή», ενώ προτάθηκε τέσσερις ακόμη φορές.

Ο Γκρέγκορι Πεκ διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους «καλού» και «όμορφου», ενώ οι λίγες απόπειρες να υποδυθεί ήρωες «κακούς» συνήθως αποτύγχαναν, όπως για παράδειγμα η ενσάρκωση του δρος Μένγκελε στην ταινία «Ανθρωποκυνηγητό σε δύο ηπείρους» («Boys from Brazil», 1978) του Φράνκλιν Σάφνερ.

Από το υπόλοιπο κινηματογραφικό του έργο αξίζει να αναφερθούν οι ταινίες: «Διακοπές στη Ρώμη» («Roman Holiday», 1953) του Γουίλιαμ Γουάιλερ, «Μομπι Ντικ» («Moby Dick», 1956) του Τζον Χιούστον, «Τα κανόνια του Ναβαρόνε» («The Guns of Navarone», 1961) του Τζέι Λι Τόμσον, «Η μέρα της εκδίκησης» («Behold a Pale Horse», 1964) του Φρεντ Τσίνεμαν, «Η προφητεία» («The Omen», 1976) του Ρίτσαρντ Ντόνερ, «Οι λύκοι τής θάλασσας» («The Sea Wolves», 1981) του Άντριου Μακ Λάγκλεν, «Ο γερο-Γκρίνγκο» («Old Gringo», 1989) του Λούις Πουέντσο και το «Ακρωτήρι του Φόβου» («Cape Fear»,1991) στην εκδοχή του Μάρτιν Σκορσέζε.
Στη διάρκεια της ζωής υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το Χόλιγουντ (πρόεδρος του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου και της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, μέλος του Ταμείου για την Τηλεόραση και τον Κινηματογράφο), ενώ διακρινόταν για το φιλελεύθερο πνεύμα του, έχοντας καταδικάσει ανοιχτά τον Μακαρθισμό.

H αυτοκτονία του γιου του και οι ενοχές που κουβαλούσε μέχρι το τέλος της ζωής του

Ο Γκρέγκορι Πεκ είχε νυμφευτεί δύο φορές και απέκτησε συνολικά πέντε παιδιά.

Η πρώτη σύζυγος και μητέρα των τριών παιδιών του

Ο αξέχαστος ηθοποιός από τον γάμο με την πρώτη του γυναίκα είχε αποκτήσει τρεις γιους. Με τη Γκρέτα Κουκόνεν παντρεύτηκαν το 1942 και χώρισαν το 1955. Νωρίτερα, είχε γνωρίσει τη Γαλλίδα ρεπόρτερ Βερόνικα Πασάνι, όταν ο γάμος του αντιμετώπιζε ήδη πολλά προβλήματα. Με την Πασάνι παντρεύτηκαν αμέσως μετά την έκδοση του διαζυγίου του, ενώ ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της.

Με τη δεύτερη σύζυγο του Βερόνικα Πασάνι

Με τη δεύτερη σύζυγό του απέκτησαν δύο παιδιά και ο ηθοποιός περνούσε πολύ χρόνο με τη νέα οικογένειά του. Το καλοκαίρι του 1975 θα τον σημαδέψει για όλη του τη ζωή. Ο μεγαλύτερος γιος του, Τζόναθαν που υπέφερε από κατάθλιψη λόγω μίας ερωτικής απογοήτευσης, αλλά και της ασθένειάς του (αρτηριοσκλήρωση), αυτοκτόνησε στο σπίτι του στην Καλιφόρνια. Τα τραγικά νέα βρήκαν τον πατέρα του στη Γαλλία, όπου έκανε διακοπές με τη δεύτερη οικογένειά του.

Ο Γκρέκορι Πεκ κατέρρευσε στο άκουσμα της είδησης. Τον κατέκλυσαν τύψεις κι ενοχές, καθώς θεώρησε ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του. Μετά τον γάμο του με την Πασάνι δεν περνούσε πολύ χρόνο με τα άλλα του παιδιά, γι’ αυτό και κατηγόρησε τον εαυτό του ότι δεν ήταν δίπλα στο παιδί του όταν τον χρειαζόταν.

Μετά τον θάνατο του 31χρονου γιου του, ο ηθοποιός κλείστηκε στον εαυτό του. Δεν είχε επαφή με κανέναν, ούτε καν όρεξη για δουλειά.

Τότε, ο μάνατζερ του, του είπε ότι πρόκειται να ξεκινήσουν τα γυρίσματα μίας νέας ταινίας, της Προφητείας (Omen). Ο Πεκ αρνήθηκε και ο μάνατζερ του τον πίεσε αρκετά εξηγώντας του ότι είναι ένας τρόπος για να ξεχαστεί. Ο ηθοποιός τελικά δέχτηκε, καθώς πίστευε ότι μέσα από την ταινία αυτή θα μπορούσε να νικήσει τους δικούς του «δαίμονες». Όμως αυτό δε συνέβη.

Ο Γκρέκορι Πεκ δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει τον θάνατο του παιδιού του, ούτε και τις ενοχές, τις οποίες κουβαλούσε μέχρι το τέλος της ζωής του. Αν και δεν ήθελε να μιλάει για την ιστορία αυτή όσες φορές το έκανε, έλεγε ξανά και ξανά ότι δεν ήταν κοντά στο παιδί του.

«Για το υπόλοιπο της ζωής μου θα ζω με τις ενοχές ότι ήμουν στη Γαλλία και όχι στην Καλιφόρνια», είχε δηλώσει σε μία σπάνια δημόσια εξομολόγηση για την αυτοκτονία του παιδιού του.

Ο Γκρέγκορι Πεκ πέθανε στην πολυτελή βίλα του στο Μπέβερλι Χιλς, στις 12 Ιουνίου 2003, σε ηλικία 87 ετών.

Σχετικά