Ραγδαίες είναι οι εξελίξεις στην υπόθεση Φουρθιώτη, καθώς η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να απαντήσει με όλα τα μέσα στις συνεχόμενες προκλήσεις του «δημοσιογράφου» – ατζέντη.
Όπως μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, πηγές από το Μέγαρο Μαξίμου αναφέρουν ότι «η κυβέρνηση θα προσφύγει άμεσα στον Εισαγγελέα ζητώντας την πλήρη διερεύνηση όλων των πτυχών της υπόθεσης. Ήδη έχει παρέμβει οικονομικός εισαγγελέας και διερευνώνται οι οικονομικές πτυχές της υπόθεσης. Τον λόγο έχει πλέον η Δικαιοσύνη».
Όσα έχουν αποκαλυφθεί τις τελευταίες μέρες για τον Μένιο Φουρθιώτη δεν προκαλούν μόνο το κοινό αίσθημα αλλά ανοίγουν και λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, καθώς όπως προκύπτει από τις καταγγελίες η χρήση ατόμων του κοινού ποινικού δικαίου για την επίτευξη των σκοπών του αποτελούσε μέχρι πολύ πρόσφατα συνηθισμένη πρακτική του συγκεκριμένου ανθρώπου.
Η αρχή έγινε με τις καταγγελίες του πρώην υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση, ο οποίος αποκάλυψε ότι ο Φουρθιώτης έκανε κομπίνα με το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ και έβαλε στην τσέπη πολλές χιλιάδες ευρώ. Ο κ. Βρούτσης είπε, μάλιστα, ότι όταν ανακάλυψε την κομπίνα και διέκοψε τη ροή χρημάτων στον ατζέντη δέχτηκε μια καθόλου φιλική επίσκεψη στο γραφείο του από τον μαινόμενο Φουρθιώτη και τους μπράβους του.
Ακολούθησε η ανακοίνωση των Τεχνικών της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, οι οποίοι κατήγγειλαν ότι εργαζόμενος στο κανάλι του Φουρθιώτη δέχτηκε απειλές από μπράβο όταν μίλησε για τις συνθήκες εργασίας, ενώ την ίδια τύχη είχαν και οι Επιθεωρητές του Σώματος Εργασίας που κλήθηκαν να ερευνήσουν τις καταγγελίες.
Παρά τον στρατό μπράβων που εργάζονται γι’ αυτόν, ωστόσο, ο Φουρθιώτης φαίνεται ότι εξακολουθεί να θέλει και την προστασία της αστυνομίας. Πριν από λίγες ώρες, ο δικηγόρος του προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας και ζήτησε να ακυρωθεί η πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. με την οποία διεκόπη η φρούρησή του από αστυνομικούς και άνδρες της Ασφαλείας.
Στην αίτηση που κατέθεσε ο δικηγόρος του, καθηγητής Πανεπιστημίου Πάνος Λαζαράτος χαρακτηρίζει αντισυνταγματική και παράνομη την από 31.3.2021 πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ και επικαλείται κίνδυνο για τη ζωή του, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων ότι από τις 13 Ιανουαρίου είχαν διατεθεί για την ασφάλειά του: τρεις αστυνομικοί και μια συνοδευτική υπηρεσιακή μοτοσυκλέτα με αστυνομικό, σε 24ώρη βάση και αυστηρή επιτήρηση σε καθημερινή βάση και όλο το 24ώρο, όλων των χώρων εργασίας του, δηλαδή, Ρ/Σ Party F.M. 104, εφημερίδα «Αποκαλυπτικά», Τ/Σ EPSILON TV και Stoudio Alfa- EPSILON TV, με περιπολίες της Αστυνομίας και της Ασφάλειας.
Την 18η Μαρτίου 2021 με νεότερη πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. τα μέτρα ασφαλείας του Μένιου Φουρθιώτη αυξήθηκαν. Έτσι, του διατέθηκαν τέσσερις αστυνομικοί (αντί των τριών) και εκτός από την συνοδευτική μοτοσυκλέτα, διατέθηκε και ένα αυτοκίνητο. Επίσης, αντί της επιτήρησης της κατοικίας του και των χώρων εργασίας του, διατάχθηκε η φρούρησή τους καθημερινά και σε 24ώρη βάση. Τα νέα αυξημένα μέτρα ασφαλείας επρόκειτο να επανεξεταστούν την 19η Ιουνίου 2021, σύμφωνα με την απόφαση του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ.
Τα μέτρα αυξήθηκαν κατά τους ισχυρισμούς του, καθώς υπήρχε πληθώρα επιθέσεων τόσο προσωπικών όσο και στην κατοικία του και τους χώρους εργασίας του. Επισημαίνει ότι υπήρξε έκρηξη βόμβας στο χώρο εργασίας του, εμπρηστική-δολοφονική επίθεση στο σπίτι του και βομβιστική επίθεση στον Τ/Σ EPSILON TV.
Στην συνέχεια με την προσβαλλόμενη πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ., δεν διατίθενται πλέον για την φρούρησή του οι τέσσερις αστυνομικοί, το αυτοκίνητο και η συνοδευτική μοτοσυκλέτα, ενώ έπαυσε η αστυνομική φύλαξη της κατοικίας του.
Στην αίτηση ακύρωσης, ο Μένιος Φουρθιώτης υποστηρίζει πως δεν τηρήθηκε η διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού δεν κλήθηκε σε ακρόαση πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης με την οποία μειώθηκαν τα μέτρα ασφαλείας.
Ακόμη, ο Μένιος Φουρθιώτης ισχυρίζεται ότι η επίμαχη πράξη του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας, καθώς δεν αναφέρει σε ποίους κανόνες και αρχές βασίστηκε η έκδοσή της που να δικαιολογούν την δραστική μείωση της προστασίας του.
Τέλος, αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε πριν συμπλήρωση του χρόνου εκπνοής της προηγούμενης πράξης με την οποία αυξήθηκαν τα μέτρα ασφαλείας του.