Η πρόεδρος του ΚΙΝ.ΑΛ. έμαθε από μικρή να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες με ψηλά το κεφάλι – Τα παιδικά της χρόνια που ήταν γεμάτα με πολιτική, η απώλεια των γονιών της από καρκίνο και η περιπέτειά της με την ασθένεια – Η ενασχόλησή της με τα κοινά, οι κορυφαίες θέσεις και η δύναμη με την οποία έδινε και τον αγώνα για την υγεία της
Αν το προφίλ της σχηματοποιούνταν με ένα τετράγωνο, κάθε πλευρά του θα σημαδευόταν και από έναν τίτλο. Δοκιμασία – Πρόκληση – Μάχη – Νίκη. Στην πορεία της είχε αντιμετωπίσει με καρτερία και γενναιότητα τις επιβουλές της πρώτης, με ετοιμότητα τη δεύτερη, με ηρωισμό και αυταπάρνηση την τρίτη, με γενναιοδωρία την τελευταία.
Είναι οι αξιέπαινοι μικροί και μεγάλοι άθλοι της καθημερινής ζωής μιας αγωνίστριας που εξέπεμπε αδιαλείπτως το δικό της σήμα: θέληση και πείσμα. Μιας γυναίκας με σθένος που δεν είχε αφήσει την αμφιβολία να την αποδυναμώσει και μιας πολιτικού με τόλμη που δεν είχε αποθαρρυνθεί από τον σκεπτικισμό.
Πάνω απ’ όλα, οι περιπέτειες της ζωής δεν είχαν καταφέρει να αναστείλουν την ενασχόλησή της με τα κοινά. Καθώς γι’ αυτήν την πρώτη γυναίκα εκλεγμένη δύο φορές πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝ.ΑΛ. η πολιτική ήταν βίωμα που δεν μπορεί να απαρνηθεί.
Την Κυριακή 10 Οκτωβρίου, συμμετέχοντας στην κούρσα για την επανεκλογή της, βρίσκεται στο πάρκο Ροδίνι, στην Πόλη της Ρόδου. Ανετη, με χαλαρό look, γαλάζιο σακάκι, λευκό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και σουέντ μπότες, μεταδίδει με τη φυσική της ζωντάνια και την επικοινωνιακή της ευθύτητα τον πολιτικό της παλμό στο ακροατήριο. Το πηγαίο πλατύ της χαμόγελο όσο και η ευθυτενής στάση του σώματός της δεν μαρτυρούν καμιά «σωματοποίηση» του στρες της εσωκομματικής αναμέτρησης.
Οπως πάντα, είναι η γνώριμη, ακάματη, με συναισθηματική νοημοσύνη Φώφη Γεννηματά, που είχε ήδη περιοδεύσει την περασμένη εβδομάδα στην Τρίπολη και το Ιλιον, ενώ είχε απευθύνει με προεδρική πυγμή ομιλία στην Κ.Ε. του κόμματός της στο ξενοδοχείο «Caravel» την προπερασμένη Κυριακή.
Ξαφνικά τη Δευτέρα 11 Οκτωβρίου το βράδυ ματαιώνει την παρουσία της στο Συνεδριακό Κέντρο του Δήμου Νέας Ιωνίας, λόγω αδιαθεσίας της τελευταίας στιγμής. Κανένα πρόβλημα, οι άνθρωποι, απ’ ό,τι μέταλλο κι αν είναι φτιαγμένοι, δεν είναι ακούραστα, αεικίνητα μηχανικά ρομπότ.
Κάποτε εξαντλούνται. Αργά, όμως, το ίδιο βράδυ εισάγεται εκτάκτως στον «Ευαγγελισμό» και νοσηλεύεται στον 10ο όροφο του νοσοκομείου. Η ανησυχία των οικείων, φίλων, στενών συνεργατών και συντρόφων της εντείνεται. Από τη σοβαρότητα που είναι ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των θεραπόντων ιατρών εκτιμάται ότι αυτή τη φορά η παραμονή της στο ίδιο νοσοκομείο δεν σχετίζεται με εκείνη του περασμένου Μαΐου, όταν νοσηλεύτηκε προληπτικά για ένα 24ωρο εξαιτίας κολικού του νεφρού. Την επιδείνωση της κατάστασης της υγείας της την επιβεβαιώνει με ειλικρίνεια η ιδία με ανάρτησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης το απόγευμα της Τρίτης.
Με παρρησία γνωστοποιεί ότι η υγεία της την υποχρεώνει να μη συμμετάσχει ως υποψήφια στην εκλογική διαδικασία για την εκλογή προέδρου του ΚΙΝ.ΑΛ. Μέσα από τις ίδιες γραμμές τοποθετείται υπό τη θεσμική ιδιότητά της, διαβεβαιώνοντας ότι τηρεί την υπόσχεσή της για εγγύηση της ενότητας και ακεραιότητα των διαδικασιών.
Ακόμη και κομήτης να είχε πέσει στη Χαριλάου Τρικούπη θα έκανε λιγότερο κρότο από την αξιοπρεπή, δίχως άλλο, δήλωση της απόσυρσής της από τη διεκδίκηση της ηγεσίας του κόμματος. Το αναβράζον εσωκομματικό μωσαϊκό μουδιάζει. Το πλέον δυσάρεστο είναι ότι το εκδοθέν ιατρικό ανακοινωθέν του νοσοκομείου αναφέρει:
«Μετά από εκτενείς εξετάσεις διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση οφείλεται σε υποτροπή της βασικής της νόσου». Το σοκ συγκλονίζει όλη τη χώρα. Σύσσωμο το πολιτικό προσωπικό αλλά και η πλειονότητα των καθημερινών ανθρώπων τής απευθύνουν μηνύματα στήριξης, συμπαράστασης και ευχές για γρήγορη ανάρρωση.
Νοιάζονται για τη Φώφη που βρίσκεται και πάλι στη δίνη μιας περιπέτειας εξαιτίας της «βασικής νόσου» της. Μιας ασθένειας που για την ίδια δεν αποτελεί αιτία λύπης, απελπισίας, τρομοκράτησης ή συμφοράς, αλλά αφορμή για αγώνα. Δεν την έχει καταχωνιάσει σιωπηλά ή μεταμφιέσει σαν να είναι ντροπή. Δεν την έχει αποκαλέσει «ξορκισμένη» ή «επάρατη».
Την έχει ονοματίσει απροκάλυπτα σπάζοντας ταμπού και την είχε δημοσιοποιήσει δίχως υπεκφυγές. Ακόμη περισσότερο, την έχει άφοβα παλέψει και την έχει παλικαρίσια νικήσει. Καταφέρνοντας μέσα από τη γενναία μάχη εναντίον της να διαμορφώσει πλάι στον ευαίσθητο και τον δυναμικά αισιόδοξο χαρακτήρα της. Να ξανασκεφτεί τον εαυτό της και τον κόσμο. Να ευχαριστιέται την ενέργεια της κάθε στιγμής, να ζει δημιουργικά τον ηλεκτρισμό του κάθε δευτερολέπτου…
Πλήγματα και οδύνη
Επειδή η ίδια είχε βιώσει το αρχικό σάστισμα, την ακόλουθη ταλαιπωρία, τα πλήγματα του καταλυτικού πόνου και την οδύνη της συντριβής από την απώλεια δικών της ανθρώπων μέσα στο σπίτι των νεανικών της χρόνων.
Αυτή η επίπονη ασθένεια έδειξε το αμείλικτα σκληρό πρόσωπό της απέναντι στην οικογένειά της. Και οι δύο γονείς της έφυγαν πρόωρα από τη ζωή, με απόσταση επτά μηνών ο ένας από τον άλλον, χτυπημένοι από τον καρκίνο.
Από την ίδια ασθένεια προσβλήθηκε και η θεία της, αδελφή της μητέρας της.Η Φώφη δεν είχε καλά-καλά πατήσει στα 20 χρόνια της όταν τον Ιούνιο του 1984 η μητέρα της διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος. Οι γιατροί τής έδιναν -τότε- δύο χρόνια ζωής.
Στα 43 της χρόνια η Κάκια (Κατερίνα) Γεννηματά, το γένος Βέργου, έδειξε απίστευτο κουράγιο, πλαισιωμένο με ακαταμάχητη αισιοδοξία. Πάλεψε με σθένος την αρρώστια και κατάφερε, αφότου χειρουργήθηκε, να ζήσει 10 χρόνια μετά την πρώτη αρνητική διάγνωση. Πάντα με την αξιοπρέπεια και την ισορροπία μιας γυναίκας που συνέχιζε να διατηρεί επαγγελματικά ένα κατάστημα στο Χαλάνδρι, παρότι ο σύζυγός της ήταν κορυφαίος, τότε, υπουργός του ΠΑΣΟΚ.
Δεν διανοήθηκε ποτέ να αλλάξει τις συνήθειες της καθημερινότητάς της και με υπομονή συνοδευόταν από τη μεγαλύτερη από τις δύο κόρες της στη θεραπευτική της ρουτίνα. Μαζί με τη Φώφη προσερχόταν για τις απαραίτητες χημειοθεραπείες της στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο «Μεταξά» στον Πειραιά.
Μετά, εξουθενωμένη, καθόταν σε ένα από τα παράθυρα με θέα στον Σαρωνικό, που υπενθύμιζε πόσο όμορφη είναι η ζωή έξω από την πόρτα ενός αντικαρκινικού νοσοκομείου. Ακουμπισμένες στο περβάζι, μάνα και θυγατέρα έκαναν όνειρα για το μέλλον. Σχεδίαζαν το επόμενο ταξίδι στον τόπο καταγωγής της μητέρας της, τη Σύμη, όπου μεγάλωσε ως κόρη ενός ταχυδρομικού υπαλλήλου.
Εκεί γνώρισε στα εφηβικά της χρόνια μέσα σε μια βάρκα τον μοναδικό έρωτα της ζωής της και μελλοντικό σύζυγό της, ο οποίος από τη μητέρα του, Φωτεινή, είχε κι εκείνος καταγωγή από το ίδιο ακριτικό νησί των Δωδεκανήσων. Με τις νοερές εξορμήσεις που καθοδηγούσε η Κάκια, απαλυνόταν κάπως η θλίψη που διέσχιζε εγκάρσια την κόρη της.
Από αυτή την αγόγγυστη στη δοκιμασία συμπεριφορά της μητέρας της η Φώφη άντλησε ένα μεγάλο μάθημα ζωής και το ανιδιοτελές παράδειγμα της γνήσιας, αφειδώλευτης αγάπης του γονιού προς τα παιδιά του. Με το ίδιο δέσιμο, δόσιμο και προσήλωση έχει σφραγίσει και η Φώφη τους δεσμούς τρυφερότητας, σεβασμού και αλληλοκατανόησης με τα τρία δικά της παιδιά.
Η απώλεια της μάνας
Την έκλαψε πικρά τη μανά της, όταν εκείνη έφυγε άδικα από αυτόν τον κόσμο τον Σεπτέμβριο του 1993, σε ηλικία μόλις 54 ετών. Από την ιδιοτροπία μιας κακόβουλης μοίρας, δύο ήμερες πριν ο πατέρας της είχε επιστρέψει στο οικογενειακό σπίτι από το Χιούστον του Τέξας, όπου είχε υποβληθεί σε θεραπεία για καρκίνο του πνεύμονα.
Είχε ήδη και αυτός διαγνωστεί με την ασθένεια από τον Απρίλιο του 1992, όταν και αναχώρησε για τη Νέα Υόρκη όπου υποβλήθηκε σε εγχείρηση. Το σημαντικό ήταν ότι την περίοδο της κοινής περιπέτειας της υγείας τους οι δυο τους δεν δείλιασαν, δεν λιποψύχησαν, δεν μοιρολόγησαν.
Η ψυχική γενναιότητα αμφοτέρων έως την τελευταία στιγμή μετέφερε στις κόρες τους
υποδειγματικά το μήνυμα της δύναμης, της αγωνιστικότητας, της ακεραιότητας και του ήθους τους. Αλλη μία τρανή μέσα στην τρυφερότητά της διδασκαλία ζωής και ταυτόχρονα μια παρακαταθήκη άυλης κληρονομιάς για τα επόμενα βήματα της Φώφης.
Ο Γιώργος Γεννηματάς άφησε την τελευταία του πνοή στα 55 του χρόνια στην Αθήνα, τη Μεγάλη Δευτέρα 25 Απριλίου του 1994. Απαρηγόρητες, βυθισμένες στο πένθος, οι κόρες του Φώφη και Μαίρη έμειναν μέσα σε λίγους μήνες διπλά ορφανές, δίχως τη ζεστασιά, την αγκαλιά, το χαμόγελο συμπαράστασης, το χάδι επιβράβευσης των γονιών τους.
Στην κατάμεστη Μητρόπολη το δραματικό «ύστατο χαίρε» στον οραματιστή πολιτικό εκφώνησε ο Κώστας Λαλιώτης, καθώς ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου συναντούσε επισήμως την ίδια στιγμή στην Ουάσινγκτον τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Τη διαδρομή της σορού του εκλιπόντος ως το Α’ Nεκροταφείο τη συνόδευσε πλήθος συγκινημένου κόσμου για τον άνθρωπο του οποίου το όνομα συνδέθηκε με την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, την επιστροφή των πολιτικών προσφύγων και, κυρίως, το Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Για τον ενεργό ρόλο του στον εξανθρωπισμό των συνθηκών περίθαλψης, στον εκσυγχρονισμό των νοσοκομείων και τη δημιουργία Kέντρων Yγείας, αρκετά δημόσια νοσοκομεία σε όλη τη χώρα έλαβαν το όνομά του. Επί της υπουργικής θητείας του πολλοί πίστευαν ότι ήταν γιατρός. Ο ίδιος ομολογούσε έντιμα πως «είμαι ένας πολιτικός μηχανικός που προσπαθώ να γίνω πολιτικός».
Χρόνια αργότερα οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι αυτούσια τη συστολή και ακέραιο τον ιδεαλισμό του τα κληρονόμησε η κόρη του. Διόλου τυχαία, εκείνη τη θλιβερή ήμερα της κηδείας του η Φώφη έγινε αποδέκτρια της έκφρασης των συναισθημάτων άδολης αγάπης και αγωνίας για το μέλλον της από απλούς ανώνυμους ανθρώπους.
Για άλλους ίσως το βαρύ όνομα του πατέρα της, το οποίο η ίδια έφερε με υπερηφάνεια, να αποτελούσε διαβατήριο, εισιτήριο, εφαλτήριο, όπως κι αν λέγεται, για την άμεση είσοδό της στο πολιτικό προσκήνιο. Οχι γι’ αυτήν.
Αν και ενεργά πολιτικοποιημένη, δεν επειγόταν. Μεγαλωμένη σε ένα σπίτι όπου η πολιτική αποτελούσε ουσιώδες συστατικό, είχε συναρθρώσει άρρηκτους δεσμούς με το ΠΑΣΟΚ και είχε εκδηλώσει τον κομματικό πατριωτισμό της από τα 13 της χρόνια κιόλας, όταν ως μαθήτρια συμμετείχε δραστήρια στην προσπάθεια του πατέρα της να εκλεγεί βουλευτής Μεσσηνίας.
Αργότερα, στα 25 της, είχε περιοδεύσει τρεις φορές σε όλη τη χώρα πάλι μαζί με τον πατέρα της την περίοδο ’90-’93, όπου το ΠΑΣΟΚ ήταν στην αντιπολίτευση. Στα 30 της χρόνια, παρότι δραστηριοποιούνταν στην Ενωση Γυναικών Ελλάδας και ήταν πρόεδρος του Ομίλου «Γιώργος Γεννηματάς» αρνούνταν τις παροτρύνσεις φίλων και την ενθάρρυνση απλών ψηφοφόρων να αναλάβει πρωτοβουλίες για πιο δραστήρια πολιτική συμμετοχή.
Είχε συναίσθηση της ευθύνης του ρόλου του πολιτικού και θεωρούσε κάθε βιασύνη συμμετοχής της στην κεντρική πολιτική σκηνή ιεροσυλία στη μνήμη του πατέρα της. Η θριαμβευτική εκλογή της στη Βουλή θα καθυστερούσε έξι χρόνια.
Προηγουμένως είχε να επιμεληθεί σοβαρά μια σπουδαία και επιθυμητή προτεραιότητα. Οι γιατροί από τα νεανικά της χρόνια τής έδιναν τόσο λίγες πιθανότητες ώστε σχεδόν απέκλειαν την προοπτική να γίνει μητέρα. Εσφαλλαν, καθώς δεν λογάριαζαν το τσαγανό της.
Κόντραρε με θάρρος τα προγνωστικά, αγωνίστηκε με υπομονή, προσπάθησε με επιμονή και συνέπεια επί δέκα συναπτά χρόνια για να καταφέρει να μείνει έγκυος και να αποκτήσει παιδί. Με τη βοήθεια της επιστήμης θα γεννήσει το 1997 την πρώτη της κόρη. Ηταν ένας μεγαλειώδης θρίαμβος απέναντι σε εμπόδια και αντιξοότητες. Θα ακολουθούσαν και άλλοι.
Τα παιδικά χρόνια
Γεννημένη πριν από 56 χρόνια, στις 17 Νοεμβρίου του 1964, μεγαλώνει στους Αμπελοκήπους. Αργότερα η οικογένειά της μετακομίζει σε ένα διαμέρισμα κοντά στα Σίδερα Χαλανδρίου και ξεκινά την πρωτοβάθμια εκπαίδευσή της στο ιδιωτικό σχολείο Κωστέα-Γείτονα, που τότε εδράζεται στο Μαρούσι. Τελειώνει τις μαθητικές σπουδές της στο δημόσιο Λύκειο Φιλοθέης.
Είναι ένα γλυκό καστανό κορίτσι γεμάτο ζωτικότητα που κερδίζει συμπάθειες στους συνομηλίκους της χάρη στη φιλικότητα που αποπνέει στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Συγκεντρώνει ακόμη τον θαυμασμό για τον ανυπότακτο στις αδικίες και τους καταναγκασμούς χαρακτήρα της. Είναι μια στάση ζωή που θα τηρήσει με συνέπεια σε όλη την κατοπινή σταδιοδρομία της.
Στα πρώιμα χρόνια της ο πολιτικός μηχανικός πατέρας της είναι στέλεχος της Αγροτικής Τράπεζας, πρόεδρος του επαγγελματικού σωματείου των πολιτικών μηχανικών και μέλος του ΠΑΣΟΚ από τη σύστασή του.
Από το διαμέρισμά τους διέρχεται σε κάθε ευκαιρία πλήθος πολιτικών στελεχών και συνδικαλιστών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου και η Μελίνα Μερκούρη, μεταξύ άλλων, είναι τακτικά παρόντες σε οικογενειακές γιορτές και φιλικές συνεστιάσεις στο διαμέρισμα του Γιώργου Γεννηματά, μέλους της «τρόικας» του Κινήματος. Στον από κάτω όροφο της πολυκατοικίας διαμένει ο φιλόλογος, καθηγητής και μετέπειτα υπουργός Πέτρος Μώραλης.
Η Φώφη μεγαλώνει σε μια πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα με έντονο δημοκρατικό πρόσημο και σε ένα σπιτικό περιβάλλον με σταθερές οικογενειακές αξίες. Αριστη μαθήτρια στα 18 της, ενώ έχει ιδιαίτερη έφεση στα Μαθηματικά, αρνείται να δώσει Πανελλήνιες για είσοδο στο Πολυτεχνείο και να γίνει πολιτικός μηχανικός, όπως και ο απόφοιτος του Μετσόβιου πατέρας της – υπουργός Εσωτερικών εκείνη την εποχή της πρώτης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
Η ίδια στρέφεται στις θεωρητικές σπουδές και επιλέγει τη Φιλοσοφική Σχολή. Τελικά εισάγεται στο Πολιτικό Τμήμα της Νομικής Αθήνας. Στρατεύεται αμέσως στη Νεολαία ΠΑΣΟΚ και τη φοιτητική συνδικαλιστική παράταξη της ΠΑΣΠ. Στα 22 της χρόνια, φοιτήτρια, παντρεύεται τον συμφοιτητή και κομματικό της σύντροφο Αλέξανδρο Ντέκα από την περιοχή Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας ορμώμενο. Μετά από κόπους οι δυο τους θα φέρουν στον κόσμο την κόρη τους Αμαλία.
Αργότερα, μετά από πολύχρονη συμβίωση, το ζευγάρι θα χωρίσει αρμονικά και θα διατηρήσει άψογες σχέσεις. Στα 24 της σήμερα η κόρη τους, πτυχιούχος Αρχιτεκτονικής από το Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, συμμετέχει στην επιχείρηση του πατέρα της που ασχολείται συμβουλευτικά με έργα ανακύκλωσης, φωτοβολταϊκής ενέργειας και αξιοποίησης αποβλήτων.
Εν τω μεταξύ, η Φώφη το 1986, προτού αποφοιτήσει από το πανεπιστήμιο, διορίζεται υπάλληλος στην Εθνική Τράπεζα, αποσπάται για ένα φεγγάρι στο ΠΑΣΟΚ, γίνεται αργότερα βουλευτής και υπερνομάρχης, ενώ συμπληρώνοντας τα χρόνια υπηρεσίας της στην τράπεζα συνταξιοδοτείται πρόωρα μεν στα 51 της, αλλά απολύτως νόμιμα ως μητέρα με ανήλικα παιδιά. Η σύνταξη αυτή είναι σε αναστολή επειδή κατέχει σήμερα την ιδιότητα της βουλευτή.
Στην αυγή του νέου αιώνα ανοίγει καινούριο κεφάλαιο στην προσωπική της ζωή που θα συνοδευτεί, κατ’ ευνοϊκή συγκυρία, με οικογενειακή ευτυχία και θέσεις πολιτικής καταξίωσης. Γνωρίζει τον καταγόμενο από το νησί της Σκύρου οδοντίατρο και συνδικαλιστή στον επαγγελματικό του κλάδο Ανδρέα Τσούνη. Ερωτεύονται, συνάπτουν στέρεο δεσμό και αναπόφευκτα έρχεται και ο γάμος. Παντρεύονται στις 13 Ιουνίου του 2003 στο εκκλησάκι του κτήματος «Αζαλέα» στη Βάρη.
Η νύφη καταφτάνει απαστράπτουσα με μακρύ λευκό φόρεμα κρατώντας από το χέρι την εξάχρονη κόρη της Αμαλία, η οποία είναι παρανυφάκι στη γαμήλια τελετή. Στις στολισμένες με λευκά και ροζ τριαντάφυλλα ροτόντες, στη μια πλευρά της πισίνας του κτήματος, κάθονται συγγενείς των νεονύμφων.
Από πλευράς νύφης ξεχωρίζουν η αδελφή της Μαίρη, που και εκείνη χτυπήθηκε από τον καρκίνο, μαζί με τον σύζυγό της, χημικό μηχανικό Θανάση Καραχάλιο, μετέπειτα διευθύνοντα σύμβουλο των ΕΛ.ΠΕ. επί πρωθυπουργίας Κώστα Σημίτη, καθώς και αρκετοί εκ των εξεχόντων έμπιστων πολιτικών φίλων και κομματικών συνοδοιπόρων του αείμνηστου πατέρα της, των λεγόμενων «Γεννηματικών».
Απαντες ευδιάθετοι, εύχονται «βίον ανθόσπαρτον». Εκείνη την περίοδο η Φώφη έχει παραιτηθεί από τη Βουλή και είναι ήδη υπερνομάρχης Αθηνών – Πειραιά εκλεγμένη ως επικεφαλής του συνδυασμού Νομαρχία Πολιτών.
Παράλληλα η εκκίνηση της νέας ζωής του ζευγαριού συμπληρώνεται με τη χαρούμενη άφιξη των δύο παιδιών τους. Μετά από δύο απολύτως φυσιολογικούς τοκετούς η Φώφη φέρνει στον κόσμο τον 17χρονο σήμερα γιο της Γιώργο και στη συνέχεια τη 15χρονη σήμερα κόρη της Κατερίνα. Παρά τις εγκυμοσύνες, βρίσκεται πολιτικά διαρκώς επί ποδός ασκώντας τα αυτοδιοικητικά καθήκοντά της.
Η μικρή της κόρη δεν έχει καλά-καλά σαραντίσει όταν ρίχνεται στον αγώνα της επανεκλογής της στην Υπερνομαρχία. Με ψυχραιμία αποφεύγει τον πειρασμό να εγκαταλείψει την εκλογική μάχη. Μοιράζεται ισορροπημένα μεταξύ μητρικής φροντίδας και εκλογικής δραστηριότητας. Οι δυσκολίες δεν την πτοούν. Καταφέρνει να μη λείψει από τους πρώτους μήνες ανατροφής της κόρης της και ταυτόχρονα να επανεκλεγεί.
Την επόμενη χρονιά, το 2007, ο Γιώργος Παπανδρέου την καλεί να επιστρέψει στην κεντρική πολιτική σκηνή. Είναι κάτι που και η ίδια επιθυμεί, οπότε αποδέχεται ασμένως τη νπρόσκληση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Παραιτείται από τη θέση της επικεφαλής της Υπερνομαρχίας για να εισέλθει ως επικεφαλής στο κομματικό ψηφοδέλτιο Επικρατείας στις επικείμενες εθνικές κάλπες. Αποδεικνύεται, δυστυχώς, ότι δεν μπορεί να είναι υποψήφια.
Σύμφωνα με το άρθρο 56 του Συντάγματος, οι εκλεγμένοι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έχουν κώλυμα εκλογιμότητας για το διάστημα της θητείας τους. Μένει λοιπόν εκτός πολιτικής για δύο χρόνια.
Τότε ακριβώς ο μέχρι εκείνη τη στιγμή ανέφελος ουρανός σκοτεινιάζει με βαριά μολυβένια σύννεφα. Είναι το 2008 και βαδίζει στα 43 της χρόνια, έχοντας την ίδια ηλικία με τη μητέρα της, όταν της διαγνώστηκε πρώτη φορά κακοήθης όγκος. Οι τακτικές εξετάσεις στις οποίες προσέρχεται λόγω κληρονομικού ιστορικού δείχνουν καρκίνο στον δεξιό μαστό της.
Οι δυσβάστακτα περίπλοκες και μελαγχολικά μουντές μνήμες της οικογενειακής της περιπέτειας επανέρχονται. Διαθέτει, όμως, την εκ του σύνεγγυς παρατήρηση της θαρραλέας συμπεριφοράς των δικών της ανθρώπων που βίωσαν την αφόρητη αυτή εμπειρία.
Ψυχικά αποθέματα
Επιπλέον, έχει τα ψυχικά αποθέματα και τον αυτοέλεγχο να αντιμετωπίσει την ασθένεια. Να μην ηττηθεί στην καθημερινότητά της υπό την απειλητική σκέψη ότι το χειρότερο μπορεί να συμβεί. Κυρίως κρατά τη ζεστασιά της συμπαράστασης από την οικογένειά της. Αποφασίζει να αναμετρηθεί αποφασιστικά με την αρρώστια.
Δεν ανέχεται, ούτε αντέχει στην ιδέα ότι ο 5χρονος γιος και η δίχρονη κόρη της μπορούν να μεγαλώσουν δίχως να έχουν στο πλάι τους τη δική τους μάνα. Υπόσχεται στον εαυτό της ότι θα το ξεπεράσει κινητοποιώντας όλες της τις δυνάμεις, βάζοντας στόχους και ορίζοντας χρονοδιαγράμματα. Σπεύδει στα χέρια της επιστήμης, η οποία έχει κάνει άλματα προόδου στον πόλεμο κατά της ασθένειας.
Επιταχύνει τις διαδικασίες χωρίς δισταγμό. Το Σάββατο γίνεται η διάγνωση, τη Δευτέρα υποβάλλεται σε επιτυχή χειρουργική επέμβαση στο νοσοκομείο «Ερρίκος Ντινάν». Αμέσως μετά ταξιδεύει στη Νέα Υόρκη για να ακολουθήσει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Εισάγεται στο Memorial. Ο χώρος του αντικαρκινικού νοσοκομείου στο Μανχάταν τής είναι γνώριμος, καθώς εκεί είχε νοσηλευτεί και ο πατέρας της, ο οποίος με αποκοτιά αψηφούσε την ασθένεια καπνίζοντας πού και πού κάνα τσιγάρο στο δωμάτιο.
Οι εποχές έχουν αλλάξει και η Φώφη, ξεκάθαρη όπως πάντα, δημοσιοποιεί με την ευπρέπεια που τη διακρίνει το πρόβλημα της υγείας της συγκινώντας με τη μάχη της το πανελλήνιο. Το ίδιο πλατύ κοινό θα χαμογελάσει ανακουφισμένο, όταν εκείνη επανέρχεται στην πατρίδα απολύτως θεραπευμένη και υγιής. Εχει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της.
Ο καρκίνος τής έχει χτυπήσει την πόρτα και αυτή τού την έχει κλείσει κατάμουτρα. Εχει υπερβεί την ασθένεια, ζει φυσιολογικά και αντιμετωπίζει με ασιοδοξια το αύριο, χωρίς να αμελεί τις τακτικές διαγνωστικές εξετάσεις. Και όσο εκείνες απεικονίζουν αίσια αποτελέσματα τόσο περισσότερο τονώνονται ο ενθουσιασμός και το κέφι της για ζωή και δράση.
Απολαμβάνει με όρεξη σταγόνα-σταγόνα τη γουλιά από το ποτήρι της καθημερινότητας που πλέον το βλέπει παραπάνω από μισογεμάτο. Τον επόμενο χρόνο, το 2009, αναλαμβάνει εξωκοινοβουλευτική υφυπουργός Υγείας και στη συνέχεια αναπληρώτρια υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου.
Στη συνέχεια συμμετέχει στην κυβέρνηση Παπαδήμου ως αναπληρώτρια υπουργός Εσωτερικών. Μένει εκτός Βουλής στις επαναληπτικές εκλογές του Ιουνίου του 2012, καθώς καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση του ψηφοδελτίου του κόμματός της και εκλέγεται μόνο ο πρώτος. Ακολούθως συμμετέχει στην κυβέρνηση Σαμαρά ως αναπληρώτρια υπουργός Αμυνας.
Αφοσιωμένη στη δουλειά, ανταποκρίνεται στις δεσμεύσεις, στις ευθύνες, στις υποχρεώσεις κάθε κυβερνητικού πόστου που αναλαμβάνει δίνοντας έμφαση στη λογοδοσία και τη διαφάνεια που της υπαγορεύει ο εσωτερικός κώδικας των αξιών της.
Με τη μεστή της πολιτική αφήγηση την οποία δεν υποκαθιστά με βαρύγδουπες θεατρικότητες απολαμβάνει μεγαλύτερη απήχηση και δημοφιλία απ’ όση αποτυπώνεται στο εκλογικό εκτόπισμα του κόμματός της.
Λογικά εκλέγεται το 2015 πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και το 2017 του ΚΙΝ.ΑΛ. Χωρίς ποτέ να αφήσει το ενδεχόμενο μιας ήττας να επισκιάσει την προοπτική της νίκης που της αξίζει. Είναι μια νικήτρια της ζωής, μια σταθερά της τρέχουσας πολιτικής σκηνής και μια θαρραλέα γυναίκα που έχει επίγνωση των θέσεων, των αποφάσεων και των χειρισμών της, για τα οποία δέχεται ευχαρίστως πολιτική κριτική.
Δεν ανέχεται, όμως, τα υπονομευτικά υπονοούμενα για την εξωτερική της εμφάνιση ή τα άδικα απαξιωτικά σχόλια για το χρώμα και την κόμμωση των μαλλιών, το μακιγιάζ, τα ρούχα που δεν σχετίζονται με την πολιτική της υπόσταση και τις ιδέες που πρεσβεύει. Είναι ο γήινος ρεαλιστικός εαυτός της, ένας συνειδητός κινητήρας που προωθεί κάθε βήμα της περπατησιάς της, όχι ένας υπνοβάτης στην ομίχλη των πολιτικών ψευδαισθήσεων.
Οσοι έκαναν παρέα, συνομίλησαν και σχετίστηκαν εκτός πολιτικής μαζί με την ίδια συμφωνούν ότι επρόκειτο για μια απολύτως αξιοπρεπή κυρία που ενίσχυε το κύρος της με τον ανοιχτόκαρδο χαρακτήρα και το πηγαίο χιούμορ της. Μια γυναίκα που συνδύαζε λειτουργικά τη σοβαρότητα της πολιτικής σκέψης με την οικειότητα της καθημερινής ανθρώπινης επαφής.
Ήταν η κλασική Ελληνίδα μητέρα, όπως παραδέχεται και η ίδια, τόσο προστατευτική απέναντι στα παιδιά της ώστε να μη γίνεται καταναγκαστική και συγκαταβατική όσο χρειάζεται για να μην καταντάει εκμεταλλεύσιμη. Μοιραζόταν με την οικογένειά της τα συναισθήματά της και σίγουρα τής χάρισε πολλή αγάπη, ήταν το επίκεντρο, το στήριγμα, η πηγή αισιοδοξίας της. Εκείνοι που την είχαν παρακολουθήσει στις στιγμές χαλάρωσής της στη Σκύρο μπορούν να το επιβεβαιώσουν.
Στο μικρό σπίτι του συζύγου της στο νησί κατάφερνε να ταξινομεί όλους τους φιλοξενούμενους, στις παραλίες στο Μαρκέσι ή την Κυρα-Παναγιά να διευθετεί με άνεση όλες τις ανάγκες της ομήγυρης, με ένα βλέμμα να προσέχει τα παιδιά και να επιβλέπει τις αταξίες της Γκριφόν σκυλίτσας Μαλού της οικογένειας.
Και βέβαια να διασκεδάζει με την καρδιά της στο παραδοσιακό σκυριανό καρναβάλι με τις διονυσιακές ρίζες, τις μεταμφιέσεις με μάσκες από προβιά, μαύρες κάπες με κουκούλα και τα τσοπάνικα κουδούνια. Να πίνει συγκρατημένα κάνα δυο τσίπουρα, να παρασύρεται τραγουδώντας λαϊκά τραγούδια, να χορεύει σωστό ζεϊμπέκικο, όπως της το έμαθε η μητέρα της, με τον φιλικό περίγυρο να της χτυπά ρυθμικά παλαμάκια.
Να σέρνει ακόμη αέρινα τους δημοτικούς χορούς αλλά και να συντονίζει τα βήματά της στο τέμπο του rock ’n’ roll που άρεσε στον πατέρα της. Μια καθωσπρέπει παρουσία με νορμάλ καταδεκτικούς τρόπους έκφρασης, δίχως τις ποζάτες δηθενιές που απαιτεί η συνήθης πολιτική βλοσυρότητα.
Ωριμότητα
Καμιά φορά οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από τη διαχείριση του ελάχιστου ελεύθερου χρόνου τους, όταν ανακτούν μέρος των δυνάμεων που δαπανήθηκαν στην άσκηση των καθηκόντων τους.
Υπό αυτή την οπτική η πολιτικός Φώφη Γεννηματά ήταν συναισθηματικά πολύ πιο εξοικειωμένη με τον ενεργό πολίτη, εκφράζοντας με την πιο θεμιτή έννοια την καθημερινότητά του. Γιατί μπορούσε να αρθρώνει έναν ώριμο λόγο συμπυκνωμένων νοημάτων, τον οποίο σταθερά επιμελούνταν μόνο η ίδια, και ταυτόχρονα στην ανάπαυλα να είναι η πρόσχαρη οικοδέσποινα που υποδέχεται τους επισκέπτες στο σπίτι της στη Βούλα ανήμερα τη γιορτή της στα Θεοφάνια.
Να περιοδεύει από τη μια σε όλη τη χώρα και από την άλλη, εκεί που χρειάζεται μια κοφτή ανάσα ξεκούρασης, να ετοιμάζει ακμαία γλυκά και να μαγειρεύει φαγητά για τα γενέθλια και τις γιορτές των παιδιών της στο σπίτι. Δεν ήταν ανούσια πολυπραγμοσύνη, ήταν πειστικό ενδιαφέρον και δραστήριο νοιάξιμο για τους άλλους.
Γι’ αυτή και μόνο την ακατάβλητη ενέργειά της αποτελούσε κοινή πεποίθηση όλων ότι θα ξεπεράσει την περιπέτειά της και θα επανέλθει πιο δυναμική στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Προφανώς, γιατί η ίδια είχε αποδείξει πως έχει ενστερνιστεί τη ρήση του Νίκου Καζαντζάκη: «Μην καταδέχεσαι να ρωτάς “Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε;”. Πολέμα!».