Ο «γουρουνάς» που σκότωσε τη γυναίκα του και έστησε σκηνικό «αυτοκτονίας»

Σε μόλις τρεισήμισι χρόνια φυλάκιση καταδικάστηκε ο 39χρονος βυρσοδέψης του Σιδηροκάστρου που δολοφόνησε την 30χρονη σύζυγό του Μαρίκα τον Φεβρουάριο του 1957 και επιχείρησε να καλύψει το έγκλημα του στήνοντας σκηνικό αυτοκτονίας στις γραμμές του τρένου. 

Οι δραματικές λεπτομέρειες του άγριου εγκλήματος στο Σιδηρόκαστρο αποκαλύφθηκαν στο Κακουργιοδικείο της Θεσσαλονίκης, όπου ο 39χρονος βυρσοδέψης κάθισε στο εδώλιο για τη δολοφονία της γυναίκας του.

Ήταν καλοκαίρι του 1947 όταν ο Πέτρος γνώρισε την όμορφη Μαρίκα και την έκανε σύζυγό του. Το ζευγάρι έζησε για 10 χρόνια αρμονικά και απέκτησε τέσσερα παιδιά. Ο Πέτρος ασκούσε το επάγγελμα του βυρσοδέψη και τα χρήματα τα οποία κέρδιζε ήταν αρκετά για να συντηρήσει την οικογένειά του. Το 1955 όμως, αποφάσισε να αλλάξει επάγγελμα και να ασχοληθεί με την χοιροτροφία. Οι δουλειές όμως δεν πήγαιναν καθόλου καλά με αποτέλεσμα οικονομική κατάσταση της οικογένειας να «κατρακυλήσει».

Ο φιλάργυρος Πέτρος υποχρέωσε τη σύζυγό του να πλένει τα ρούχα των στρατιωτών επί αμοιβή, ενώ τα παιδιά του άρχισαν να συντηρούνται με τα υπολείμματα των φαγητών της στρατιωτικής λέσχης. Την περίοδο εκείνη άρχισαν διάφοροι στρατιώτες να συχνάζουν στο σπίτι της οικογένειας με αποτέλεσμα η όμορφη Μαρίκα να συνδεθεί με έναν εξ’ αυτών. Μάλιστα, ακόμη και όταν ο φαντάρος μεταφέρθηκε σε άλλη μονάδα, η Μαρίκα δε σταμάτησε να του στέλνει δέματα με διάφορα είδη, αλλά και ερωτικές επιστολές. Έτσι μπορούσε να δικαιολογηθεί και το γεγονός ότι η Μαρίκα έμενε πάντα χωρίς χρήματα, παρά τα όσα κέρδιζε από την πλύση των ρούχων των στρατιωτών.

Το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου 1957 η Μαρίκα πήγε στο χοιροστάσιο του συζύγου της για να του ζητήσει χρήματα. Εκείνος αρνήθηκε να της δώσει και τότε η Μαρίκα σε έξαλλη κατάσταση του επιτέθηκε, τον άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να τον φτύνει και να τον βρίζει. Τότε, ο Πέτρος την άρπαξε από το λαιμό και την έσπρωξε μακριά. Η Μαρίκα έπεσε χωρίς πνοή σε ένα σωρό από σακίδια. Όταν ο Πέτρος διαπίστωσε ότι η σύζυγος του ήταν νεκρή, την φόρτωσε στον ώμο του και την μετέφερε στη σιδηροδρομική γραμμή που απείχε λίγα χιλιόμετρα από το χοιροστάσιο του. Εκεί τοποθέτησε το κεφάλι της στην σιδηροτροχιά για να την αποκόψει αμαξοστοιχία και να θεωρηθεί ότι πρόκειται για αυτοκτονία.

Η αρχική εκτίμηση έλεγε πως η 30χρονη γυναίκα έβαλε τέλος στη ζωή της, ωστόσο, η αστυνομία άφηνε ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και αυτό της εγκληματικής ενέργειας. Το τελευταίο σενάριο ενίσχυσαν τα αποτελέσματα της ιατροδικαστικής εξέτασης, αφού ο ιατροδικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο θάνατός της οφειλόταν σε στραγγαλισμό. Αμέσως, βασικός ύποπτος κατέστη ο σύζυγός της, καθώς ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε δει εκείνο το απόγευμα.

«Είχα διαπιστώσει τις επισκέψεις των στρατιωτών στο σπίτι της κόρης μου. Αυτό δε μου άρεσε και είχα τους είχα κάνει παρατήρηση αλλά δεν υπήρχε αποτέλεσμα. Το απόγευμα τις 11ης Φεβρουαρίου, όταν η κόρη μου είδα ότι δεν είχε επιστρέψει από το χοιροστάσιο, συνάντησα τον κατηγορούμενο. Τον ρώτησα τι είχε συμβεί στην Μαρίκα και αυτός μου απάντησε ότι εκείνη πήγαινε αυτοκτονήσει. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν επιχείρησε να την συγκρατήσει, αυτός μου απάντησε ότι τον απείλησε πως θα τον λιθοβολήσει» είπε η μητέρα της Μαρίκας στο δικαστήριο.

Για ένα σπίτι «κέντρο διερχόμενων» έκανε λόγο στην κατάθεση του ο ένας αδελφός της Μαρίκας, ενώ ο δεύτερος κατέθεσε ότι ο γαμπρός του σκότωσε τη Μαρίκα για να μην τον καταγγείλει ότι στην αποθήκη του είχε ζωοτροφές προερχόμενες από το στρατό. Στον αντίποδα, ο αδελφός του κατηγορούμενου επέρριψε την ευθύνη για όσα συνέβησαν στην νύφη του. «Αιτία της καταστροφής της οικογένειας του αδελφού μου ήταν η Μαρίκα. Τον είχε μεταβάλει σε ένα άβουλο όργανο».

Ωστόσο, το ακροατήριο λύγισε όταν στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε η 12χρονη Ελένη, κόρη του κατηγορουμένου, η οποία κατέθεσε ότι από την εποχή που άρχισαν να συχνάζουν οι στρατιώτες στο σπίτι τους, ξεκίνησαν και οι καβγάδες μεταξύ του πατέρα και της μητέρας της. «Θα πάω να σε προδώσω και θα πας φυλακή» φώναζε η μάνα της. «Δεν θα προφτάσεις γιατί θα σε σκοτώσω» απαντούσε ο πατέρας της. Όταν πάντως το μικρό κορίτσι ρωτήθηκε για το αν επιθυμεί την τιμωρία του πατέρα της, εκείνη απάντησε ότι αυτός πρέπει να πληρώσει για το φόνο της μάνας της.

Όταν έφτασε η ώρα της απολογίας, ο 39χρονος έκανε λόγο για «κακιά στιγμή», λέγοντας πως δεν ήθελε να τη σκοτώσει. «Την ημέρα που έγινε το κακό έβοσκα του χοίρους μου κοντά στο ποτάμι. Κοντά μου ήρθε και ένας γείτονας με τον οποίο αρχίσαμε να συζητάμε. Κάποια στιγμή μας πλησίασε η γυναίκα μου και νευριασμένη μου είπε να πάμε στο χοιροστάσιο. Άφησα τα ζώα να τα φυλάει ο φίλος μου και την ακολούθησα. «Τι θέλεις Μαρίκα τη ρώτησα» και εκείνη μου απάντησε «Γιατί δεν έδωσες στα παιδιά και άλλα λεφτά;» Εγώ τη ρώτησα «τι θα τα έκανε κι εκείνη δεν απάντησε. Ύστερα από αυτό αρνήθηκα να της δώσω άλλα χρήματα κι εκείνη έγινε έξω φρενών» περιέγραψε ο κατηγορούμενος.

Στη συνέχεια, περιέγραψε πως γρήγορα κλιμακώθηκε ο καβγάς και πιάστηκε στα χέρια με τη Μαρίκα. «Μου πέταξε την ομπρέλα της στο κεφάλι μου και άρχισε να φωνάζει «Δε σε ενδιαφέρει τι θα κάνω με τα λεφτά, παλιοβρωμιάρη γουρουνά». Με άρπαξε από τα μαλλιά και άρχισε να με βρίζει και να με φτύνει. Εκείνη τη στιγμή δεν ήξερα τι έκανα. Την άρπαξα από το λαιμό και την έσπρωξα. Έπεσε χωρίς ζωή πάνω σε κάτι τσουβάλια. Αργότερα όταν κατάλαβα ότι ήταν νεκρή, φοβήθηκα. Πάνω στην ταραχή μου θυμήθηκα πως συχνά έλεγε η γυναίκα μου πως θα αυτοκτονούσε. Γι’ αυτό την πήγα στις σιδηροδρομικές γραμμές. Δεν ήθελα να τη σκοτώσω. Παρόλα όσα μου έκανε την αγαπούσα. Γι’ αυτό και της συγχωρούσα τα πάντα» είπε ο κατηγορούμενος στους δικαστές.

Ο εισαγγελέας ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο «γουρουνάς» αλλά εισηγήθηκε τη χορήγηση του ελαφρυντικού του βρασμού ψυχικής ορμής και της μέτριας συγχύσεως. Το δικαστήριο αναγνώρισε και τρίτο ελαφρυντικό, με αποτέλεσμα ο 39χρονος να καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τριών ετών και έξι μηνών.

Σχετικά