Ναύπλιο 1834. Η πόλη διανύει το τελευταίο έτος της θητείας της ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους και ταυτόχρονα βιώνει μία μακρά περίοδο αναρχίας μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, το 1831, έξω από τον ναό του Αϊ Σπυρίδωνα. Σε λίγο η έδρα της κεντρικής διοίκησης θα μεταφερθεί στην Αθήνα και το Ναύπλιο θα γίνει μία τυπική επαρχιακή πόλη. Έχει, ωστόσο, γευτεί την αίγλη της πρωτεύουσας, έχει υπάρξει κέντρο πολιτικών ζυμώσεων, έχει «δει» τα πρώτα δείγματα της ελεύθερης Ελλάδας, έχει εγκαινιάσει θεσμούς, έχει εισπνεύσει ευρωπαϊκό αέρα. Αυτή τη χρονιά, το Ναύπλιο αποκτά και ξενοδοχείο. Είναι το πρώτο της ελληνικής πρωτεύουσας και φέρει τον τίτλο «Ξενοδοχείον του Λονδίνου». Είναι ένα διώροφο οίκημα, που διαθέτει οκτώ δωμάτια. Έξι χρόνια μετά, το 1840, το Ναύπλιο αποκτά και το δεύτερο ξενοδοχείο του υπό τον πολλά υποσχόμενο τίτλο «Αφθονία». Στο διάστημα αυτό, βέβαια, στη νέα πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας, τα ξενοδοχεία ξεπηδούν με συνοπτικές διαδικασίες…
Στους Έλληνες η έννοια «φιλοξενία» είναι γονιδιακά οικεία. Εμπεριέχεται, άλλωστε, στους τίτλους του Ξένιου Δία και της Ξενίας Αθηνάς. Στην αρχαία Ελλάδα είναι πράξη αρετής και κοινωνικής αναβάθμισης. Οι αρχαίοι συγγραφείς μαρτυρούν ότι ο ξένος, που καταφθάνει σε μία πόλη, είναι το τιμώμενο πρόσωπο πλουσιοπάροχου γεύματος, οργανωμένου από τον πολίτη, που τον φιλοξενεί. Δεν είναι βέβαια τουρίστας, συνήθως είναι αγγελιοφόρος, αλλά γίνεται σχεδόν πανηγυρικά αποδεκτός, καθώς δεν κομίζει μόνο μήνυμα για συγκεκριμένο παραλήπτη, αλλά γενικότερα νέα από τον «έξω κόσμο». Η έκφραση του κράτους στον όρο «φιλοξενία» αποτυπώνεται στα «καταγώγια», τα οποία βρίσκει κανείς πλάι σε ναούς ή τόπους όπου διοργανώνονται μεγάλες γιορτές. Είναι πολυτελή πέτρινα διώροφα ή τριώροφα κτίσματα, που προσφέρουν στον ξένο «στέγη, άλας, έλαιον, όξον, λύχνον, κλίνη, στρώμα, τράπεζα». Η ιδιωτική πρωτοβουλία εκφράζεται μέσα από τα πανδοχεία, όπου ο ταξιδιώτης βρίσκει κλίνη και φαγητό καταβάλλοντας ένα χρηματικό ποσό. Με την ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων των πόλεων και της ανταλλαγής προϊόντων, τα πανδοχεία φτάνουν να απευθύνονται σχεδόν αποκλειστικά σε εμπόρους, που ταξιδεύουν με τα ζώα τους. Οι περισσότερες από αυτές τις δομές φιλοξενίας προσαρμόζονται, ώστε να εξυπηρετούν και τις ανάγκες των ζώων. Τα χάνια (εκ του τουρκικού han=πανδοχείο, οίκημα συνήθως χτισμένο σε δρόμο πέρασμα ή σε τόπο με μεγάλη κινητικότητα, που εξυπηρετεί για την ξεκούραση και την τροφοδοσία ταξιδιωτών) είναι πια η νέα προσφερόμενη υπηρεσία.
Στην Ελλάδα του οθωμανικού ζυγού, οι επισκέπτες φιλοξενούνται σε χάνια, σε κατοικίες γνωστών, σε ακατοίκητα σπίτια ή ακόμη, αν είναι καλοκαιράκι, υπό το φως των αστεριών… Σε περιγραφή του ο Τούρκος χρονικογράφος Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέπτεται το 1670 την Αθήνα, κάνει λόγο για 105 καταστήματα και δύο εμπορικά χάνια με αυλή και πηγάδι. Αλλά το 1813 εμφανίζονται στην πόλη οργανωμένα χάνια για τους εμπόρους. Είναι τετράγωνα κτίσματα με εσωτερική αυλή για τον σταυλισμό των ζώων και διαθέτουν πηγάδι. Σε όροφο γύρω γύρω βρίσκονται τα καταλύματα των ξένων και του ιδιοκτήτη. Επίπλωση δεν υπάρχει και οι επισκέπτες πρέπει να φέρουν μαζί και τις κουρελούδες τους για στρωματσάδα. Στο ισόγειο είναι οι χώροι των ζώων, οι απόπατοι και το μαγειρείο. Αντί ενός ορισμένου ποσού οι φιλοξενούμενοι μπορούν και να κολατσίσουν. Ως το 1827 η Αθήνα διαθέτει 30 χάνια. Από τις καταγραφές των ταξιδιωτών, πάντως, φαίνεται πως το δημοφιλέστερο είναι το Χάνι του Φρανσουά, κάπου στη σημερινή οδό Καραϊσκάκη, κοντά στην Ερμού. Ίσως επειδή είναι το πρώτο που δέχτηκε όχι μόνον εμπόρους, αλλά και απλούς περιηγητές.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ HOTEL – ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΡΩΜΑΤΣΑΔΑ ΣΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ…
Ως το πρώτο ξενοδοχείο της Αθήνας φέρεται το «Hotel d΄ Europe» (Ξενοδοχείο της Ευρώπης) του εξ Ιταλίας ορμώμενου ζεύγους Καζάλι (μονόφθαλμοι αμφότεροι), με έτος ίδρυσης το 1832. Βρίσκεται στην οδό Αιόλου και απευθύνεται σε εμπόρους, που επιθυμούν μία προσωρινή στέγη αντί προσιτής τιμής, μακριά από τις μυρωδιές των στάβλων και του απόπατου. Το 1835, για άγνωστο λόγο, το ξενοδοχείο μετονομάζεται σε «Albergo Nuovo» (Νέο Ξενοδοχείο) και τον επόμενο χρόνο σε «Royal» (Βασιλικό), καθώς λέγεται ότι διανυκτέρευσε άπαξ σε αυτό ο βασιλεύς.
Ενδεικτική είναι η περιγραφική στιχομυθία των ηρώων στο ιστορικό μυθιστόρημα «Η επιστροφή» της Φιλομήλας Λαπατά:
«Υπάρχει ακόμα το “Χάνι του Φρανσουά”; Αν θυμάμαι καλά κάποιος Φραγκίσκος Βιτάλης το είχε». «Μπα… Έκλεισε. Πάνε τρεις χρόνοι, ουουου. Τώρα ένα ζευγάρι ξένων άνοιξε το “Ξενοδοχείο της Ευρώπης”. Καζάλι λέγουνται κι έχουνε κι οι δυο από ΄να μάτι μονάχα, σαν να το ΄βγαλε ο ένας τ΄ αλλουνού από γινάτι». Γέλασε ο αγωγιάτης με το αστείο του. «Πολύ καλό πανδοχείο για κόσμο σαν και του λόγου σας. Κει έμεινε και ο βασιλέας μας τον περασμένο χρόνο, γι αυτό και τ΄ ονομάσανε “Βασιλικό Ξενοδοχείο” από τότες. Τώρα, όμως, δεν έχει κάμαρες λεύτερες. Το ΄χουνε ΄πιτάξει Βαυαροί αξιωματικοί της Βασιλικής Φρουράς, όπως και τα περισσότερα σπίτια στην Αθήνα, άλλωστε. Δύσκολα θα βρείτε κάπου να μείνετε, εφέντη. Υπάρχουνε ακόμα και κάποια χάνια της κακιάς συφοράς: του Σκουρλά, του Καλκούνη, η “Ελευσίς”, ούλα γύρω από την Αγορά. Αλλά είναι άσκημα και βρόμικα. Οι πελάτοι, για να κοιμηθούνε, στρώνουνε καταγής μπατανίες που φέρνουνε οι ίδιοι, επειδής δεν υπάρχουνε κρεβάτια».
Λίγο νωρίτερα, το 1834, εγκαινιάζεται και το παλαιότερο στην Αθήνα ξενοδοχείο – εστιατόριο. Είναι το «Πετρούπολις» στη συμβολή Αιόλου και Αγίας Ειρήνης. Η επιχείρηση διαθέτει καρέκλες και τραπέζια χωρίς τραπεζομάντηλα ή πετσέτες, όπου οι πελάτες μπορούν να καθήσουν για φαγητό με τα χέρια. Θα φάνε, θα πιούνε και θα σκουπίσουν τα χέρια τους στο πίσω μέρος της φουστανέλας των σερβιτόρων! Το μπροστά προορίζεται για να σκουπίζουν τα δικά τους χέρια οι σερβιτόροι!
Επίσης στην οδό Αιόλου, την ίδια χρονιά –παρότι κάποιοι χρονικογράφοι τοποθετούν την εμφάνισή του δέκα χρόνια αργότερα- λειτουργεί και το ξενοδοχείο «Ανατολή» των Φεράλδη-Πικόπουλου, και λίγο παρακάτω, στο ύψος της πλατείας Κοτζιά, το 1840, ανοίγει το «Αγγλία» του Φρ. Γεράλδη.
Είναι εποχή, που οι περιηγητές ανά την Ευρώπη ονειρεύονται να επισκεφθούν την ελεύθερη Αθήνα και να ανέβουν ανεμπόδιστοι από τους Τούρκους στον βράχο των ξακουστών αρχαιοτήτων. Λαμαρτίνος, Άντερσεν, Γκωτιέ, Φλωμπέρ και τόσοι άλλοι άνθρωποι του πνεύματος καταφθάνουν στην πόλη, όπου στο μεταξύ, στο δεύτερο μισό του 19ου αι. έχει στηθεί ένα ικανοποιητικό δίκτυο ξενοδοχειακής υποδομής σε διώροφες ή και τριώροφες αρχοντικές κατοικίες, ανασκευασμένες για τις ανάγκες φιλοξενίας των ταξιδιωτών. Ωστόσο, το δίκτυο των ολίγων ακόμα δρόμων της Αθήνας είναι βρομερό και τρισάθλιο. Τα λύματα πλημμυρίζουν τις χωμάτινες οδούς, καθιστώντας τη λάσπη μόνιμο ντεκόρ… Αρκετά από τα σχόλια των επισκεπτών της πόλης συνίστανται στο… οξύμωρο της εσωτερικής καθαριότητος και της εξωτερικής λασπουριάς. Το 1836 Έλληνας επιχειρηματίας με τη Γερμανίδα σύζυγό του νοικιάζουν διώροφο αρχοντικό της οδού Αιόλου, κοντά στην Ερμού, και ανοίγουν το δικό τους ξενοδοχείο υπό τον τίτλο «Ξενοδοχείον του Μονάχου».
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΔΕΣΠΟΖΕΙ ΑΚΟΜΗ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Το 1837, όμως, η Αθήνα αποκτά το δικό της υποδειγματικό ξενοδοχείο. Όχι τόσο επειδή είναι καθαρό –που είναι, δηλαδή- αλλά κυρίως επειδή είναι χτισμένο εξαρχής γι αυτή τη χρήση και μάλιστα από τον αρχιτέκτονα, που αναμορφώνει ολόκληρη την πόλη, τον Σταμάτη Κλεάνθη. Ανήκει στον ίδιο, ονομάζεται «Αίολος» και βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αιόλου και Αδριανού, στην ποδιά του βράχου. Το κτήριο αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο, δύο ορόφους με 25 δωμάτια και εσωτερική αυλή. Έχει τη διάταξη χανιού. Στο ισόγειο υπάρχουν πέντε καταστήματα (μαγαζιά ή σπετζαρίες ή σπετζερίες) τα οποία χρησιμοποιούν τους υπόγειους χώρους τους ως βοηθητικούς και με εσωτερική επικοινωνία. Στο, δε, κιγκλίδωμα του θολωτού υπέρθυρου είναι σφυρηλατημένη η χρονιά που εγκαινιάζει τη λειτουργία του.
(Σημειώνεται ότι το κτήριο με το σφυρήλατο κιγκλίδωμά του, υπάρχει ακόμη. Έχει αγοραστεί και αποκατασταθεί αρχιτεκτονικά από τον επιχειρηματία Μπαϊρακτάρη κι έχει ανατεθεί για πώληση στους Sotheby΄s).
Όσο τα χρόνια περνούν και η ελεύθερη Ελλάδα βρίσκει τα πατήματά της, η πρωτεύουσα εγκαινιάζει ξενοδοχεία, που όλα διαθέτουν εστιατόρια. Για την ακρίβεια, θα έλεγε κανείς ότι η πόλη αποκτά εστιατόρια, που συνοδεύονται από κοιτώνες, διότι προφανώς δεν νοείται φιλοξενία άνευ φαγητού. Έχοντας καθιερώσει παροχές, που στο πρώτο μισό του αιώνα έλειπαν (λειτουργικά έπιπλα στα δωμάτια, καθαρά σεντόνια και καθαρά λουτρά) οι επιχειρήσεις φιλοξενίας διαγκωνίζονται τώρα με αιχμή το καλό φαγητό, υπηρεσία, που πάντα συμπεριλαμβάνεται στις διαφημίσεις τους στα έντυπα της εποχής. «Δείπνο πιάτα εννέα. Πρόγευμα πιάτα πέντε» σημειώνει μεταξύ άλλων η ρεκλάμα του ξενοδοχείου «ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ» στην «πλατεία Συντάγματος, άντικρυ των Ανακτόρων». Αλλά και οι περιηγητές, που βρίσκονται στην Αθήνα, δεν παραλείπουν να αναφερθούν στην παρεχόμενη εστίαση.
Άγγλος περιηγητής που έχει καταλύσει στο «Ξενοδοχείο της Ευρώπης» το 1834, παρατηρεί πως το εστιατόριο είναι λαμπρό και πως εδώ έχει βρει αγγλική μπύρα Πόρτερ, ενώ εφημερίδα του 1842 πληροφορεί ότι στο ξενοδοχείο «Βασιλικόν» «το Σάββατον της Τυροφάγου το εσπέρας, το δικηγορικόν σώμα των Αθηνών συνηθροίσθη εις την μεγάλην αίθουσαν του ξενοδοχείου του Καζάλι και συνεκρότησε λαμπρόν συμπόσιον (…) Εις τον κατάλογόν του υπήρχον παντός είδους φαγητά». Στο μεταξύ, ένα ακόμη ξενοδοχείο εγκαινιάζεται αυτή τη φορά επί της οδού Σόλωνος. Φέρει το όνομα «Ωραία Γαλλία» και είναι εγκατεστημένο σε μία διώροφη κεραμοσκεπή κατοικία. Διαθέτει δύο κοινόχρηστα λουτρά, ένα σε κάθε όροφο, αλλά δεν υπάρχει τρεχούμενο νερό. Αν ο πελάτης θελήσει, πρέπει να το ζητήσει από την προηγούμενη μέρα, προκειμένου να το εφοδιαστεί από τους νερουλάδες ο ξενοδόχος. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η υπόθεση νερό είναι δύσκολη στην Αθήνα της εποχής. Ούτε τα πολυτελή ξενοδοχεία διαθέτουν τρεχούμενο. Ακόμα και η Μεγάλη Βρετανία, που θα ανεγερθεί σε λίγο απέναντι από το παλάτι, θα αποκτήσει σχετική υποδομή κοντά στα τέλη του 19ου αι.
ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΚΟΣΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΕΙΑΣ ΟΘΩΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΟΛΙΔΙ ΤΗΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΝΙΣΤΡΑΣ
Η αλήθεια είναι ότι όσο το θέμα της ανέγερσης του βασιλικού ανακτόρου είναι σε εκκρεμότητα, τα ξενοδοχεία στην Αθήνα ξεπηδούν περισσότερο πέριξ της πλατείας Όθωνος (Ομόνοια) όπου πιθανολογείται ότι εντέλει θα χτιστεί το παλάτι. Στην οδό Αιόλου, από το 1835 έως πριν το ξέσπασμα του β΄ παγκόσμιου πολέμου λειτουργούν περισσότερα από 50 διαφορετικά ξενοδοχεία. Αντίστοιχα λειτουργούν στο ίδιο διάστημα και στην οδό Αθηνάς, ενώ 37 συνολικά ξενοδοχεία λειτουργούν στην πλατεία Όθωνος. Επιπλέον, οι έμποροι που διανυκτερεύουν στα καταλύματα πέριξ της πλατείας γίνονται η αιτία να αναπτυχθούν δραστηριότητες, που τους κρατούν αμετακίνητους στην περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο η κότα γεννά το αβγό και εκείνο μία νέα κότα… Η ανάγκη δημιουργεί ανάγκη και κάποτε το ζητούμενο πού ακριβώς θα χτιστεί το ανάκτορο, μπαίνει στο περιθώριο. Η εμπορική καρδιά της πόλης χτυπά πια στην πλατεία Όθωνος. Ουδείς εκ των μέσων ξενοδόχων, πλην εκείνων που επιδιώκουν πολυτελή πελατεία, ενδιαφέρεται πια για την εγκατάσταση του ανακτόρου. Άλλωστε, από τη φήμη ακόμα ότι αυτό θα κτιστεί στον λόφο της Μπουμπουνίστρας (πλ. Συντάγματος), εύποροι ντόπιοι και ξενομερίτες έχουν σπεύσει να αποκτήσουν γη και να υψώσουν τ΄ αρχοντικά τους στην περιφέρειά της κι αυτοί, τουλάχιστον προσώρας, δεν προτίθενται να τα διαθέσουν για ξενοδοχειακή εκμετάλλευση. Έτσι, μετά την τελεσίδικη απόφαση (1836) για εγκατάσταση της βασιλικής οικογένειας στη Μπουμπουνίστρα, η πλατεία Όθωνος υπολείπεται σε παροχές πολυτελείας. Πολύ σύντομα γύρω της αναπτύσσεται ένας εντυπωσιακός αριθμός καταλυμάτων για χαμηλά βαλάντια. Η περιοχή χρειάζεται κάτι δυνατό, κάτι που θα κάνει μία βαθιά τομή νεωτερισμού και θα προσελκύσει το ενδιαφέρον των πελατών. Τα διάσπαρτα ξενοδοχεία της είναι αρκετά, αλλά κάτι λείπει… Ό,τι λείπει, θα το φέρουν ο «Μέγας Αλέξανδρος» το 1889 και το «Μπάγκειον» τέσσερα χρόνια αργότερα. Τα δύο ξενοδοχεία, εκατέρωθεν της οδού Αθηνάς, επάνω στην πλατεία, σχεδιασμένα από τον Τσίλερ, εγκαινιάζουν μία νέα εποχή στην ξενοδοχειακή μορφή.
Είναι ογκώδη με εσωτερικό κεντρικό αίθριο σκεπασμένο από γυάλινη οροφή και παρατεταγμένα περιμετρικά τα δωμάτια. Αρχικά ο εθνικός ευεργέτης, επιχειρηματίας Ιωάννης Μπάγκας ή Πάγκας από την Κορυτσά αγοράζει το οικόπεδο στη διασταύρωση της Αθηνάς με την πλατεία Όθωνος για να χτίσει εκεί την κατοικία του. Αλλά κατά τη φάση της ολοκλήρωσης της ανέγερσης, αποφασίζει ότι το αποτέλεσμα θα ταίριαζε περισσότερο για ξενοδοχείο παρά για κατοικία. Έτσι δημιουργεί τον Μέγα Αλέξανδρο. Το κτήριο είναι μεγάλο, διώροφο με ισόγειο και τη στέψη του κοσμούν αγάλματα, τα οποία τρεις δεκαετίες μετά, αφαιρούνται, όταν προστίθεται και τρίτος όροφος. Το ισόγειο χαρακτηρίζεται από μεγάλα τοξωτά ανοίγματα και απομίμηση λαξευτής κυφωτής τοιχοδομής. Τα γωνιακά διαμερίσματα τονίζονται με καμπύλους εξώστες και ψευδοκαρυάτιδες. Το ξενοδοχείο διαθέτει 62 δωμάτια με συνολικά 129 κλίνες και δύο κοινόχρηστες τουαλέτες ανά όροφο. Έχει σαλόνια πολυτελώς διακοσμημένα, θυρωρείο και ασανσέρ, ενώ στο ισόγειο λειτουργεί επί 24ωρου το εστιατόριό του, που σερβίρει και πατσά σε κούπες. Σε λίγα χρόνια, αποκτά και το δίδυμο αδελφάκι του, που χτίζεται στην άλλη γωνία της Αθηνάς. Το νέο ξενοδοχείο φέρει το όνομα του ιδιοκτήτη του και υψώνεται στο οικόπεδο, όπου προηγουμένως βρισκόταν η κατοικία του Σπυρίδωνα Τρικούπη. Σύντομα αποκτά κι ένα παράρτημα στη διασταύρωση της πλατείας με την Γ΄ Σεπτεμβρίου. «Μπάγκειον» (μετά του παραρτήματος) και «Μέγας Αλέξανδρος» αποτελούν τα κοσμήματα της πλατείας και ο Μπάγκας τα δωρίζει, μαζί με την υπόλοιπη περιουσία του, στο ελληνικό δημόσιο (είναι από τους λίγους εθνικούς ευεργέτες που δωρίζουν την περιουσία τους όσο είναι ακόμη εν ζωή).
Τα θηριώδη ξενοδοχεία της Όθωνος προσελκύουν εύπορους εμπόρους, που φτάνουν στην Αθήνα για δουλειές. Εύπορους, αλλά εμπόρους. Διότι οι υψηλοί προσκεκλημένοι του παλατιού προτιμούν τον λόφο της Μπουμπουνίστρας και τον… βασιλικό αέρα. Στην πλατεία Όθωνος ζει ένας άλλος κόσμος. Στο ισόγειο του Μπάγκειου λειτουργεί και καφενείο με την ίδια επωνυμία. Ο ιδιοκτήτης του, Μάριος Βαϊάνος, διευθυντής του περιοδικού «Νέα Τέχνη», θερμός υποστηρικτής του Καβάφη και φίλος του Μπάγκα, ονειρεύεται να το μετατρέψει σε κέντρο λογίων και τα καταφέρνει. Το καφενείο γίνεται στέκι των καλλιτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων της περίφημης γενιάς του 1930. Βάρναλης, Άγρας, Τερζάκης, Ψαθάς, Μυρτιώτισσα, Ρίτσος, Λαπαθιώτης «ζυμώνονται» στα τραπέζια του, ρουφώντας τούρκικο καφέ. «Με φωνές δυνατές συζητούνε, για την τέχνη, δυο τρεις νεογνοί, μα την πίστη μου, είναι αγνοί και την τέχνη πονούνε. Βλέποντάς τους μονάχα φοβούμαι, με του λόγου την έξαψη, εκεί, καθώς είναι κι οι τρεις νηστικοί, μην τυχόν φαγωθούνε» σκαρώνει ο Κερκυραίος ποιητής Στέφανος Μπολέτσης, περιγράφοντας την ατμόσφαιρα του καφενείου, στο ποίημά του με τον τίτλο «Το Χάνι των Ποιητών». Μεταπολεμικά, τα μικρότερα ξενοδοχεία της περιοχής πέφτουν σε παρακμή, αλλά τα δίδυμα αντέχουν. Το «Μπάγκειον» μάλιστα φτάνει να λειτουργεί ως το 1969. Έχει πέσει βέβαια σε κατηγορία παρεχόμενων υπηρεσιών, αλλά εξακολουθεί να δέχεται κόσμο.
Στην πλατεία των Ανακτόρων, πάντως, το πρώτο ξενοδοχείο εμφανίζεται το 1850 στην τριώροφη γωνιακή οικία του Στέφανου Ξένου (στη σημερινή διασταύρωση Όθωνος και Φιλελλήνων). Είναι το «Ξενοδοχείο των Ξένων», που φημίζεται για την καθαριότητα και το θαυμάσιο φαγητό του. Το 1865 ο Αγρινιώτης ζωέμπορας Σάββας Κέντρος νοικιάζει το μέγαρο Γιαννοπούλου στη διασταύρωση των σημερινών δρόμων Καραγιώργη Σερβίας και Σταδίου για να στεγάσει το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Την ίδια χρονιά καταφθάνει στην Αθήνα από τη Σμύρνη ο Γάλλος ιστορικός Ερνέστ Ρενάν και καταλύει στο ξενοδοχείο της πλατείας. Γράφει σε φίλο του: «…Γράψε μας στο ξενοδοχείο Μεγάλης Βρετάννιας, Αθήνα. Είμαστε πολύ καλά εδώ και γοητευμένοι που έχουμε μπροστά μας έναν μήνα ανάπαυσης… Η σύγχρονη πόλη είναι πολύ χαρούμενη, πολύ όμορφη, ο κόσμος γλυκός και καλοπροαίρετος».
Στο μεταξύ από το 1842, ένας εύπορος Έλληνας της διασποράς, ο Αντώνης Δημητρίου, κατά προτροπή του ίδιου του Όθωνα, έχει αγοράσει μία μεγάλη έκταση διαγωνίως απέναντι από το παλάτι, προκειμένου να χτίσει πολυτελή κατοικία, όπου –ελλείψει ξενοδοχείων… ικανοποιητικής υποδομής- θα φιλοξενούνται οι υψηλοί καλεσμένοι του βασιλιά. Πράγματι, ο Δημητρίου, υπό την επίβλεψη του Δανού αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν χτίζει μία έπαυλη 90 δωματίων, «κατώτερη του ανακτόρου σε μέγεθος, αλλά ανώτερη σε πολυτέλεια» αναφέρει ο Τύπος της εποχής. Το 1874 ο Σάββας Κέντρος και Καλαβρυτινός μάγειρας της βασιλικής Αυλής, Στάθης Λάμψας, «χτυπούν» την έπαυλη του Δημητρίου. Το σχέδιο είναι να μεταφέρουν εδώ τη «Μεγάλη Βρετανία» και ο λόγος είναι ισχυρός και για τους δύο. Ο μεν Κέντρος επιθυμεί να αναβαθμίσει τη μονάδα του, ο δε Λάμψας να δημιουργήσει ένα ξενοδοχείο «για πρίγκηπες και βασιλείς». Το 1878 η «Μεγάλη Βρετανία» μεταφέρεται στη θέση, όπου θα δεσπόζει ενάμιση αιώνα μετά. Το 1888, όταν ο Κέντρος αποδημεί, ο Λάμψας αγοράζει το μερίδιό του από τη χήρα του και γίνεται ο αποκλειστικός ιδιοκτήτης. Έχει πετύχει αυτό που ονειρευόταν. Να δημιουργήσει ένα κατάλυμα για πρίγκηπες και βασιλείς…
Αλλά τώρα πια πέριξ των ανακτόρων έχουν ξεπεταχτεί και άλλα ξενοδοχεία. Το 1868 «Το Βυζάντιον» στην κάτω πλευρά του λόφου απέναντι από τη βασιλική κατοικία, το 1875 η «Αγγλία» στην κορυφή της Ερμού, το 1880 η «Ευρώπη» δίπλα στην «Αγγλία», και το 1888 το «Grand Hotel» («Μέγα Ξενοδοχείον») στην πλατεία πλάι στη «Μεγάλη Βρετανία». Έως το 1940 στην πλατεία Συντάγματος θα λειτουργήσουν συνολικά 14 ξενοδοχεία, φέροντα τα περισσότερα ονόματα… αγαστών εθνο-εταίρων.
Η Αθήνα έχει μπει σε τουριστική τροχιά. Τα χρόνια που έρχονται τη βρίσκουν ανανεωμένη, με μπαζωμένα ρέματα, όμορφα κτήρια και δρόμους της προκοπής. Είναι μια γοργά αναπτυσσόμενη πρωτεύουσα με σπουδαία ιστορία και ελκυστικά μνημεία. Όπου φτιάχνονται δρόμοι, ξεπετιόνται ξενοδοχεία. Οι επισκέπτες της δεν έχουν πια μόνο καλά λόγια για τους φιλόξενους κατοίκους της, αλλά και για την προηγμένη υποδομή της. Μία επίσκεψη εδώ, στον βράχο της Ακροπόλεως -και όχι μόνον- αποτελεί για πολλούς όνειρο ζωής…
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ