Η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να είναι επιφυλακτική, γιατί έχουμε επιμονή της σεισμικής δράσης στη συγκεκριμένη περιοχή της Θήβας, η οποία γνωρίζουμε ότι δίνει ισχυρούς σεισμούς. Όλοι ευχόμαστε να μη συμβούν τα χειρότερα. Αλλά με τις ευχές δεν αντιμετωπίζονται τα φυσικά φαινόμενα.
Τις τελευταίες μέρες ο Εγκέλαδος υπενθύμισε την παρουσία του στην περιοχή της Θήβας και αλλού (π.χ. στην Κρήτη) και προβλημάτισε έντονα τις τοπικές κοινωνίες. Είναι φυσιολογική η εξέλιξη των τελευταίων ημερών; Υπάρχει κίνδυνος από την παρατεταμένη σεισμική δράση; Τα ερωτήματα δεν τα θέτει ο συγγραφέας του άρθρου και οι άλλοι ειδικοί επιστήμονες. Τα θέτουν οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες. Οι επιστήμονες οφείλουμε να αξιολογούμε και να ενημερώνουμε την πολιτεία και τους συμπολίτες μας. Ας δούμε, λοιπόν, πως έχουν τα πράγματα. Με ψυχραιμία και προσήλωση στην επιστημονική τεκμηρίωση.
Ποιος δεν γνωρίζει ότι η Ελλάδα είναι η χώρα των θαυμάτων, των θεών και των …σεισμών; Αυτό είναι γνωστό παγκοσμίως! Σήμερα θα μιλήσουμε για την τρέχουσα σεισμική πραγματικότητα. Στο μέλλον ίσως δοθεί η ευκαιρία να δούμε τη σύνδεση των σεισμών με τους θεούς και τα …θαύματα.
Στον προβληματισμό των ημερών προτεραιότητα έχει η Θήβα. Όχι τόσο γιατί τις τελευταίες μέρες υπήρξε εκεί ένα μπαράζ σεισμικών δονήσεων με μεγαλύτερη εκείνη του απογεύματος της Κυριακής μεγέθους 3,9. Αν ήταν μόνο αυτό τότε κάποιος ευλόγως θα ρωτούσε «Μα το μέγεθος 3,9 στην Ελλάδα, στη χώρα των σεισμών, δεν είναι πολύ συνηθισμένο;». Ασφαλώς, έτσι είναι. Για παράδειγμα, μέσα στο τελευταίο δεκαήμερο έγιναν σε διάφορα σημεία του Ελλαδικού χώρου πέντε σεισμοί με μεγέθη 3,9 ή και λίγο μεγαλύτερο. Δηλαδή, κατά μέσο όρο έγινε ένας τέτοιος σεισμός κάθε δύο μέρες. Το συμπέρασμα είναι προφανές. Συνεπώς, ο προβληματισμός για τη Θήβα δεν είναι ένας σεισμός μικρός, μεγέθους 3,9, από μόνος του. Είναι πολλοί οι λόγοι, οι οποίοι αξιολογούμενοι όλοι μαζί δημιουργούν τον έντονο προβληματισμό. Θα τους παραθέσω και στο τέλος θα προκύψει αβίαστα το συμπέρασμα.
Όταν αξιολογούμε την τρέχουσα σεισμική δράση σε μια περιοχή πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τόσο τα επιστημονικά δεδομένα όσο και τις κοινωνικές συνθήκες. Ας αρχίσουμε με τα επιστημονικά δεδομένα. Έχει ήδη ειπωθεί ότι η περιοχή της Θήβας επλήγη πολλές φορές στο παρελθόν από ισχυρούς σεισμούς. Τα δεδομένα μας δεν είναι πλήρη για την ιστορική περίοδο, δηλαδή για το πριν το 1900 χρονικό διάστημα. Στο βιβλίο μου για τους σεισμούς του Κορινθιακού κόλπου και των γύρω περιοχών, που εκδόθηκε το 2000 από το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, συγκεντρώσαμε με τους συνεργάτες μου όλα τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι το 1321 μ.Χ. έγινε στη Θήβα ισχυρός σεισμός.
Τα διαθέσιμα στοιχεία, όμως, δεν είναι επαρκή για να υπολογίσουμε το μέγεθός του. Τα στοιχεία μας, όμως, είναι πλουσιότερα και ακριβέστερα για τους σεισμούς που έγιναν μέσα στο 19ο αιώνα. Γνωρίζουμε, λοιπόν, πολλά για τον πολύ δυνατό και βλαβερό σεισμό του πρωινού της 18ης Αυγούστου του 1853 που προκάλεσε σημαντικές βλάβες στη Θήβα. Σκοτώθηκαν 11 άνθρωποι ενώ πολύ περισσότεροι ήταν οι τραυματίες. Το μέγεθός του είχε αρχικά υπολογιστεί σε 6,5. Αλλά με νεότερο υπολογισμό που πραγματοποιήθηκε από μεγάλη διακρατική ευρωπαϊκή ομάδα, και δημοσιεύτηκε το 2013, καθορίστηκε μέγεθος 6,7. Στις 2 Σεπτεμβρίου ακολούθησε ισχυρός μετασεισμός μεγέθους πάνω από 6. Προσεισμοί δεν αναφέρθηκαν, αλλά δεν πρέπει να παρασυρθούμε και να συμπεράνουμε ότι δεν έγιναν. Αν έγιναν, δεν υπήρχαν σεισμογραφικά όργανα να τους καταγράψουν. Και αν τα μεγέθη τους δεν ήταν σημαντικά τότε, πιθανότατα, δε διασώθηκαν σχετικές πληροφορίες στην ιστορική καταγραφή.
Αλλά μέσα στο 19ο αιώνα η Θήβα ξαναχτυπήθηκε από ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,2 στις 23 Μαΐου του 1893. Οι προσεισμοί ξεκίνησαν ελαφρά τον Ιανουάριο του 1892. Στα τέλη Μαρτίου του 1893 οι προσεισμοί έγιναν δυνατοί και συνεχίστηκαν μέχρι τον κύριο σεισμό, ο οποίος έβλαψε πολλά σπίτια και σκότωσε 2 ανθρώπους. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια και η Θήβα χτυπήθηκε και πάλι από ισχυρό σεισμό μεγέθους 6 στις 17 Οκτωβρίου του 1914. Εβλάβησαν αρκετά σπίτια αλλά δεν αναφέρθηκαν ανθρώπινα θύματα. Έκτοτε δεν έγινε εξίσου ισχυρός σεισμός μέχρι σήμερα.
Τα επιστημονικά δεδομένα δεν αφήνουν αμφιβολίες για το γεγονός ότι η περιοχή της Θήβας έχει σημαντικό σεισμικό παρελθόν. Αυτό οφείλεται στα ενεργά ρήγματα που διατρέχουν την περιοχή. Ένας σεισμός μεγέθους 4,6 στις 2 Δεκεμβρίου του 2020 προκάλεσε επιστημονικό ενδιαφέρον και προσωρινή ανησυχία στην περιοχή. Αλλά το ενδιαφέρον και ο προβληματισμός επανήλθαν στις αρχές Ιουλίου του 2021. Στις 11 και 20 εκείνου του μηνός έγιναν νέοι σεισμοί με μέγεθος 4,3 και 4,1, αντίστοιχα. Στις 21 Ιουλίου συνήλθε εκτάκτως η Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου και εξέτασε την περίπτωση της Θήβας, αλλά και του Αρκαλοχωρίου Κρήτης, δεδομένου ότι εκεί η ενεργοποίηση είχε ήδη ξεκινήσει ένα μήνα νωρίτερα. Και για τις δύο περιοχές η Επιτροπή γνωμάτευσε ότι επιβάλλεται η ενεργοποίηση του προληπτικού σκέλους του επιχειρησιακού Σχεδίου Εγκέλαδος. Η γνωμάτευση αυτή γνωστοποιήθηκε άμεσα στις τοπικές αρχές από τη Γεν. Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας.
Έκτοτε η περιοχή της Θήβας δεν ησύχασε. Οι μικροσεισμοί είναι συνεχείς, με αυξομειώσεις στο ρυθμό, αλλά συνεχείς. Στις 29 Σεπτεμβρίου του 2021, σε νέα συνεδρίαση της Επιτροπής, επιβεβαιώθηκε η ανάγκη λήψης προληπτικών μέτρων. Η μικρή έξαρση σεισμών των τελευταίων ημερών επανέφερε τον προβληματισμό. Και αυτό είναι λογικό από κοινωνική άποψη, δεδομένου ότι οι σεισμοί έχουν εστίες κοντά στην πόλη.
Τα σεισμικά φαινόμενα είναι δυναμικά και η πορεία τους μεταβάλλεται εύκολα. Η επιστημονική κοινότητα θα πρέπει να είναι επιφυλακτική, γιατί έχουμε επιμονή της σεισμικής δράσης στη συγκεκριμένη περιοχή της Θήβας, η οποία γνωρίζουμε ότι δίνει ισχυρούς σεισμούς.
Όλοι ευχόμαστε να μη συμβούν τα χειρότερα. Αλλά με τις ευχές δεν αντιμετωπίζονται τα φυσικά φαινόμενα. Η ορθή αντιμετώπιση απαιτεί περίσκεψη, συνεχή αξιολόγηση, λήψη προληπτικών μέτρων και υποστήριξη του πληθυσμού με ορθή και τεκμηριωμένη ενημέρωση.
Στην τρέχουσα συγκυρία δεν υπάρχει σεισμική έξαρση άξια λόγου σε άλλη περιοχή του Ελλαδικού χώρου. Στην ευρύτερη περιοχή της Κρήτης καταγράφονται συχνά σεισμικές δονήσεις, όχι μεγάλων μεγεθών. Οι περισσότεροι από αυτούς τους σεισμούς αποτελούν μετασεισμούς στο Αρκαλοχώρι και στη θαλάσσια περιοχή της Ζάκρου, δηλαδή εκεί που έγιναν οι δύο ισχυροί σεισμοί στις 27.9.2021 και 12.10.2021, αντίστοιχα. Η πορεία, όμως, είναι φυσιολογική και μέσα στα αναμενόμενα πλαίσια.
Σήμερα η επιστήμη διαθέτει πολλά όπλα καταγραφής, ανάλυσης, αξιολόγησης. Οι επιστήμονες επιβάλλεται να τα αξιοποιούμε προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, το οποίο διψά για έγκαιρη και τεκμηριωμένη ενημέρωση.
(Ο Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ και UNESCO, Μέλος της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου, Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021).
Πηγή:ieidiseis.gr