Γιάννης Μανιάτης: Ο Πόλεμος της Ενέργειας

Ο καθηγητής και πρώην υπουργός Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής μας εξηγεί γιατί η απαίτηση του Πούτιν θέτει ζητήματα συνοχής της Ευρώπης

Όσο εξελίσσεται η ενεργειακή κρίση και κλιμακώνεται ο οικονομικός πόλεμος ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση, αναζητήσαμε τον Γιάννη Μανιάτη, έναν από τους ανθρώπους που γνωρίζουν όσο λίγοι τα θέματα της ενέργειας, έχοντας ο ίδιος διατελέσει υπουργός Ενέργειας στην πρώτη ρωσο-ουκρανική κρίση, τπ 2014, με την προσάρτηση της Κριμαίας. Γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο πλέον ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία μάς αφορά άμεσα, ή, όπως το έθεσε ο κ. Μανιάτης στην αρχή της συζήτησής μας, «είναι ένας πόλεμος που δεν αφορά μόνο τον ηρωικό λαό της Ουκρανίας, ο οποίος ανθίσταται απέναντι σε έναν εισβολέα, αλλά αφορά και ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο λειτουργίας του ευρωπαϊκού και ευρύτερου συστήματος ασφάλειας και άμυνας».

Η ενέργεια είναι ένας πολύ σημαντικός παράγοντας, «είναι όμως και η ανθρωπιστική και η επισιτιστική κρίση, που έχει αρχίσει να χτυπά χώρες της Αφρικής και της νοτιοανατολικής Ασίας, ενώ επιπλέον υπάρχουν πολύ σημαντικές επιπτώσεις στην αλυσίδα των προϊόντων με αποτέλεσμα την εκτίναξη των τιμών σε όλα τα αγαθά και τη συνακόλουθη ύφεση». Όλα αυτά συνιστούν ένα εξαιρετικά δυστοπικό παρόν, που επιτείνεται, καθώς, όσο ο πόλεμος στο πεδίο των μαχών δεν προχωράει σύμφωνα με τα σχέδια του Ρώσου προέδρου, ένα δεύτερο μέτωπο έχει ανοίξει με την απαίτηση η πληρωμή για τις παραδόσεις φυσικού αερίου από τις χώρες της Ευρώπης να γίνεται σε ρούβλια. Πρώτες η Πολωνία και η Βουλγαρία αρνήθηκαν να πληρώσουν και ο Πούτιν διέταξε τη διακοπή των ροών στις χώρες αυτές. Τι σημαίνουν όλα αυτά και πώς πρέπει να αντιδράσει η Ευρώπη;

Κύριε Μανιάτη, σας είχα ακούσει πριν από το ρώσικο τελεσίγραφο να λέτε ότι θα ήταν αυτοκτονικό για την Ευρώπη να σταματήσει άμεσα και με δική της πρωτοβουλία την εισαγωγή ρωσικού φυσικού αερίου ως μέρος των κυρώσεων. Τώρα, μετά την παράλογη απαίτηση της Ρωσίας να πληρώνουν οι δυτικές εταιρείες που διαχειρίζονται την ενέργεια σε ρούβλια στην Gazprom, ποια είναι η τοποθέτησή σας; Πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει αυτόν τον εκβιασμό η Ευρώπη;

Ας ξεκαθαρίσουμε το γεγονός ότι η Ευρώπη από μόνη της δεν έχει κανέναν λόγο να εντάξει αυτό το χρονικό διάστημα στις κυρώσεις το ρωσικό φυσικό αέριο, δεδομένου ότι δεν είναι ακόμα έτοιμη να αντικαταστήσει τα περίπου 155 δισ. κυβ. μέτρα (bcm) που εισάγει κάθε χρόνο από τη Ρωσία. Αλλά αυτό που διαδραματίζεται τώρα, αυτός ο ωμός εκβιασμός που πραγματοποιείται εκ μέρους του προέδρου Πούτιν να πληρώσει η Ευρώπη σε ρούβλια, και όχι στο συμφωνηθέν από τα συμβόλαια νόμισμα, έχει μεγάλη συμβολική σημασία, και αδιαμφισβήτητα θέτει την Ευρώπη μπροστά σε ένα μεγάλο ευρωπαϊκό δίλημμα. Ασφαλώς και η ίδια δεν παίρνει καμία πρωτοβουλία με σκοπό τη διακοπή της τροφοδοσίας με φυσικό αέριο των νοικοκυριών και των επιχειρήσεών της, όμως, όταν τίθενται ζητήματα συνοχής και ενότητας της ίδιας της ΕΕ, τότε πρέπει να παρθούν ομόφωνες και ομόθυμες αποφάσεις. Εξάλλου, με αυτές τις κινήσεις, ο απώτερος σκοπός του προέδρου Πούτιν εστιάζεται στη διάσπαση της συνοχής της Ευρώπης, μέσα από τις χώρες που θα υποκύψουν στον εκβιασμό του, φοβούμενες για την ενεργειακή τους ασφάλεια.

Η δική μου θέση είναι ότι η Ευρώπη δεν πρέπει για κανέναν λόγο να υποκύψει, αν και έχει υπάρξει, δυστυχώς, καθυστέρηση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για μια νομική γνωμοδότηση που θα λέει ξεκάθαρα ότι οι πληρωμές σε ρούβλια παραβιάζουν τις κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας. Ας μην εστιάσουμε όμως στις τεχνικές λεπτομέρειες που μπορεί να κουράσουν. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε είναι ότι το όλο ζήτημα είναι πρωτίστως πολιτικό και με βάση αυτόν τον γνώμονα οφείλουν να λειτουργήσουν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τα κράτη-μέλη. Θέλω να ελπίζω ότι αυτός ο εκβιασμός δεν θα αποτελέσει την αρχή για τη διάσπαση της εσωτερικής συνοχής και ενότητας της Ευρώπης.

Η Ευρώπη είναι εξαρτημένη σε πολύ μεγάλο βαθμό από το ρωσικό αέριο, αλλά δεν είναι όλες οι χώρες το ίδιο εξαρτημένες. Αυτή η διαφοροποίηση στο ποσοστό εξάρτησης των κρατών-μελών από το ρωσικό αέριο, τι σημαίνει για την κοινή πολιτική;

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είναι εξαιρετικά δύσκολο ειδικά για τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης να αποδεχθούν τη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου, πολύ περισσότερο που σε λίγους μήνες θα έρθουν το φθινόπωρο και ο βαρύς χειμώνας, γιατί η εξάρτησή τους είναι πολύ μεγαλύτερη. Είναι κάπως πιο εύκολο για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και αυτές δεν θα δυσκολευτούν σημαντικά. Έχουμε ξεφύγει από το καθαρά ενεργειακό ζήτημα και αναφερόμαστε πλέον σε θέματα χειρισμού της τροφοδοσίας της ίδιας της οικονομίας και κατ’ επέκταση των νοικοκυριών. Σε αυτό ποντάρει ο πρόεδρος Πούτιν, να υποκύψουν οι χώρες στον εκβιασμό, φοβούμενες την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους και τις συνακόλουθες κοινωνικές πιέσεις και αναταραχές. Είναι ξεκάθαρα ένα γεωπολιτικό παιχνίδι εκ μέρους της Ρωσίας και επομένως το «ναι» ή το «όχι» θα έχουν έναν υψηλότατο συμβολισμό.

Η Ρωσία επιπλέον με αυτό που εκβιαστικά απαιτεί κερδίζει την ενίσχυση του εθνικού της νομίσματος δημιουργώντας μια πλασματική ζήτηση. Αλλά αυτό θα μπορούσε να το πετύχει και χωρίς να υποχρεώσει τις δυτικές εταιρείες να εξουσιοδοτήσουν την Gazprom bank να ανοίξει στο όνομά τους έναν δεύτερο λογαριασμό που θα μετατρέπει τα ευρώ σε ρούβλια. Δηλαδή, δεν εμποδίζει κανείς τη Ρωσία όταν εισπράξει έσοδα σε ευρώ ή σε δολάρια να τα μετατρέψει σε ρούβλια, επιδιώκει όμως να συμβεί αυτό με τη βούληση των δυτικών κυβερνήσεων, άρα να τους εμπλέξει στο παιχνίδι παρουσιάζοντας την εικόνα μιας Ευρώπης υποταγμένης και διχασμένης. Για αυτόν τον λόγο είναι κρίσιμο η Ευρώπη να απαντήσει ενιαία, με συνοχή και αποφασιστικότητα, και όχι να αποφασίσει το κάθε κράτος από μόνο του την πιο ανώδυνη λύση για το ίδιο. Ας ελπίσουμε στο Συμβούλιο Κορυφής που θα γίνει στο τέλος Μαΐου να επικρατήσουν οι πιο σώφρονες σκέψεις.

Δεν είναι μόνο η Ευρώπη εξαρτημένη από το ρωσικό αέριο, αλλά και η Ρωσία έχει ανάγκη τα έσοδα από την πώλησή του στις ευρωπαϊκές χώρες. Τι σημαίνει αυτό για τη Ρωσία;

Υπάρχει μία υψηλή εξάρτηση της Ευρώπης της τάξης του 45% από το ρωσικό φυσικό αέριο, μαζί με μια μικρότερη εξάρτηση από πετρέλαιο και άλλα ορυκτά καύσιμα. Η οποιαδήποτε διακοπή τροφοδοσίας σε ενεργειακά προϊόντα της ΕΕ είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Όπως, επίσης, είναι βέβαιο ότι θα δημιουργήσει σοβαρά οικονομικά προβλήματα στη ρωσική οικονομία το να σταματήσει να εισρέει το ευρωπαϊκό χρήμα από την πώληση ενεργειακών προϊόντων. Οι εκτιμήσεις για τα ενεργειακά προϊόντα που πουλάει στην Ευρώπη η Ρωσία είναι της τάξης των 250 δις δολαρίων ετησίως, τα οποία δεν είναι εύκολο να αντικατασταθούν από τροφοδοσία σε άλλους πελάτες, όπως π.χ. η Κίνα, πρωτίστως λόγω ανυπέρβλητων τεχνικών εμποδίων. Μόνο μέσα στους δύο μήνες της εισβολής, η Ρωσία εισέπραξε από την Ευρώπη 43 δις ευρώ. Άρα, είναι βέβαιο πως θα υπάρξει σημαντικό πρόβλημα και στο εσωτερικό της Ρωσίας, συνυπολογίζοντας ότι έχουν χαθεί ήδη 200.000 θέσεις εργασίας, με την αποχώρηση των μεγάλων εταιριών.

Υπήρχαν ενδείξεις για αυτό τον «ενεργειακό πόλεμο», ήταν κάτι που η Ρωσία είχε προσχεδιάσει, όπως είχε προσχεδιάσει την εισβολή;

Από το καλοκαίρι του 2021 έπρεπε να έχει υπάρξει μία εγρήγορση εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Διότι στο σύνολο των υπόγειων αποθηκών φυσικού αερίου της Ευρώπης, πολλές από τις οποίες διαχειρίζεται η Gazprom (όπως έχουν συμβόλαια για την αγορά ρωσικού φυσικού αερίου, αντίστοιχα συμβόλαια έχουν ώστε να είναι ο operator των αποθηκών), είχε υπάρξει σοβαρό έλλειμμα στην πλήρωσή τους σε σχέση με την πάγια ποσότητα που εισέρρεε τα προηγούμενα χρόνια, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες του φθινοπώρου και του χειμώνα. Δηλαδή, ενώ κάθε χρόνο μέσα καλοκαιριού οι αποθήκες ήταν γεμάτες κατά 60-70%, το καλοκαίρι του 2021 βρίσκονταν στα ελάχιστα όρια της τάξης 20-25%.

Αυτό θα έπρεπε να είχε αποτελέσει σημαντικό στοιχείο εγρήγορσης των αντίστοιχων εθνικών εποπτευόμενων αρχών αλλά και των ευρωπαϊκών μηχανισμών. Δυστυχώς, αυτά τα μηνύματα δεν έγιναν αντιληπτά από την Ευρώπη, και φτάσαμε στο τέλος του 2021, στην όξυνση της ενεργειακής κρίσης, με την Ευρώπη να βρίσκεται χωρίς σημαντικά αποθέματα φυσικού αερίου. Είναι προφανές λοιπόν, πως υπήρξε σχέδιο και προετοιμασία, επί μήνες, τόσο για την εισβολή στην Ουκρανία, όσο και για την «επιτηδευμένη» όξυνση της ενεργειακής κρίσης.

Τα σημάδια, βέβαια, υπήρχαν ήδη με την προσάρτηση της Κριμαίας. Όταν η Δύση έπρεπε να είχε αντιδράσει απέναντι στην επιθετικότητα της Ρωσίας, συνολικά. Ως υπουργός Ενέργειας είχατε κομβικό ρόλο στην τότε κρίση.

Πράγματι τα πρώτα μηνύματα δόθηκαν τo 2014 με την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία. Εμείς, ως προεδρεύουσα χώρα της ΕΕ, πήραμε πρωτοβουλίες ώστε να μην υπάρξουν προβλήματα στην τροφοδοσία της Ευρώπης, και επιπλέον παραθέσαμε πολύ συγκεκριμένες προτάσεις ώστε να μπορούν να αντιμετωπιστούν τέτοιες καταστάσεις στο μέλλον. Με χαρακτηριστικότερη την επιστολή που είχα αποστείλει ως προεδρεύων του Συμβουλίου Υπουργών Ενέργειας στον τότε ευρωπαίο επίτροπο Ενέργειας, με την οποία πρότεινα να διαμορφωθεί ένα ενιαίο ευρωπαϊκό ταμείο το οποίο θα βοηθούσε τις πιο αδύναμες χώρες να αντιμετωπίσουν τις πολύ υψηλές τιμές στα φορτία υγροποιημένου φυσικού αερίου, που, αντί να έρχονται στην Ευρώπη, πήγαιναν στην Κίνα, τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία…

Δυστυχώς, η πρόταση αυτή δεν εισακούστηκε, αλλά ευτυχώς επανέρχεται τώρα σε βελτιωμένη μορφή από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, και ιδιαίτερα από την Ελλάδα, αν και συνεχίζουν να υπάρχουν οι αντιρρήσεις των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Εάν άμεσα τα κράτη-μέλη δεν αποφασίσουν τη συγκρότηση αυτού του ενιαίου ευρωπαϊκού μηχανισμού, όπως και με την πανδημία, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο για το κάθε κράτος, ειδικά για τα κράτη με μεσαίες και μικρότερες οικονομίες, να αντιμετωπίσουν τον ορυμαγδό αρνητικών επιπτώσεων από την ενεργειακή κρίση.

Η Ελλάδα δεν είναι από τις υψηλά εξαρτημένες χώρες, σωστά; Ποια είναι η ενεργειακή μας θωράκιση;

Σε σχέση με το φυσικό αέριο η Ελλάδα δεν είναι από τις πολύ επηρεαζόμενες χώρες. Έχουμε μία διείσδυση του φυσικού αερίου στην τελική κατανάλωση ενέργειας, δηλαδή στο σύνολο της κατανάλωσης στον ηλεκτρισμό, σε θέρμανση-ψύξη και μεταφορές, της τάξης του 7%. Όταν υπάρχουν πολλές άλλες χώρες που έχουν αντίστοιχα διείσδυση στο ενεργειακό τους ισοζύγιο 30-35%. Μέσα σε αυτό το 7% η εξάρτηση της Ελλάδας από το ρωσικό αέριο είναι της τάξης του 40%. Άρα η Ελλάδα δεν έχει την εξάρτηση που έχουν χώρες όπως η Λιθουανία, η Φινλανδία, η Ουγγαρία, η Βουλγαρία, ακόμα και η Γερμανία, η Αυστρία, η Ιταλία, η Ολλανδία. Υπάρχουν χώρες με 100% εξάρτηση. Αυτό δίνει στην Ελλάδα τη δυνατότητα να λάβει έκτακτα μέτρα προστασίας της κοινωνίας και των ελληνικών επιχειρήσεων.

Να πούμε εδώ ότι οι βάσεις για την ενεργειακή θωράκιση της Ελλάδας μπήκαν το 1987, με τότε υπουργό Ενέργειας τον Σάκη Πεπονή, που πήρε την πολύ σοφή απόφαση να δημιουργήσει τη μονάδα υγροποιημένου αερίου στη Ρεβυθούσα που έχουμε σήμερα. Στη συνέχεια εμείς το 2013 προχωρήσαμε στην αναβάθμιση και επέκταση της χωρητικότητάς της κατά 70%. Ταυτόχρονα τα χρόνια 2010-2014 καταφέραμε μια πολύ σπουδαία εθνική επιτυχία, να περάσουμε τον νότιο διάδρομο που είναι ο αγωγός TAP από την Ελλάδα. Καταφέραμε επίσης να εντάξουμε στα ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα προγράμματα (PCIs) τον σταθμό υγροποιημένου αερίου FSRU της Αλεξανδρούπολης, που τα εγκαίνιά του έγιναν πρόσφατα, ξεκινήσαμε τον ελληνοβουλγαρικό αγωγό IGΒ, που είναι υπό ολοκλήρωση, και μια σειρά άλλες δράσεις, όπως οι πρωτοβουλίες μας για τον αγωγό EastMed, που δίνουν σήμερα στην Ελλάδα τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει με κάπως πιο μεγάλη ευχέρεια αυτή την πολύ μεγάλη κρίση που έχουμε μπροστά μας. Αντίθετα, χώρες όπως για παράδειγμα η Γερμανία έχουν βρεθεί απολύτως απροετοίμαστες, με αποτέλεσμα τώρα να τρέχουν ασθμαίνοντας να δημιουργήσουν δύο μονάδες σαν τη Ρεβυθούσα, την οποία εμείς έχουμε εδώ και 30 χρόνια.

Η χώρα μας μπορεί να αντιμετωπίσει τα δύσκολα που θα έρθουν;

Κανείς δεν ξέρει πώς ακριβώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, και είναι η υποχρέωση της πολιτείας, είναι να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα ώστε να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τα χειρότερα δυνατά σενάρια. Τα έκτακτα μέτρα, ήδη προετοιμασμένα από την προηγούμενη ρωσο-ουκρανική κρίση, όπως η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρισμού από τα λιγνιτικά εργοστάσια, το να γυρίσουν τα εργοστάσια που έχουν τις προδιαγραφές τους διακόπτες τους από αέριο σε πετρέλαιο, το να τροφοδοτηθούμε όσο το δυνατόν περισσότερες ποσότητες υγροποιημένου φυσικού αερίου, έχουν ήδη δρομολογηθεί ώστε να περάσουμε τον επόμενο χειμώνα και φθινόπωρο όσο πιο ανώδυνα γίνεται.

Ποιοι είναι οι επόμενοι κρίσιμοι σταθμοί;

Περιμένουμε να δούμε πώς θα κάνει την πληρωμή της η Γερμανία, καθώς η στάση της θα αποτελέσει οδηγό και για άλλες χώρες. Και πώς θα λειτουργήσουν και οι υπόλοιπες χώρες. Η Ελλάδα έχει δηλώσει ότι θα είναι συνεπής στις πληρωμές της στα συμβόλαια που έχει υπογράψει χωρίς να παραβιάζει τις κυρώσεις. Πώς ακριβώς θα γίνει αυτό; Θα το δούμε τότε. Αυτά είναι και επιχειρηματικά απόρρητα που κανείς δεν τα ξέρει, αρκούμαστε στις δημόσιες δηλώσεις. Και βέβαια στην έκτακτη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στο τέλος του μήνα, θα δούμε τι αποφάσεις θα πάρει η ΕΕ και αν θα αντιμετωπίσει ενιαία τις αυξήσεις στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου που πυροδοτούν οι επιθετικές κινήσεις της Ρωσίας. Χωρίς την απόφαση να τεθεί σε λειτουργία ένα Ενιαίο Ευρωπαϊκό Ταμείο κατά αναλογία της ευρωπαϊκής αντίδρασης για την πανδημία, τα πράγματα θα είναι πάρα πολύ δύσκολα για πολλές χώρες, συνυπολογίζοντας ότι η ενεργειακή ασφυξία θα εκτινάξει το κόστος ζωής, θα φέρει κοινωνικές αναταράξεις, ενώ πιθανότατα θα έχουμε έκρηξη του λαϊκισμού και της δημαγωγίας.

(από www.athensvoice.gr)

Σχετικά