Η μελέτη βασίστηκε στην έρευνα περισσότερων από 500.000 συμμετεχόντων σε βάθος χρόνου εννέα ετών
Είναι μία κίνηση που οι περισσότεροι κάνουμε μόλις καθίσουμε στο τραπέζι… Προσθέτουμε αλάτι στο πιάτο μας.
Όμως, σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 500.000 Βρετανών μέσης ηλικίας, αυτή η «αθώα» κίνηση μας οδηγεί σε πρόωρο θάνατο.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το να προσθέτουμε πάντα αλάτι στα τρόφιμα κόβει πάνω από δύο χρόνια από το προσδόκιμο ζωής για τους άνδρες και ενάμιση χρόνο για τις γυναίκες. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει πως δεν θα πρέπει να βάζουμε αλάτι στο φαγητό κατά τη διαδικασία του μαγειρέματος.
Τι έδειξε η έρευνα
«Εξ όσων γνωρίζω, πρόκειται για την πρώτη μελέτη που συνδέει την προσθήκη αλατιού με τον πρόωρο θάνατο» λέει ο επικεφαλής της μελέτης, καθηγητής Lu Qi του πανεπιστημίου Tulane, στη Νέα Ορλεάνη.
«Ακόμη και μια μετριοπαθής μείωση αλατιού μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικά οφέλη για την υγεία μας, ειδικά όταν γενικεύεται σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού».
Η μελέτη βασίστηκε στην έρευνα περισσότερων από 500.000 συμμετεχόντων σε βάθος χρόνου εννέα ετών.
Η πρόσληψη αλατιού είναι δύσκολο να παρακολουθηθεί με ακρίβεια, επειδή πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα περιέχουν υψηλά επίπεδα αλατιού και η άμεση μέτρηση μέσω τεστ ούρων δεν παρέχει απαραίτητα ένα στιγμιότυπο ενδεικτικό της συνολικής πρόσληψης.
Περίπου το 70% της πρόσληψης νατρίου στους δυτικούς πληθυσμούς προέρχεται από επεξεργασμένα και παρασκευασμένα τρόφιμα, με το 8-20% να προέρχεται από το αλάτι που προστίθεται στο τραπέζι. Ωστόσο, η προσθήκη αλατιού είναι ένας πολύ καλός δείκτης της προτίμησης ενός ατόμου για τροφές με αλμυρή γεύση, επομένως η ομάδα εστίασε την ανάλυσή της σε αυτή τη μέτρηση.
Σε σύγκριση με αυτούς που ποτέ ή σπανίως προσθέτουν αλάτι στο φαγητό του, αυτοί που το κάνουν πάντα διατρέχουν 28% αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν πρόωρα. Σε ηλικία 50 ετών, οι άνδρες και οι γυναίκες που πάντοτε προσθέτουν αλάτι είχαν μικρότερο προσδόκιμο ζωής 2,3 χρόνια και 1,5 χρόνο αντίστοιχα.
Άλλοι παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα, όπως η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα, ο δείκτης μάζας σώματος, το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ, η σωματική δραστηριότητα, η διατροφή και θέματα υγείας όπως ο διαβήτης, ο καρκίνος και οι καρδιακές παθήσεις, ελήφθησαν επίσης υπόψη.