Σαν σήμερα, πριν από 40 χρόνια, στις 24 Ιουλίου του 1982, η ελληνική Βουλή ψήφιζε νομοσχέδιο, με το οποίο καταργούσε την ποινική δίωξη της μοιχείας. Μια από τις ηχηρές αποφάσεις της κυβέρνησης της “Αλλαγής”.
Στη χώρα μας, η μοιχεία ήταν ποινικό αδίκημα σχεδόν από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Σύμφωνα με το άρθρο 286 του Ποινικού Νόμου της Βαυαροκρατίας που ίσχυσε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1950, η διάπραξη μοιχείας χαρακτηριζόταν ως πλημμέλημα.
Παρέμεινε ως πλημμέλημα και με τον νέο Ποινικό Κώδικα που ίσχυσε από την 1η Ιανουαρίου 1951. Στο άρθρο 357 προβλεπόταν ποινή ενός έτους για τους μοιχούς, ενώ το έγκλημα εδιώκετο μόνο με έγκληση του παθόντος συζύγου. Η μοιχεία κρινόταν ατιμώρητη όταν υπήρχε διάσταση των συζύγων ή ανοχή του παθόντος συζύγου. Οι δράστες έπρεπε να συλληφθούν επ’ αυτοφώρω για να στοιχειοθετηθεί ευκολότερα η κατηγορία, γι’ αυτό συνέβαιναν κωμικοτραγικές σκηνές κατά τη διαπίστωση του εγκλήματος (χαρακτηριστική είναι η κωμωδία του Ντίνου Δημόπουλου “Η βίλα των οργίων”, παραγωγής 1964, με πρωταγωνιστές τους Λάμπρο Κωνσταντάρα και Διονύση Παπαγιαννόπουλο).
Οι αρχές τους συνελάμβαναν και τους οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα χωρίς να τους επιτρέπουν να ντυθούν. Κατ’ αυτό τον τρόπο πιστοποιείτο το αδίκημα, το οποίο ήταν αυτόφωρο.
Το παράνομο ζευγάρι διανυκτέρευε στο κρατητήριο και η υπόθεση εκδικάζονταν την επόμενη ημέρα. Η διαπόμπευση ήταν τέτοια που ακόμα και για τις εφημερίδες οι ιστορίες μοιχείας, ήταν ένα συνηθισμένο ρεπορτάζ. Μάλιστα, οι συντάκτες φρόντιζαν να μάθουν όσες περισσότερες λεπτομέρειες μπορούσαν, τις οποίες δημοσιοποιούσαν.
Για τη σωστή εφαρμογή του νόμου, απαραίτητη ήταν η συμβολή των ιδιωτικών ερευνητών, δηλαδή των ντετέκτιβ. Συνήθως τους προσλάμβαναν όσοι υποψιάζονταν ότι τους απατούσαν οι σύντροφοί τους και ο ρόλος τους ήταν καταλυτικός στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Όπως αναφέρει το sansimera, η μοιχεία αποποινικοποιήθηκε στη χώρα μας από την κυβέρνηση της Αλλαγής, στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίησης του πλέγματος των διατάξεων που αφορούσαν το Οικογενειακό Δίκαιο. Η Εκκλησία της Ελλάδος αντέδρασε, υποστηρίζοντας ότι “η αποποινικοποίηση της μοιχείας θα κλονίσει τα θεμέλια της οικογένειας και του γάμου” (21 Ιανουαρίου 1982). Η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ δεν έκανε πίσω και κατάργησε το άρθρο 357 του Ποινικού Κώδικα με το άρθρο 8 του Νόμου 1272/82, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 20 Αυγούστου 1982.
Όσον αφορά στις αστικές συνέπειες, με το Νόμο 1329/1983 η μοιχεία έπαψε να αποτελεί απόλυτο λόγο διαζυγίου. Μπορεί, όμως, να επιφέρει τη λύση του γάμου μόνο αν κριθεί ότι από αυτή έχουν διαταραχθεί τόσο σοβαρά οι συζυγικές σχέσεις, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα (άρθρο 1439 Α.Κ).
Στον ελλαδικό χώρο, η πράξη της μοιχείας αποτελούσε πάντως αδίκημα από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην αρχαία Αθήνα συνιστούσε έγκλημα και η τιμωρία των μοιχών αποφασιζόταν στα δικαστήρια. Ένας από τους νόμους του νομοθέτη Δράκοντα, ωστόσο, άφηνε το περιθώριο σε εκείνον που έπιανε επ’ αυτοφώρω τους μοιχούς να αποφασίζει για την τύχη τους.
Αργότερα, ο Σόλων πρόσφερε στον απατημένο σύζυγο τρεις εναλλακτικές: ή να σκοτώσει και τους δύο μοιχούς, ή να ευνουχίσει το μοιχό, ή να τον… εξαναγκάσει με βασανιστήρια να εξαγοράσει τη ζωή του.