Ελληνική Χαλυβουργία: Από πυλώνας ανάπτυξης στον αποδεκατισμό και την επόμενη μέρα

Πώς δέθηκε, αλλά και πώς έλιωσε το ατσάλι ενός κλάδου που πρωταγωνίστησε στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας – Το δραματικό χτύπημα της οικονομικής κρίσης και τα σημερινά σημάδια ανάκαμψης

Η χαλυβουργία υπήρξε επί δεκαετίες, και ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, ο πυλώνας της ανοικοδόμησης και της ανάπτυξης της χώρας, δημιουργώντας δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας και προσφέροντας αναντικατάστατο στήριγμα στην εθνική οικονομία. Παράλληλα, αποτέλεσε και μία από τις ισχυρές εξαγωγικές δυνάμεις του τόπου.

Βαριά ονόματα όπως η Χαλυβουργική της οικογένειας Αγγελόπουλου, η Χαλυβουργία Ελλάδος της οικογένειας Μάνεση, η Σιδενόρ – Sovel της οικογένειας Στασινόπουλου κατάφεραν να δέσουν το ατσάλι της ελληνικής χαλυβουργίας, γράφοντας η καθεμιά τις δικές της σελίδες στην ιστορία της εγχώριας βιομηχανίας, με το αποτύπωμά τους να βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα μεγάλα έργα που σφράγισαν την πορεία της χώρας και σταδιακά την άλλαξαν: Από το οχυρό Ρούπελ μέχρι τους οδικούς άξονες, τις γέφυρες, τις σιδηροδρομικές γραμμές, τα κτιριακά συγκροτήματα και τα απλά σπίτια.
Το πλήγμα της κρίσης

Ταυτόχρονα, είναι και ο κλάδος που υπέστη το βαρύτερο ίσως πλήγμα κατά τη διάρκεια της πολύχρονης οικονομικής κρίσης, από το 2008 και μετά. Ο κλινικός θάνατος της οικοδομής, σε συνδυασμό με το πάγωμα των μεγάλων δημόσιων έργων, οδήγησε στην κατάρρευση της ζήτησης από τα 2,5 εκατ. τόνους το 2007 στα 2,1 εκατ. τόνους το 2009 και σε λιγότερο από 300.000 τόνους το 2016. Δηλαδή ποσοστιαία συρρίκνωση κατά 88% σε λιγότερο από μία δεκαετία.

Αντίστοιχα, οι εξαγωγές που βρίσκονταν κοντά στους 980.000 τόνους το 2011 μειώθηκαν σε κάτω από 400.000 τόνους το 2014, για να ακολουθήσει μια μικρή ανάκαμψη πάνω από 500.000 τόνους το 2016 και μετά. Με άλλα λόγια, ακόμη και μετά την περιορισμένη έστω τόνωση της ζήτησης την επόμενη περίοδο, συνολικά αυτή δεν ξεπερνούσε το 1 εκατ. τόνους, όταν η δυναμικότητα των τριών μεγάλων επιχειρήσεων του κλάδου έφτανε στα 4 εκατ. τόνους.

Παράλληλα, το μόνιμο αγκάθι του υπέρογκου ενεργειακού κόστους, ακόμη και τα προηγούμενα χρόνια, όταν η ελληνική χαλυβουργία πλήρωνε 85 ευρώ ανά μεγαβατώρα, ενώ η γερμανική ή η γαλλική κάτω από 35 ευρώ αντίστοιχα, δημιούργησε ένα τεράστιο ντεσαβαντάζ σε σχέση με τον ανταγωνισμό.

Έτσι, ακόμη και οι εξαγωγές, που κάποτε ήταν ένα ισχυρό χαρτί της ελληνικής χαλυβουργίας, έγιναν ζημιογόνα δραστηριότητα, αφού, μολονότι ο ελληνικός χάλυβας είναι όχι μόνο εφάμιλλος, αλλά και ποιοτικά καλύτερος των ευρωπαϊκών, ο αθέμιτος πολλές φορές ανταγωνισμός οδήγησε σε πωλήσεις και κάτω του κόστους.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε το επιπλέον χτύπημα από τα capital controls και σε ορισμένες περιπτώσεις τις λανθασμένες επιχειρηματικές επιλογές, γίνεται αντιληπτό πώς αυτοί οι τρεις πυλώνες της βιομηχανίας εξελίχθηκαν σε βόμβα της τάξης των 2,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το 1 δισ. ήταν οι συσσωρευμένες ζημίες και τo 1,2 δισ. τα δάνεια. Γεγονός που τις κατέστησε και… δύσκολο σταυρόλεξο για τις τράπεζες.

Το μεγάλο λουκέτο

Ακολούθησε μια περίοδος έντονων διεργασιών που μετά από χρόνια έφερε κάποια αποτελέσματα, αλλά άφησε πίσω και ένα ιστορικών διαστάσεων λουκέτο: Αυτό της Χαλυβουργικής, που με την αναστολή της λειτουργίας της έκλεισε μαζί με τις βαριές πόρτες της μονάδας στην Ελευσίνα και ένα ολόκληρο κεφάλαιο της βιομηχανικής ιστορίας της χώρας. Ένα κεφάλαιο που ξεκίνησε να γράφεται το 1932 με τη δημιουργία του πρώτου εργοστασίου παραγωγής ειδών συρματουργίας στην οδό Πειραιώς με την επωνυμία Ελληνικά Συρματουργεία Θ.Α. Αγγελόπουλος & Υιοί και συνεχίστηκε το 1951 με τη μεταφορά των δραστηριοτήτων στην Ελευσίνα και τη λειτουργία ηλεκτρικών κλιβάνων.

Ακολούθησαν μεγάλες επενδύσεις που έφεραν τη Χαλυβουργική στην πρωτοπορία της εγχώριας αγοράς και με σημαντικό ποσοστό εξωστρέφειας. Μόνο από το 2001 έως και το 2007 έγιναν επενδύσεις άνω των 300 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, οι εποχές δόξας για τον κλάδο είχαν τελειώσει, με τελευταία αναλαμπή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004.

Έτσι, η κατάρρευση της ζήτησης για χαλυβουργικά προϊόντα, σε συνδυασμό με τα υψηλά δάνεια που είχαν ληφθεί για κεφάλαια κίνησης, οδήγησε τη βιομηχανία στα βράχια, με τα χρέη -ακόμη και προς τη ΔΕΗ- να την πνίγουν. Τα φουγάρα έσβησαν το 2013 και έκτοτε λειτούργησε για λίγα χρόνια ακόμη το ελασματουργείο. Παρά τις διαδοχικές ενέσεις των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου εκ μέρους του βασικού μετόχου, το αδιέξοδο ήταν αναπότρεπτο.

Παράλληλα, όλες οι προσπάθειες που έγιναν ακόμη και για την εξεύρεση στρατηγικού επενδυτή, εν μέσω ωστόσο και της ενδοοικογενειακής διαμάχης μεταξύ του Κωνσταντίνου Αγγελόπουλου και των γιων του, οδηγήθηκαν σε ναυάγιο. Τον Δεκέμβριο του 2018 σταμάτησε οριστικά η λειτουργία του εργοστασίου της Ελευσίνας, ενώ ακολούθησε η εθελούσια έξοδος των εργαζομένων και απέμεινε μόνο η διοίκηση. Εκτοτε αναζητείται λύση για τα δάνεια άνω των 420 εκατ. ευρώ που κουβαλάει η εταιρεία.

Τον Φεβρουάριο του 2021 η Εθνική Τράπεζα, που έχει έκθεση για το μεγαλύτερο μέρος του μη εξυπηρετούμενου δανεισμού ύψους 344 εκατ. ευρώ, κατέθεσε αίτηση υπαγωγής της εταιρείας σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, η οποία απορρίφθηκε από το δικαστήριο τον Μάιο εκείνης της χρονιάς.

Χαλυβουργία Ελλάδος και Σιδενόρ

Σε δεινή θέση βρέθηκε και η Χαλυβουργία Ελλάδος, μια επίσης ιστορική εταιρεία που γεννήθηκε από την ένωση της Χαλυβουργίας Θεσσαλίας και της Ελληνικής Χαλυβουργίας, της πρώτης βιομηχανίας χάλυβα που ιδρύθηκε στη χώρα μας το 1938. Την περίοδο της κρίσης η Χαλυβουργία Ελλάδος αναγκάστηκε να αναστείλει τη λειτουργία της μονάδας της στον Ασπρόπυργο διατηρώντας για μεγάλο διάστημα με μία νυχτερινή βάρδια τη δεύτερη μονάδα στον Βόλο, ενώ επί σειρά ετών κουβαλούσε υπέρογκο δανεισμό που στην πορεία έγινε «κόκκινος» και έφτασε στα 336 εκατ. ευρώ.

Το θετικό στην περίπτωσή της είναι ότι μετά από μακρές διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και με τον καθοριστικό ρόλο του αμερικανικού fund HIG Capital επιτεύχθηκε τον Οκτώβριο του 2021 συμφωνία εξυγίανσης με πιστωτές που εκπροσωπούν το 75,8% του συνόλου των απαιτήσεων και το 99,9% των εμπραγμάτως εξασφαλισμένων απαιτήσεων.

Επί της ουσίας, η συμφωνία που επικυρώθηκε το καλοκαίρι που μας πέρασε (15 Ιουνίου) από το αρμόδιο δικαστήριο προβλέπει την απόκτηση από το HIG του εργοστασίου Ασπροπύργου, το οποίο αναπτύσσεται σε έκταση περίπου 300 στρεμμάτων και περιλαμβάνει 70.000 τετραγωνικά μέτρα στεγασμένων χώρων, αλλά και πρόσβαση στη θάλασσα με άδεια για νέα λιμενική υποδομή, με στόχο τη δημιουργία logistic center, καθώς και τη μακροπρόθεσμη ρύθμιση των υπόλοιπων υποχρεώσεων προς την Cepal. Έτσι, η εταιρεία εισέρχεται σε μια νέα εποχή, με επίκεντρο την παραγωγική μονάδα του Βόλου.

Σε θετική τροχιά κινήθηκαν τα πράγματα και για τη νεότερη Σιδενόρ του ομίλου Βιοχάλκο, η οποία αντιμετώπισε προβλήματα ζημιών και υψηλού, αλλά εξυπηρετούμενου δανεισμού. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1962 με την επωνυμία Βιοχάλκο – Σάνιτας Ελληνική Βιομηχανία Σωλήνων και το 1979 εξελίχθηκε σε Σιδενόρ Βιομηχανία Κατεργασίας Σιδήρου.

Τα πέτρινα χρόνια της κρίσης εφάρμοσε στα δύο εργοστάσιά της σε Θεσσαλονίκη και Αλμυρό τη λύση της διαθεσιμότητας των μονάδων και του προσωπικού, αλλά και της διασυνοριακής συγχώνευσης, καθώς ήταν η πρώτη από τις θυγατρικές του ομίλου Βιοχάλκο που ακολούθησε τη μητρική στο Βέλγιο.

ΣΙΔΜΑ – Μπήτρος και Hellenic Steel

Στο ευρύτερο σκηνικό του κλάδου θα πρέπει να αξιολογηθούν ως σημάδια εξομάλυνσης το deal ΣΙΔΜΑ – Μπήτρος, καθώς και η αναβίωση της Hellenic Steel. Οσον αφορά το πρώτο, μετά από πολυετή κυοφορία, το φθινόπωρο του 2020 οριστικοποιήθηκε η συγχώνευση διά απορρόφησης της Μπήτρος Μεταλλουργική από τη ΣΙΔΜΑ του Ομίλου Βιοχάλκο, την οποία ακολούθησε η αναδιάρθρωση του δανεισμού των δύο εταιρειών.

Η ΣΙΔΜΑ μετονομάστηκε σε ΣΙΔΜΑ Μεταλλουργική, με την Μπήτρος να αποκτά συμμετοχή 25% και με τη νέα εταιρεία να ενισχύει το εκτόπισμά της στην εγχώρια αγορά κατεργασίας και εμπορίας προϊόντων χάλυβα, διαθέτοντας παρουσία μέσω θυγατρικών στις αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας και αναπτύσσοντας εξαγωγική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή.

Αντίστοιχα, ένα νέο κεφάλαιο άνοιξε προ τριετίας και για την Ελληνική Εταιρεία Χάλυβος, γνωστότερη ως Hellenic Steel, με έδρα στη Θεσσαλονίκη. Η εταιρεία ιδρύθηκε το 1963 από την αμερικανική Republic Steel Co. και κάλυπτε σχεδόν το σύνολο των εγχώριων αναγκών σε χάλυβα ψυχρής έλασης έχοντας και σημαντικές εξαγωγές. Το 1997 εισήλθε το Ilva/Riva Group, που το 2010 απέκτησε το πλειοψηφικό πακέτο.

Τον Νοέμβριο του 2014, ωστόσο, η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση και πέντε χρόνια μετά πέρασε στα χέρια της Jordan International, η οποία ξεκίνησε επενδυτικό πλάνο ύψους 100 εκατ. ευρώ, με στόχο η παραγωγή του εργοστασίου (γαλβανισμένα, ψυχρά και ελασματοποιημένα φύλλα χάλυβα) να φτάνει στις 350.000 τόνους ετησίως. Μέχρι τώρα, πάντως, δεν φαίνεται να έχει επιτευχθεί ο στόχος, καθώς οι επιδόσεις της εταιρείας κινούνται σε χαμηλά επίπεδα.

Τα σημάδια ανάκαμψης

Την τελευταία διετία και παρά την πανδημία, υπάρχουν σημάδια ανάκαμψης στον κλάδο. Και τούτο καθώς έχουν ξεκινήσει νέα μεγάλα έργα (Ελληνικό, Μετρό Γραμμή 4, οδικοί άξονες, σιδηροδρομικά και άλλα έργα υποδομής) που τροφοδοτούν την αναπτέρωση των ενεργών παικτών. Στο πλαίσιο αυτό, η Χαλυβουργία Ελλάδος κατέγραψε το 2021 θεαματική άνοδο του τζίρου, ο οποίος αυξήθηκε στα 284,36 εκατ. ευρώ από 184,52 εκατ. ευρώ το 2020 σημειώνοντας αύξηση κατά σχεδόν 100 εκατ. ευρώ, ενώ τα EBITDA σχεδόν διπλασιάστηκαν σε 12,3 εκατ. ευρώ (έναντι 6,18 εκατ. ευρώ).

Ωστόσο, τα τελικά μετά φόρων αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε ζημίες 1,65 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 12 εκατ. ευρώ της προηγούμενης χρήσης. Όπως αναφέρεται στην έκθεση του Δ.Σ., η εταιρεία αύξησε τις πωλήσεις της σε σχέση με το 2020 κατά κύριο λόγο από την αύξηση της τιμής του σιδήρου, αλλά και του όγκου των πωληθέντων στην εσωτερική αγορά, όπου συμμετείχε ως προμηθεύτρια τόσο σε έργα υποδομών όσο και σε ιδιωτικά έργα.

Αντίστοιχα, για τη Σιδενόρ ο κύκλος εργασιών της για τη χρήση του 2021 ανήλθε σε 449 εκατ. ευρώ έναντι 291,2 εκατ. το 2020, παρουσιάζοντας άνοδο κατά 54,2%, ως απόρροια της αύξησης της ζήτησης για προϊόντα χάλυβα και των αυξημένων τιμών σκραπ, ενώ τα καθαρά μετά φόρων αποτελέσματα διαμορφώθηκαν σε κέρδη 17,2 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 11,2 εκατ., με το σύνολο του δανεισμού να ανέρχεται σε 214 εκατ. ευρώ. Για τη φετινή χρονιά η διοίκηση της εταιρείας εκτιμά ότι τα μεγέθη των πωλήσεων, των λειτουργικών κερδών και της προ φόρων κερδοφορίας θα είναι βελτιωμένα σε σχέση με το 2021.

Η ΣΙΔΜΑ Μεταλλουργική σε επίπεδο ομίλου το 2021 έκανε κύκλο εργασιών 226,4 εκατ. ευρώ έναντι 133,3 εκατ. το 2020, με τα καθαρά αποτελέσματα να διαμορφώνονται σε κέρδη 25,62 εκατ. ευρώ έναντι ζημιών 757.923 ευρώ. Για το α’ φετινό εξάμηνο ο κύκλος εργασιών έφτασε στα 145,7 εκατ. ευρώ (36,9% υψηλότερα σε σχέση με το αντίστοιχο του 2021), με τα κέρδη προ φόρων να διαμορφώνονται σε 13,99 εκατ. έναντι 28,3 εκατ. ευρώ. Αυτή η μείωση στα κέρδη οφείλεται κατά κύριο λόγο στη λογιστική αντιμετώπιση της αναχρηματοδότησης των δανειακών υποχρεώσεων που είχαν ως συνέπεια την αύξηση των αποτελεσμάτων κατά 13,4 εκατ. ευρώ τον προηγούμενο χρόνο.

Όλα αυτά δείχνουν ότι ο κλάδος της χαλυβουργίας, μετά από μια μακρά περίοδο βύθισης, έχει εισέλθει σε ανοδική φάση, κάτι που αναμένεται να συνεχιστεί, όσο θα μπαίνουν μπροστά νέες μεγάλες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις, ιδιαίτερα με τη στήριξη των κοινοτικών κονδυλίων, και παρά τις προκλήσεις της εκτόξευσης του κόστους της ενέργειας και των πρώτων υλών. Υπό αυτή την έννοια, ζει μια δεύτερη άνοιξη, που όλοι ελπίζουν να έχει διάρκεια.

newmoney.gr

Σχετικά