Μελίνα Μερκούρη: 30 χρόνια χωρίς την Μελίνα όλων των Ελλήνων

«Γεννήθηκα Ελληνίδα, θα πεθάνω Ελληνίδα». Η ιστορική δήλωση της Μελίνας Μερκούρη στην είδηση πως η χούντα της αφαιρεί την ελληνική ιθαγένεια. Η διάσημη ηθοποιός με το βροντερό γέλιο και τα μάτια που φλέγονταν και υπέρμαχος της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα, πέθανε σαν σήμερα πριν 30 χρόνια.

H Μελίνα Μερκούρη, ήταν μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες παγκοσμίως. Πρώτα ηθοποιός μετά πολιτικός το όνομά της συνδέθηκε με τον ελληνικό πολιτισμό και δη το αίτημα να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα.

Η «Μελίνα» όπως την αποκαλούσαν όλοι, με το μικρό της όνομα. Η Μελίνα της «Στέλλας», του «Ποτέ την Κυριακή», των «Παιδιών του Πειραιά», η Μελίνα του Θεάτρου, της Πολιτικής, των Μαρμάρων, η Μήδεια, η Φαίδρα, η Ίλια Ντάρλινγκ, η Μελίνα όλων των Ελλήνων.

Υπήρξε μια ατίθαση γυναίκα γεμάτη πάθος και επιμονή σε κάθε της κίνηση, μια γυναίκα που δίχασε αλλά και γοήτευσε τον πλανήτη, μία γυναίκα δεν το έβαζε κάτω.

Κορυφαία αγωνίστρια της Δημοκρατίας, ο αγώνας κατά της χούντας (1967-1974) είχε ως συνέπεια την αφαίρεση της ελληνικής της υπηκοότητας.

Σπουδαία ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου με διεθνή καριέρα και με ερμηνείες που έχουν καταγραφεί στις σελίδες της Έβδομης Τέχνης. Πολιτικός που σημάδεψε με την παρουσία της τον πολιτισμό της Ελλάδας, τον έφερε στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Πίστευε ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η βαριά βιομηχανία μας.

Η πολιτικός που ίδρυσε τις Πολιτιστικές Πρωτεύουσες και οραματίστηκε το Μουσείο της Ακρόπολης.

Αγωνίστηκε πολύ σκληρά για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό μουσείο στην Ελλάδα μέχρι το τέλος της ζωής της.

«Θέλω πίσω τα Μάρμαρά μου!» έλεγε το 1983 ως υπουργός Πολιτισμού η Μελίνα Μερκούρη, στον σερ Ντέιβιντ Ουίλσον, διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου για να πάρει την απάντηση: «Εσύ θέλεις τα δικά σου Μάρμαρα, άλλοι θέλουν τα δικά τους».
Η Μελίνα Μερκούρη δεν θα άφηνε αναπάντητες τις αιτιάσεις του Ν. Ουίλσον λέγοντάς του: «Μα είναι μέλη εντός κτίσματος. Τα ξερίζωσαν. Υπάρχουν δηλαδή πολλοί Παρθενώνες στον κόσμο;».

Στις 6 Μαρτίου του 1994, η Μελίνα Μερκούρη πέρασε στην αιωνιότητα. Ο καρκίνος τη νίκησε. Η ημέρα εκείνη έχει καθιερωθεί προς τιμή της με ελεύθερη είσοδο σε όλα τα μουσεία της Ελλάδας. Τριάντα χρόνια μετά παραμένει ζωντανή στις μνήμες.

Για να τιμήσει την «τελευταία ελληνίδα θεά», όπως την χαρακτήρισε ο διεθνής Τύπος, το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού κήρυξε το 2020 ως Έτος Μελίνας Μερκούρη με αφορμή την συμπλήρωση ενός αιώνα από την γέννησή της.

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1920. Καταγόταν από οικογένεια πολιτικών και ήταν η αγαπημένη εγγονή του Σπύρου Μερκούρη, ενός από τους πιο επιτυχημένους και δημοφιλείς Δημάρχους της Αθήνας για περισσότερα από 20 χρόνια.

Πατέρας της ήταν ο Σταμάτης Μερκούρης, βουλευτής για περισσότερα από 30 χρόνια, που είχε χρηματίσει και υπουργός Δημόσιας Τάξης και Δημοσίων Έργων.

Μητέρα της, η Ειρήνη Λάππα, που ανήκε σε μια από τις καλύτερες αθηναϊκές οικογένειες. Τη βάφτισαν Αμαλία – Μαρία, δεν τη φώναξαν όμως έτσι ποτέ. Το όνομα που θα χρησιμοποιούσαν σε όλη της τη ζωή, και με το οποίο έγινε πασίγνωστη, ήταν το Μελίνα.

Πολλές φορές δεν χρειαζόταν καν το επίθετο «Μερκούρη» για να συστηθεί. Ήταν η Μελίνα όλων των Ελλήνων, αλλά και η Μελίνα των ξένων.

Οι γονείς της απέκτησαν και έναν γιο, μικρότερο από την Μελίνα, τον Σπύρο. Αργότερα χώρισαν, δημιούργησαν νέες οικογένειες, και η Μελίνα έζησε στο σπίτι του παππού της, Σπύρου, τον θάνατο του οποίου δεν μπόρεσε εύκολα να διαχειριστεί. 

Την πρώτη θεατρική της πρόβα η Μελίνα Μερκούρη την έκανε μπροστά στον καθρέφτη, σε ηλικία 5 ετών. Στα 10 έδωσε μία αυτοσχέδια παράσταση στις Σπέτσες, στο τραπέζι ενός καφενείου, όπου τη χειροκρότησαν θερμά αλλά της κόστισε κι ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι από την μητέρα της όταν το έμαθε.

Παιδί ανήσυχο, δεν είχε το μυαλό της στα μαθήματα.

Είναι ακόμη έφηβη, όταν ερωτεύεται τον Πάνο Χαροκόπο. Παντρεύονται κρυφά και στέλνουν στις οικογένειές τους τηλεγράφημα: «Γάμος ετελέσθη». Μετά από χρόνια θα χωρίσουν.

Όταν έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, απήγγειλε ένα ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη. Ανάμεσα στους εξεταστές της, και ο Αιμίλιος Βεάκης. Αν και πίστευε ότι δεν πέρασε, έγινε δεκτή πανηγυρικά και την ανέλαβε ο Δημήτρης Ροντήρης. Αποφοίτησε το 1944.

Εντάχθηκε στο δυναμικό του Εθνικού θεάτρου, όπου ερμηνεύει μικρούς ρόλους στην κεντρική σκηνή και στη σκηνή του Πειραιά. Το 1945 ερμηνεύει τον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο, το ρόλο της Λαβίνια στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα».

Η πρώτη της όμως μεγάλη επιτυχία έρχεται με το «Λεωφορείον ο πόθος» του Τένεσι Ουίλιαμς, παράσταση του «Θεάτρου Τέχνης», όπου ερμηνεύει το ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά.

Στο Θέατρο Τέχνης παρέμεινε μέχρι το 1950 και τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. 

Το 1953 παίρνει το έπαθλο «Μαρίκα Κοτοπούλη». Δύο χρόνια μετά επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωταγωνιστεί στο θέατρο Κοτοπούλη – Ρεξ σε έργα από όλο το φάσμα του δραματολογίου, όπως ο «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ και ο «Κορυδαλλός» του Ανούιγ.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1955 με την θρυλική ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη «Στέλλα».

Η παρουσία της στις Κάννες γοήτευσε τον αμερικανό σκηνοθέτη Ζιλ Ντασέν και από τις ακτές της γαλλικής Ριβιέρας ξεκίνησε η καλλιτεχνική και προσωπική τους σχέση, η οποία ολοκληρώθηκε με γάμο το 1966. Με τον Ντασέν γύρισε τις ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται (1957), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη, «Ο νόμος» (1958), «Ποτέ την Κυριακή» (1960), «Φαίδρα» (1962) και «Τοπκαπί» (1964).

Η ταινία που εκτόξευσε την φήμη της ήταν φυσικά το «Ποτέ την Κυριακή», που της χάρισε ένα βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ τον επόμενο χρόνο.

Η γεμάτη μπρίο ερμηνεία της στο τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Τα Παιδιά του Πειραιά», φανέρωσε μια άλλη πτυχή του ταλέντου της.

Ο ίδιος ρόλος της ‘Ιλια με την καλή καρδιά, της χάρισε το 1967 και μια υποψηφιότητα για το βραβείο Τόνι, στην θεατρική μεταφορά της ταινίας στο Μπρόντγουεϊ, με τίτλο «Ίλια Ντάρλινγκ» με τον Ζιλ Ντασσέν, σύζυγό της από την προηγούμενη χρονιά, στο πλευρό της.

Συνολικά, έχει πρωταγωνιστήσει σε 19 ταινίες.

Το 1960, είναι η χρονιά της. Τότε σημειώνεται και η μεγαλύτερη επιτυχία αυτής της περιόδου στο θέατρο, όπου συνεχίζει αδιάλειπτα την πορεία της έως το 1967.

Είναι το «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν και παραγωγή του «Θεάτρου Τέχνης» με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη.

Η πολιτική και το υπουργείο Πολιτισμού

Μετά την επιβολή της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών η Μελίνα Μερκούρη αυτοεξορίστηκε και με το ταλέντο και τη φήμη της πολέμησε σε ολόκληρο τον κόσμο το καθεστώς ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα.

Ιστορική έμεινε η φράση της: «Εγώ γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα, ο κ. Παττακός γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας».

Από τον Νοέμβριο του 1967 και επί τρεις μήνες, το FBI την παρακολουθεί παντού. Υπάρχει προειδοποίηση ότι θα γίνει δολοφονική απόπειρα εναντίον της.

Το σύνθημα για την αντιδικτατορική δράση έχει δοθεί. Με τον Ζιλ Ντασσέν, με τον Μίκη Θεοδωράκη, με άλλους φίλους, η Μελίνα θα γίνει ο εφιάλτης της χούντας. Σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς θα γνωρίσει και τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο θάνατος του πατέρα της  – στις 7 Ιουλίου 1968 – τη βρίσκει στην ξενιτιά. Δεν έχει ιθαγένεια, ούτε διαβατήριο. Όταν πεθαίνει η μητέρα της, τον Ιούλιο του 1972, της επιτρέπουν την είσοδο στη χώρα για λίγες ώρες.

Στις 26 Ιουλίου του 1974, δύο μόλις μέρες μετά την πτώση της χούντας, επιστρέφει στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο γίνεται διαδήλωση, θα κατέβει από το αεροπλάνο κάνοντας το σήμα της νίκης και θα χαθεί στις αγκαλιές των αγαπημένων της.

Από εκεί και μετά θα ασχοληθεί κατά βάση με την πολιτική μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ.

Εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής από 1977 έως τον θάνατό της το 1994, από το 1977 έως το 1985 στην Β’ Πειραιώς και τα επόμενα χρόνια με το ψηφοδέλτιο Επικρατείας.

Από το 1981 έως το 1989 και από το 1993 έως το 1994 διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού.

Όραμά της ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο.

Δημιούργησε τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα για να έρθει ο κάτοικος της επαρχίας σε επαφή με το θέατρο, ενώ δική της έμπνευση ήταν και η δημιουργία του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης».

Συνεχίζει επίσης τη δουλειά της στο θέατρο και στον κινηματογράφο, με εξέχουσες ερμηνείες στην «΄Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν (1975) και στη «Μήδεια» του Ευριπίδη από το Κρατικό θέατρο Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη (1976).

Η παράσταση παίζεται σε όλη τη Μακεδονία και στο Λυκαβηττό, αλλά αρνούνται την παρουσίασή της στο επίσημο φεστιβάλ αρχαίου δράματος, στην Επίδαυρο.

Η απαγόρευση της χαρίζει τον τίτλο της «Εξόριστης Μήδειας»

Οι εμφανίσεις της στο θέατρο μετά το 1974 ήταν ελάχιστες:

«Όπερα της Πεντάρας» του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν, «Μήδεια» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Μίνωα Βολανάκη, «Συντροφιά με τον Μπρεχτ» (1978), «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζιλ Ντασέν (1980) και «Ορέστεια» του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν (1980).

Το 1992 έκανε μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση, όχι ζωντανή όμως αλλά βιντεοσκοπημένη, ως Κλυταιμνήστρα στην όπερα δωματίου «Πυλάδης» σε μουσική Γιώργου Κουρουπού και λιμπρέτο Γιώργου Χειμωνά, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. 

Εκλέγεται στη Β΄Περιφέρεια Πειραιά, τον Νοέμβριο του 1977, με τους συνδυασμούς του ΠΑΣΟΚ, και δίνει όλη της την ενέργεια στην πολιτική, πάντοτε στον τομέα του πολιτισμού.

Το 1980 πρωταγωνιστεί στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν με συμπρωταγωνιστή τον Γιάννη Φέρτη, και το καλοκαίρι ερμηνεύει την Κλυταιμνήστρα στην «Ορέστεια» που παρουσιάζει ο Κάρολος Κουν με το «Θέατρο Τέχνης» στην Επίδαυρο. Το κοίλο του αρχαίου θεάτρου γεμίζει ασφυκτικά.

Εκλέγεται και πάλι βουλευτής το 1981. Στις εκλογικές αναμετρήσεις που θα ακολουθήσουν (1985, Ιούνιος 1989, Νοέμβριος 1989, 1990 και 1993) είναι στο ψηφοδέλτιο των βουλευτών Επικρατείας σε εκλόγιμη θέση.

Η διεθνής ακτινοβολία της, της επιτρέπει να έρχεται σε επαφή με κορυφαίους ευρωπαίους ηγέτες, ανάμεσα στους οποίους και ο προσωπικός της φίλος Φρανσουά Μιτεράν, και να προβάλει τα εθνικά μας θέματα.

Σκοπός της να κάνει την Ελλάδα σεβαστή σε όλον τον κόσμο. 

Όταν το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές τον Οκτώβριο του 1981, η Μελίνα Μερκούρη ορίζεται υπουργός Πολιτισμού και παραμένει στη θέση αυτή και τα οκτώ χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το κόμμα.

Κατά τη διάρκεια της θητείας της μέσα από τις πολιτικές της πρωτοβουλίες και τα πολιτικά της οράματα, θα φέρει τον πολιτισμό στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων. Θα εντυπωσιάσει με τη δημοκρατική διακυβέρνηση του υπουργείου της και με τον αέρα αλλαγής που θα πνεύσει στις σχέσεις της πολιτικής ηγεσίας με τους υπαλλήλους αλλά και στις σχέσεις των υπηρεσιών με τον πολίτη.

Ως υπουργός εφάρμοσε μια έντονη εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Οργάνωσε πολλές και σημαντικές εκθέσεις σε μουσεία του εξωτερικού, καθώς και εκδηλώσεις ουσίας. Συναντήθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες και διεκδίκησε μια εξέχουσα θέση για την Ελλάδα και τον πολιτισμό της.

Ένα από τα σημαντικότερα, υπήρξε η επιστροφή στην Ελλάδα των Γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιδέα της επιστροφής των Μαρμάρων της γεννήθηκε κατά τη δεκαετία του ΄60, όταν, στα γυρίσματα της ταινίας «Φαίδρα», οι Βρετανοί ζήτησαν πληρωμή για να αφήσουν το ελληνικό συνεργείο να κινηματογραφήσει τα Γλυπτά.

Έθεσε το θέμα επίσημα για πρώτη φορά ως Υπουργός Πολιτισμού τον Ιούλιο του 1982 στο Μεξικό, στη Διεθνή Διάσκεψη Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO και δεν σταμάτησε να αγωνίζεται γι’ αυτό μέχρι το θάνατό της.

«Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για μας», έλεγε. «Είναι το καμάρι μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο ευγένειας. Είναι φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας».

Και «αν με ρωτήσετε εάν θα ζω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω πως ναι, θα ζω. Αλλά κι αν ακόμη δεν ζω πια, θα ξαναγεννηθώ».

Δεν έπαυσε να διασαφηνίζει ότι η Ελλάδα ζητούσε μόνο την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα και όχι και των άλλων αριστουργημάτων που βρίσκονται σε ξένα μουσεία, κι αυτό επειδή αποτελούν μέρος ενός μοναδικού μνημείου.

Για να υποβοηθηθεί το αίτημα της επιστροφής, συνέλαβε την ιδέα ενός νέου Μουσείου Ακροπόλεως και προκήρυξε διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για την κατασκευή του, το 1989.

Αποφάσισε να ενεργοποιήσει τον αρχαίο θεσμό των χορηγών, προκειμένου να δημιουργηθεί σύντομα το μουσείο αυτό και διοργάνωσε διάφορες εκδηλώσεις όπως οι συναυλίες των Μ. Ροστροπόβιτς, Β. Παπαθανασίου κ.α.

Η δημιουργία του μουσείου θα προσέφερε τον κατάλληλο χώρο που χρειάζονται τα αριστουργηματικά γλυπτά για να εκτεθούν και θα αφαιρούσε κάθε επιχείρημα από εκείνους που αντιτίθενται στην επιστροφή τους στην Αθήνα.

Παράλληλα, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις εργασίες αναστήλωσης των μνημείων της Ακρόπολης και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Η Μελίνα Μερκούρη συνέλαβε την ιδέα και ανέθεσε τη μελέτη ενοποίησης των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας, την ενοποίηση δηλαδή του ιστορικού κέντρου της Αθήνας στον άξονα Ιερά Οδός – Πλάκα – Στύλοι Ολυμπίου Διός, για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου.

Στις 28 Νοεμβρίου του 1983 κάλεσε τους Υπουργούς Πολιτισμού της (τότε) Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και τους έθεσε το ερώτημα: «Πως είναι δυνατόν μια κοινότητα που στερείται την πολιτιστική της διάσταση να μπορεί να αναπτυχθεί».

Σημείωσε ακόμη πως ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και πως ο καθορισμός της ευρωπαϊκής ταυτότητας «βρίσκεται ακριβώς στο σεβασμό της ιδιαιτερότητας και στο να δημιουργήσουμε ένα παράδειγμα ζωντανό μέσα από ένα διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης». 

Έτσι ξεκίνησε ο θεσμός των Πολιτιστικών Πρωτευουσών της Ευρώπης, που υλοποιήθηκε το 1985 με πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα την Αθήνα. 

Συνέβαλε στο να παρουσιαστεί η λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς στην κατεχόμενη Κύπρο και να γιορταστεί στην Κύπρο ο μήνας ευρωπαϊκού πολιτισμού το 1994.

Το 1990 ήταν υποψήφια στις Δημοτικές εκλογές για το Δήμο Αθηναίων. Έχασε στις εκλογές από τον Αντώνη Τρίτση και της στοίχισε.

Μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του Οκτωβρίου 1993, η Μελίνα Μερκούρη επανήλθε στο υπουργείο Πολιτισμού.

Έφυγε από τη ζωή στις 6 Μαρτίου 1994, στο νοσοκομείο «Μεμόριαλ» της Νέας Υόρκης και κηδεύτηκε στις 10 Μαρτίου με τιμές Πρωθυπουργού.

Με πληροφορίες από το Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη

Σχετικά