Όταν κάποιος έχει υποστεί μία σοβαρή εγκεφαλική βλάβη και βρίσκεται σε κώμα στην εντατική, οι συγγενείς και το ιατρικό προσωπικό φτάνουν κάποια στιγμή μπροστά στο εξής ερώτημα: Έχει ανακτήσει ο ασθενής τη συνείδησή του;
Τότε του ζητούν για παράδειγμα να κουνήσει το χέρι του. Εάν ο ασθενής δεν αντιδράσει καθόλου, υποτίθεται συνήθως πως εξακολουθεί να βρίσκεται σε τόσο βαθύ κώμα, ώστε δεν μπορεί να καταλάβει τίποτα.
Οι έρευνες δείχνουν όμως πως αυτό δεν ισχύει πάντα και πως υπάρχουν άνθρωποι που, αν και εξωτερικά δεν αντιδρούν με κανέναν τρόπο, ο εγκέφαλός τους παρ’ όλα αυτά λειτουργεί. Εν αντιθέσει με προηγούμενες μελέτες σε μεμονωμένα ερευνητικά κέντρα, οι οποίες εντόπισαν εγκεφαλική λειτουργία περίπου στο 15-20% των σχετικών περιπτώσεων που εξετάστηκαν, μία νέα έρευνα του γνωστού επιστημονικού περιοδικού “New England Journal of Medicine” «ανεβάζει» το εν λόγω ποσοστό στο 25%.
Η Γιέλενα Μπόντιεν, κύρια συγγραφέας της έρευνας από το Κέντρο Νευροτεχνολογίας και Νευροαποκατάστασης του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης, εξηγεί πως «ορισμένοι ασθενείς με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες φαίνονται να μην επεξεργάζονται τα εξωτερικά ερεθίσματα. Όταν όμως τους εξετάσουμε με προηγμένες τεχνολογικές μεθόδους, όπως με λειτουργική μαγνητική νευραπεικόνιση (fMRI) και με ηλεκτροεγκεφαλογράφημα (EEG), διαπιστώνουμε εγκεφαλικές λειτουργίες που μας δείχνουν κάτι διαφορετικό».
Τα πορίσματα της έρευνας
Στην έρευνα εξετάστηκαν ασθενείς με σοβαρές εγκεφαλικές βλάβες από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Οι ασθενείς αυτοί είχαν υποστεί –σε αρκετές περιπτώσεις ήδη πριν από κάποιους μήνες– κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις σε κάποιο τροχαίο ατύχημα, εγκεφαλικό επεισόδιο ή ανάνηψη έπειτα από καρδιακή ανακοπή. Την ώρα που οι επιστήμονες σάρωναν τον εγκέφαλο των ασθενών, τους δίνονταν οδηγίες όπως «φανταστείτε ότι ανοίγετε και κλείνετε το χέρι σας» ή «φανταστείτε πως κάνετε το τάδε άθλημα».
241 από τους υπό εξέταση ασθενείς δεν έδειξαν εξωτερικά καμία αντίδραση. 60 από αυτούς όμως διαπιστώθηκε πως επεξεργάζονταν τις οδηγίες στο μυαλό τους, και μάλιστα για κάποια λεπτά. Αυτοί οι άνθρωποι επομένως, όπως γράφουν οι συγγραφείς της έρευνας, μπορούν να προσέξουν ένα εξωτερικό ερέθισμα, είναι σε θέση να κατανοήσουν τη γλώσσα, ενώ έχουν και βραχυπρόθεσμη μνήμη.
Το μεγάλο ηθικό δίλημμα
Η διεθνής αυτή έρευνα είναι πολύ σημαντική, εκτιμά ο Γιούλιαν Μπέζελ, εκπρόσωπος της Επιτροπής Νευρολογικής Εντατικής Θεραπείας της Γερμανικής Εταιρείας Νευρολογίας (DGN). Και αυτό επειδή εξέτασε τη μεγαλύτερη ως τώρα ομάδα ασθενών, διεξήχθη σε έξι ιατρικά κέντρα και αντιμετώπισε το φαινόμενο με πιο συστηματικό τρόπο, όπως επισημαίνει ο νευρολόγος, ο οποίος δεν συμμετείχε πάντως στη μελέτη. Πέραν αυτού η έρευνα θίγει μεταξύ άλλων και ένα σημαντικό ηθικό δίλημμα: το εάν πρέπει να συνεχίζεται η θεραπεία τέτοιων ασθενών ή όχι.
Οι διαταραχές συνείδησης μπορεί να κρατήσουν μέρες, βδομάδες, μήνες, ή ακόμα και χρόνια. «Έρευνες όπως αυτή μπορούν να αποτελέσουν έναυσμα, ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να εξετάζονται περισσότεροι ασθενείς με μεθόδους όπως το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα και να βρίσκονται υπό παρατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», λέει ο Μπέζελ. Σε περιπτώσεις αμφιβολίας θα πρέπει επομένως να δίνεται περισσότερος χρόνος στους ασθενείς.
Παραμένει πάντως ασαφές το κατά πόσο οι ειδικές θεραπείες βοηθούν τέτοιους ανθρώπους. Εδώ και καιρό γίνονται προσπάθειες με συμπεριφορικές θεραπείες, φάρμακα ή άλλες μεθόδους, χωρίς όμως μεγάλη ή μακροπρόθεσμη επιτυχία. Μία ομάδα από το Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης χρησιμοποιεί και μία νέα τεχνολογική μέθοδο, συνδέοντας τον εγκέφαλο των ασθενών με υπολογιστές ως μέσο επικοινωνίας.
Άλλο εγκεφαλική λειτουργία, άλλο συνείδηση
Ο Φρανκ Έρμπγκουτ, πρόεδρος του Γερμανικού Ιδρύματος Εγκεφάλου, θεωρεί από την άλλη πλευρά πως η νέα αυτή μελέτη δεν διαπίστωσε και κάτι θεμελιωδώς νέο: «Το ότι πράγματι υπάρχει αυτό το φαινόμενο, είναι σαφές». Οι ενδείξεις όμως, για παράδειγμα σε ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, δεν σημαίνουν κιόλας πως οι άνθρωποι αυτοί έχουν όντως και ένα υψηλότερο επίπεδο συνείδησης. Τέτοια σημάδια παρουσιάζουν εξάλλου και όσοι ασθενείς βρίσκονται υπό αναισθησία.
Ωστόσο, αμφότεροι οι ειδικοί συμφωνούν στον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης τέτοιων ασθενών. «Οι άνθρωποι στην εντατική και τους θαλάμους αποκατάστασης πρέπει πάντα να αντιμετωπίζονται σαν να αντιλαμβάνονται κάτι από τα εξωτερικά ερεθίσματα. Τους μιλάς και τους μεταχειρίζεσαι με σεβασμό. Και αυτό είναι κάτι που συμβαίνει ήδη σήμερα», λέει ο Έρμπγκουτ.
Άγνωστο πόσοι είναι αυτοί οι ασθενείς
Πόσοι είναι λοιπόν οι άνθρωποι που, αν και δεν αντιδρούν εξωτερικά, ο εγκέφαλός τους φαίνεται να ανταποκρίνεται; Τόσο οι συγγραφείς της μελέτης όσο και οι Γερμανοί επιστήμονες εξηγούν πως είναι πολύ δύσκολο να δοθεί μία σαφής απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Εξάλλου, στην πρόσφατη μελέτη οι εξετάσεις δεν ήταν τυποποιημένες και οι ασθενείς επελέγησαν. Και πέραν αυτού «οι εγκεφαλικές βλάβες είχαν εντελώς διαφορετικά αίτια», προσθέτει ο Έρμπγκουτ.
Κατά τον Μπέζελ ωστόσο τα ποσοστά που διαπιστώνονται σε μελέτες όπως αυτή δείχνουν πως «ακόμα περισσότεροι ασθενείς σε κώμα απ’ όσους νομίζαμε είναι σε θέση να αντιληφθούν τι συμβαίνει γύρω τους». Και όπως έχει διαπιστώσει και ο ίδιος ο Μπέζελ, σε πολλές περιπτώσεις όσοι επισκέπτονται τους ασθενείς σε κώμα μιλούν δίπλα τους σαν αυτοί να μην βρίσκονται καν εκεί. «Το νοσηλευτικό προσωπικό από την άλλη δρα συνήθως πολύ σωστά: χαιρετούν τον ασθενή, του συστήνονται ή του λένε τι κάνουν εκείνη τη στιγμή». Και έτσι θα πρέπει να συμπεριφέρονται όλοι όσοι βρίσκονται δίπλα σε ασθενείς σε κώμα – και οι επισκέπτες, αλλά και οι γιατροί.
Πηγή: onmed.gr