Ήταν μια μέρα που θα χαραζόταν για πάντα στη μνήμη του ελληνικού λαού. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, η τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη» δολοφόνησε τον Παύλο Μπακογιάννη, έναν άνθρωπο που είχε αφιερώσει τη ζωή του στη δημοκρατία, τη διαφάνεια και την ενότητα. Τον πυροβόλησαν εν ψυχρώ στην είσοδο της πολυκατοικίας της οδού Ομήρου στην Αθήνα, όπου στεγαζόταν το γραφείο του. Η δολοφονία του δεν ήταν απλώς ένα ακόμη τρομοκρατικό χτύπημα, ήταν ένα συμβολικό πλήγμα στο πολιτικό γίγνεσθαι μιας χώρας που ήδη στροβιλιζόταν στη δίνη των σκανδάλων και των πολιτικών αναταράξεων.
Τις ημέρες εκείνες, η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσε με αγωνία την πολιτική επικαιρότητα, καθώς είχε ξεκινήσει η διαδικασία παραπομπής των πολιτικών που εμπλέκονταν στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Η χώρα βρισκόταν σε μια ασταθή πολιτική περίοδο, με το φάσμα της διαφθοράς να ρίχνει βαριά σκιά στην κυβέρνηση και τον δημόσιο διάλογο. Ο Παύλος Μπακογιάννης, με την καθαρή φωνή του, αγωνιζόταν για να προωθήσει την ενότητα και την εθνική συνεννόηση. Ήταν ο πολιτικός που προσπαθούσε να γεφυρώσει τις αντίθετες παρατάξεις και να φέρει την ηρεμία σε μια ταραγμένη πολιτική σκηνή.
Η τραγική ειρωνεία της ημέρας είναι πως, ενώ το χέρι των δολοφόνων αφαιρούσε τη ζωή του, από την Ευρωπαϊκή Ένωση εγκρινόταν η χρηματοδότηση του προγράμματος για την Ευρυτανία – ένα έργο που ο ίδιος ο Μπακογιάννης είχε οραματιστεί και καταρτίσει για την περιοχή καταγωγής του. Το πρόγραμμα αυτό, το οποίο στόχευε στην ανάπτυξη της τοπικής κοινωνίας, θα αποτελούσε την εκπλήρωση ενός από τους μεγαλύτερους στόχους του, να δώσει πίσω στην πατρίδα του όσα της άξιζαν.