Δεν θα προχωρήσουν στο τέλος του Ιουνίου οι πληρωμές για τη βιολογική κτηνοτροφία και τη βιολογική μελισσοκομία, σύμφωνα με όσα δήλωσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, στον Real FM 97,8.
Όπως εξήγησε ο υπουργός, οι λόγοι για την αναστολή πληρωμών σχετίζονται με τις αμφισβητήσιμες δηλώσεις εκτάσεων και αριθμών κυψελών, που δεν συμβαδίζουν με την πραγματικότητα. Αντίθετα, η βιολογική γεωργία αναμένεται να πληρωθεί κανονικά, καθώς —σύμφωνα με τον ίδιο— δεν υπάρχουν παρόμοια προβλήματα εγκυρότητας.
«Ούτως ή άλλως έχουν γίνει δηλώσεις τέτοιες που δεν μας επιτρέπουν να τις δεχτούμε», σημείωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας την ανάγκη για πραγματικούς και ουσιαστικούς ελέγχους: «Δεν μπορούμε να δεχθούμε τις εκτάσεις οι οποίες αυτή τη στιγμή υποτίθεται ότι είναι επιλέξιμες για τη βιολογική κτηνοτροφία, ούτε τον αριθμό των κυψελών».
Ο κ. Τσιάρας επανέλαβε πως στόχος είναι η προστασία του προγράμματος και η διασφάλιση της διαφάνειας στις πληρωμές: «Έχουν δηλωθεί εκτάσεις ή αριθμός κυψελών που είναι πολύ δύσκολο να συμβαδίζουν με την πραγματικότητα», ανέφερε, προσθέτοντας ότι οι έλεγχοι που απαιτούνται δεν μπορούν να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του μήνα.
Το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης φαίνεται αποφασισμένο να μην προχωρήσει σε καταβολές χωρίς την εξασφάλιση ότι οι ενισχύσεις καταλήγουν σε δικαιούχους που πληρούν τις προϋποθέσεις. Ο υπουργός δεν έδωσε σαφές χρονοδιάγραμμα για την πληρωμή των δύο δράσεων, υπονοώντας ότι θα προηγηθούν ενδελεχείς διασταυρωτικοί έλεγχοι.
Η απόφαση προκαλεί ήδη αναστάτωση σε παραγωγούς και κτηνοτρόφους που ανέμεναν τις πληρωμές, ενώ το ΥΠΑΑΤ αναμένεται να δεχθεί πίεση το επόμενο διάστημα για το πότε και πώς θα αποκατασταθεί η ροή των ενισχύσεων.
Διαβάστε την ανακοίνωση του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης:
Σαφές μήνυμα για «τέλος στην ανοχή» απέναντι σε πρακτικές στρέβλωσης του συστήματος ενισχύσεων έστειλε ο Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Κώστας Τσιάρας, μιλώντας στον Real FM και τον Νίκο Στραβελάκη. Όπως ξεκαθάρισε, από την πρώτη στιγμή που του ανατέθηκαν τα καθήκοντα στο Υπουργείο, η πρώτη εντολή του Πρωθυπουργού ήταν να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά το πρόβλημα στον ΟΠΕΚΕΠΕ – και αυτό αποτελεί για τον ίδιο προσωπικό στοίχημα.
«Το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια έγινε μια προσπάθεια χωρίς να υπάρξει λύση δημιουργούσε ακόμη μεγαλύτερη πρόκληση», είπε χαρακτηριστικά. Μάλιστα, τώρα στο επίκεντρο βρίσκονται οι δηλώσεις για βιολογική παραγωγή, με τον κ. Τσιάρα να υπογραμμίζει ότι αν δεν ολοκληρωθούν οι έλεγχοι, δεν πρόκειται να πληρωθεί άμεσα η βιολογική μελισσοκομία και βιολογική κτηνοτροφία. «Βλέποντας τις δηλώσεις που γίνονταν για τη βιολογική κτηνοτροφία ή για τη βιολογική μελισσοκομία προσωπικά δεν πρόκειται να υιοθετήσω τον τρόπο με τον οποίο δίνονταν οι επιδοτήσεις για τα βιολογικά προϊόντα. Είναι αδύνατον να γίνει αυτό,πάμε σε μια λογική εκτίμησης με αντικειμενικά κριτήρια», είπε. Μάλιστα, εστίασε στις απότομες αυξήσεις δηλωμένων κυψελών στη βιολογική μελισσοκομία. Παράλληλα, σημείωσε το παράδοξο στην κτηνοτροφία, όπου ο ευρωπαϊκός μέσος όρος παραγωγής γάλακτος στα ημίαιμα φτάνει τα 200 κιλά, ενώ στην Ελλάδα βρίσκεται μόλις πάνω από τα 60.
Ο υπουργός αναγνώρισε πως η κατανομή των ευρωπαϊκών ενισχύσεων αντιμετώπιζε διαχρονικά προβλήματα: «Δεν είχαμε κτηματολόγιο, δεν είχαμε δασικούς χάρτες, δεν είχαμε βοσκοτοπικούς χάρτες. Χωρίς αυτά δεν μπορούμε να ξέρουμε ούτε καν πόσα είναι τα ζώα». Όπως ανακοίνωσε, το κτηματολόγιο πλέον ολοκληρώνεται επί κυβέρνησης ΝΔ, ενώ προχωρά η σύμβαση με την Κοινωνία της Πληροφορίας για να φτιαχτούν τα σχέδια βόσκησης. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η κυβέρνηση επιχειρεί από τον Σεπτέμβριο να «κλείσει τα παράθυρα» του συστήματος, εφαρμόζοντας ελέγχους και διασταυρώσεις στοιχείων.«Η διαφορά σήμερα είναι ότι πλέον υπάρχει έλεγχος», τόνισε και επανέλαβε ότι τα ποσά που έχουν παρανόμως εισπραχθεί θα επιστραφούν, όπως δήλωσε και ο Πρωθυπουργός.
Ο Υπουργός επισήμανε το μεγάλο διακύβευμα, που είναι να συνεχίσει ο ΟΠΕΚΕΠΕ να στηρίζει τους πραγματικούς παραγωγούς. «Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο και το μεγάλο μας στοίχημα. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ επιτελεί κρίσιμο ρόλο στον πρωτογενή τομέα»,είπε. Τέλος, αποσαφήνισε ότι τα πρόστιμα που απασχολούν το τελευταίο διάστημα τη δημόσια συζήτηση δεν αφορούν κατ’ ανάγκην παρανομίες παραγωγών, αλλά «κακή διοικητική πρακτική» του ίδιου του Οργανισμού.