Η ναυμαχία της Μεθώνης και η κατάληψη του Νεοκάστρου από τους Αιγυπτίους – Η έξοδος του τουρκικού στόλου από τα Δαρδανέλια και η συνάντησή του με τον ελληνικό υπό τον Γεώργιο Σαχτούρη – Πώς 35 ελληνικά πλοία και τρία πυρπολικά επικράτησαν επί 50 τουρκικών που μετέφεραν 40 φορτηγά – Τα λάφυρα και τα αποτελέσματα της ελληνικής νίκης
Μία σχεδόν αγνοημένη, αλλά μεγάλης σημασίας επιτυχία των Ελλήνων επί των Τούρκων στη θάλασσα, στη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 ήταν η νίκη στη ναυμαχία του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) στις 23 Μαΐου 1825 (με το παλαιό ημερολόγιο, 4 Ιουνίου με το νέο). Σε αυτή τη ναυμαχία μια μοίρα του ελληνικού στόλου υπό τον Γεώργιο Σαχτούρη προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στον τουρκικό στόλο που είχε επικεφαλής τον Χοσρέφ Πάσα. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της ναυμαχίας έπαιξαν τα ελληνικά πυρπολικά που έκαναν παρανάλωμα του πυρός μια τουρκική φρεγάτα, μια κορβέτα και άλλα μικρότερα πλοία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι οι Τούρκοι είχαν στρατολογήσει Ευρωπαίους και άλλους. Έτσι, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που συνέλαβαν οι Έλληνες ήταν Αυστριακοί, Κοζάκοι και Αρμένιοι!
Τι προηγήθηκε της ναυμαχίας του Καφηρέα
Μετά την ήττα των Ελλήνων στη Σφακτηρία, στα τέλη Απριλίου 1825, μοίρα του αιγυπτιακού στόλου μπήκε στο λιμάνι του Νεόκαστρου βομβαρδίζοντας το φρούριο, ενώ ο υπόλοιπος στόλος είχε επεκταθεί ως τη Μεθώνη και τις (μεσσηνιακές) Οινούσσες, για να αποκρούσει τυχόν ενέργειες του ελληνικού στόλου εναντίον της Μεθώνης.
Υδραίοι και Σπετσιώτες, λόγω έλλειψης πυρπολικών είχαν αποσυρθεί στη νήσο Πρώτη και τις υπόλοιπες Οινούσσες για να επισκευάσουν τις ζημιές στα πλοία τους. Παράλληλα περίμεναν πυρπολικά από την Ύδρα. Θέλοντας να πάρουν εκδίκηση οι Έλληνες, όταν έφτασαν τα πυρπολικά, στις 30 Απριλίου 1825, δύο ώρες πριν τη δύση του ήλιου αποφάσισαν να χτυπήσουν τον αιγυπτιακό στόλο. Ο Ανδρέας Μιαούλης πληροφορήθηκε ότι ο Καπουδάν πασάς, ο Αρχιναύαρχος του Οθωμανικού Στόλου βρισκόταν στη Μεθώνη με 2- 3 φρεγάτες και άλλα μικρότερα πλοία. Γύρω στις 8 το βράδυ, ο Μιαούλης εφόρμησε εναντίον των Τούρκων «περνώντας σα θύελλα μέσα από τις Οινούσσες» (Διονύσιος Κόκκινος). Δύο πυρπολικά, το πρώτο με επικεφαλής τον Ανδρέα Πιπίνο και το δεύτερο με επικεφαλής τον Γεώργιο Πολίτη κόλλησαν σε μια μεγάλη φρεγάτα και ένα μικρότερο πλοίο αντίστοιχα και τα κατέστρεψαν. Άλλοι 4 πυρπολητές συνεπαρμένοι από την επιτυχία αυτή κόλλησαν τα δικά τους πλοιάρια, παρά την αντίθετη εντολή του Μιαούλη σε μια γαβάρα (παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου), μια κορβέτα και δύο μπρίκια, τα οποία λαμπάδιασαν. Με τη βοήθεια του ανέμου εκτός από τα τέσσερα αυτά πλοία κάηκαν και αρκετά ακόμα. Πλέον όμως οι Έλληνες δεν είχαν πυρπολικά για να καταστρέψουν τον αιγυπτιακό στόλο στο Νεόκαστρο και να βοηθήσουν τους πολιορκημένους συμπατριώτες τους. Η μη τήρηση της εντολής του Μιαούλη ήταν ολέθρια. Στις 11 Μαΐου 1825 οι πολιορκημένοι του Νεόκαστρου παραδόθηκαν. Κάθε ελληνική αντίσταση στη μεσσηνιακή χερσόνησο έπαψε πλέον, με άδοξο τρόπο.
Μετά την παράδοση του Νεόκαστρου ο αιγυπτιακός στόλος κινήθηκε προς την Κρήτη, παρακολουθούμενος από τον ελληνικό. Όταν όμως έφτασε στη Σούδα, οι Έλληνες άλλαξαν ρότα, φοβούμενοι επίθεση του τουρκικού στόλου εναντίον της Ύδρας και των Σπετσών. Ενώ βρισκόταν κοντά στον Μαλέα, ένα υδραίικο ταχύπλοο με κυβερνήτη τον Υδραίο Λάζαρο Πινότση ενημέρωσε ότι στις 21 Μαΐου, ο τουρκικός στόλος αμέσως μετά την έξοδό του από τα Δαρδανέλια κινούνταν προς τα ανατολικά του νησιού, ακροβολιζόμενος με μονάδες της πρώτης μοίρας του ελληνικού στόλου. Αμέσως, εναντίον των Τούρκων κινήθηκε και η δεύτερη μοίρα του ελληνικού στόλου, υπό τους Γεώργιο Σαχτούρη (Υδραίο), Νικόλαο Αποστόλη (Ψαριανό) και Γεώργιο Ανδρούτσο ή Κολαντρούτσο (Σπετσιώτη). Οι δύο στόλοι συναντήθηκαν στις 23 Μαΐου στο ερημονήσι Γερακούλι, μεταξύ Εύβοιας, Άνδρου, Κέας και Αττικής. Ακολούθησε μεγάλη ναυμαχία στο στενό ανάμεσα στον Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και την Άνδρο.
Η επιλογή της συγκεκριμένης θέσης για τη ναυμαχία έγινε από τον Σαχτούρη, μετά από εισήγηση των ξαδελφών Ιωάννη και Αναγνώστη Κυριακού, από τις Σπέτσες (ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ). Ο Σαχτούρης έδωσε εντολή στα άλλα πλοία να ετοιμαστούν για ναυμαχία. Ανάμεσα στα τουρκικά πλοία ήταν και αρκετά ψαριανά μπρίκια που είχαν αρπάξει οι Οθωμανοί μετά την καταστροφή του ιστορικού νησιού. Κατά τον Σαχτούρη φύσαγε «λεπτός άνεμος, μαϊστραλάκι». Ο Υδραίος Ναύαρχος επιχείρησε να πλησιάσει τα τουρκικά πλοία που είχαν βάλει ρότα για την Κάρυστο. Ακολουθούσαν οι Σπετσιώτες με δικά τους πλοία και οι Ψαριανοί. Οι τελευταίοι κινήθηκαν, ίσως και για λόγους εκδίκησης προς το ντελίνι του Χοσρέφ, του επικεφαλής το τουρκικού στόλου. Ντελίνι ονομαζόταν ένα κατάφρακτο πολεμικό ιστιοφόρο δίκροτο ή τρίκροτο.

Η ναυμαχία ξεκίνησε και αρχικά ήταν αμφίρροπη. Μάλιστα το μπριγκαντίνι του Σαχτούρη, η «Αθήνα» είχε υποστεί σοβαρές ζημιές. Κατά ευτυχή συγκυρία, μία από τις εχθρικές φρεγάτες δεν μπορούσε να κυβερνηθεί καθώς τμήματά της έπεσαν σοβράνο (από την πλευρά του πλοίου που χτυπά ο άνεμος). Αν και είχε τα σήματα του Καπουδάν πασά, δεν επέβαινε σ’ αυτή ο Χοσρέφ, για τον φόβο των πυρπολικών. Επρόκειτο για τη φρεγάτα «Χαζινέ Γκεμισί». Δίκροτο πλοίο 64 κανονιών με 650 άτομα πλήρωμα! Σ’ αυτήν επέβαιναν επίσης 150 τουλάχιστον κανονιέρηδες με προορισμό το Μεσολόγγι. Υπήρχαν ακόμα πολλά πυρομαχικά, σχεδίες για τη λιμνοθάλασσα και το ταμείο του στόλου.
Ο Σαχτούρης κατάλαβε ότι επρόκειτο για τεράστια ευκαιρία. Με το λαβωμένο πλοίο του ρίχτηκε πάνω στην τουρκική φρεγάτα. Δίπλα του έχει δύο πυρπολικά: τον «Χάροντα» του Υδραίου Ματρόζου και ένα ακόμα, του Σπετσιώτη Λαζάρου Μουσιού. Τους ακολουθούν ο Ψαριανός Ναύαρχος Αποστόλης, ο Αναστασίου, ο Μικές, ο Πινότσης κ.ά. Μια φρεγάτα και μια κορβέτα των Τούρκων σπεύδουν να βοηθήσουν το «Χαζινέ Γκεμισί» που κινδύνευε. Η περιγραφή του Σαχτούρη είναι γλαφυρή: «Ημείς τας πολεμούμεν μέχρι μανίας και απολαμβάνομεν να τους τρέψωμεν εις φυγήν και τότε πλησιάζομεν εις την φρεγάτα της οποία τα κατάρτια ήταν σπασμένα από τις κόφες (τα θωράκια) και επάνω». Τα ελληνικά πυρπολικά κάνουν διάφορες μανούβρες για να την κάψουν. Στις 3 μ.μ. το ένα καταφέρνει να κολλήσει από τη μία πλευρά και το δεύτερο από την άλλη. Μέσα σε δέκα λεπτά γράφει ο Σαχτούρης, η φρεγάτα σκόρπισε, με εκκωφαντικό κρότο. Τούρκοι πετάζονταν στον αέρα, κανόνια, ξύλα, σίδερα, άγκυρες κ.λπ. και πλήθος πολεμοφοδίων έπεσαν στη θάλασσα. Άνθρωποι νεκροί και τραυματίες, αλλά και άλλοι που επέζησαν, πολλοί από αυτούς γυμνοί βρέθηκαν ξαφνικά στη θάλασσα. Βέβαια και οι γενναίοι μπουρλοτιέρηδες είχαν απώλειες: τρεις νεκρούς και πέντε τραυματίες. Παρά το τεράστιο πλήγμα, ο Χοσρέφ συνεχίζει να μάχεται θέλοντας να δώσει κουράγιο στους άνδρες του.
Σύντομα όμως έρχεται το τελειωτικό χτύπημα για τους Τούρκους. Το πυρπολικό «Κέρβερος» του Ψαριανού Μανώλη Μπούτη, κολλάει πάνω σε μια κορβέτα με 26 κανόνια και 300 άτομα πλήρωμα και την τινάζει στον αέρα. Ο Χοσρέφ πλέον απελπίζεται. Διατάζει τα πλοία του να εγκαταλείψουν τον τόπο της ναυμαχίας. Μόνο μέλημα των Τούρκων πλέον είναι το πώς θα σωθούν. Μερικά καράβια τους κινούνται προς τον νοτιά, άλλα ανατολικά και άλλα προς την Κάρυστο. Οι Έλληνες όμως δεν τους αφήνουν ήσυχους. Επιτίθενται σ’ αυτά που έπλεαν προς την Κάρυστο και ήταν κυρίως μεταγωγικά. Δύο σπετσιώτικα πλοία κυριεύουν πέντε από αυτά. Ήταν αυστριακά γεμάτα πυρομαχικά και εργαλεία για τον στρατό του Κιουταχή στο Μεσολόγγι. Άλλα ελληνικά πλοία καταδιώκουν μια κορβέτα και την κυνηγούν προς τη Σύρο. Βλέποντας στο πλήρωμά της ότι δεν μπορούν να γλιτώσουν ρίχνουν το πλοίο στην ξηρά, στην Ποσειδωνία (Ντελαγκράτσια). Οι Συριανοί σπεύδουν να συλλάβουν τα μέλη του πληρώματος. Είναι 200 άτομα που λίγο πριν συλληφθούν βάζουν φωτιά και καίνε την κορβέτα. Οι Συριανοί βλέποντας ότι ανάμεσα στα 200 άτομα ήταν και 25 Ευρωπαίοι, ξεσπούν την οργή τους σ’ αυτούς: τους βρίζουν και τους φτύνουν.
Τελικά, η ηττημένη αρμάδα του Χοσρέφ με 35 μόνο πλοία, από τα 50 και τα 40 φορτηγά που είχε αρχικά βρίσκει καταφύγιο στη Σούδα. Οι δύο ελληνικές μοίρες του Μιαούλη και του Σαχτούρη ενώθηκαν στη Μήλο. Όταν τα νέα έφτασαν στο Μεσολόγγι οι πολιορκημένοι πανηγύριζαν. Κανονιοβολισμοί και μπαταριές ρίχνονταν στον αέρα. Οι Τούρκοι απορούσαν: «Ορέ Τούρκοι, μην καρτεράτε πια την αρμάδα. Τη στείλανε οι θαλασσινοί μας στον πάτο του γιαλού να κάνει συντροφιά με τα ψάρια», έλεγαν οι Έλληνες.
Δυστυχώς, οι ελπίδες των πολιορκημένων δεν επαληθεύτηκαν. Ο Χοσρέφ κατάφερε, παρά τις μεγάλες ζημιές που έπαθε, να φτάσει στον Πατραϊκό και ν’ ανεφοδιάσει τον Κιουταχή.
Επίλογος
Η ναυμαχία του Καφηρέα (Κάβο Ντόρο) και η ελληνική νίκη, λίγες μέρες μετά την επικράτηση στη ναυμαχία της Μεθώνης, απέδειξε περίτρανα την ελληνική υπεροχή στη θάλασσα απέναντι σε Τούρκους και Αιγυπτίους. Σε εκτενή επιστολή του προς τους προκρίτους της Ύδρας, ο Σαχτούρης δίνει λεπτομέρειες της ναυμαχίας και ζητά πυρπολικά, καθώς «η Ναυς(πυρπολικό) δια πολλάς ελλείψεις ολίγον μας οφελεί». Ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν αρκετοί Αυστριακοί, Αρμένιοι και… Κοζάκοι. Απ’ όσο γνωρίζουμε οι Κοζάκοι ήταν και είναι δεινοί ιππείς.
Μάλλον προορίζονταν για το Μεσολόγγι, δεν νομίζουμε ότι διακρίνονται για τις ικανότητές τους στη θάλασσα. Γράφει σχετικά ο Σαχτούρης: « Μανθάνω πως όλοι οι Κοζάκοι του Τοπάλη – του Χοσρέφ- είναι εξακόσιοι, η δε καπιτάνια (η ναυαρχίδα) κατασκευασμένη πέρυσι. Εζωγρήσαμεν (αιχμαλωτίσαμε ζωντανούς) δε και τινας εκ των Κοζάκων». Αυτό αποδεικνύει για μία ακόμα φορά ότι οι Τούρκοι είχαν βοήθεια όχι μόνο από τους Αιγύπτιους του Ιμπραήμ αλλά κι από, πιθανότατα μισθοφόρους, Ευρωπαίους και λαούς που ήταν υποταγμένοι σ’ αυτούς. Η Ελλάδα δεν είχε αυτή τη δυνατότητα. Μόνο κάποιοι φιλέλληνες πολέμησαν στο πλευρό μας. Για την Ναυμαχία του Ναυαρίνου και το αν τελικά οι Ευρωπαίοι ελευθέρωσαν την Ελλάδα, θα ασχοληθούμε σε μελλοντικό μας άρθρο.
Πηγές: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», τ. ΙΒ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ», τ. 4, 6η Έκδοση, Εκδόσεις «ΜΕΛΙΣΣΑ»
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΩΤΙΑΔΗΣ, «Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821», Τόμος γ’, Τρίτη έκδοση, Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2018.