Ο Πήλιος Γούσης ήταν Σουλιώτης οπλαρχηγός, το όνομα του οποίου έχει περάσει στη συλλογική μνήμη ως το συνώνυμο του προδότη, όπως του Εφιάλτη στην αρχαιότητα.
Ο Πήλιος Γούσης έζησε στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου αιώνα. Ήταν αδελφός ή εξάδελφος του οπλαρχηγού Λάμπρου Γούση (1775-1871) και θείος του υποστράτηγου της Χωροφυλακής, Ιωάννη Γούση (1809-1894).
Αρχικά πήρε μέρος στους αγώνες των Σουλιωτών κατά του Αλή Πασά, αλλά το 1803, για λόγους τοπικής αντιζηλίας και αντεκδίκησης, πρόδωσε τον αγώνα των συμπατριωτών του. Έγινε μετά του συγγενούς του Κουτσονίκα, όργανο του Βελή Πασά και έναντι οικονομικών ανταλλαγμάτων, αποκάλυψε τις θέσεις των αμυνομένων Σουλιωτών, με αποτέλεσμα ο γιος του Αλή Πασά να τους επιτεθεί από τα νώτα και να τούς εξαναγκάσει σε συνθηκολόγηση. Έτσι, όσοι Σουλιώτες δεν σκοτώθηκαν στο Κούγκι και όσες Σουλιώτισσες δεν χόρεψαν τον Χορό του Ζαλόγγου κατέφυγαν στα Επτάνησα.
Τα της προδοσίας του Πήλιου Γούση Μπούσμου, όπως τόν αποκαλεί, εξιστορεί ο αγωνιστής του 21 και συγγραφέας Χριστόφορος Περραιβός (1773-1863) στο έργο του «Ιστορία Σουλλίου και Πάργας» (1857), από την οποία ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης εμπνεύστηκε το επικολυρικό ποίημά του «Ο Σαμουήλ». Στο ποίημα του Βαλαωρίτη, ο Πήλιο Γκούσης, όπως τον ονομάζει, από την κορυφή του βουνού καλεί τον μοναχό Σαμουήλ να παραδοθεί στον Βελή Πασά.
Τον Πήλιο Γούση τον ξανασυναντάμε το 1820, όταν μαζί με τον Νότη Μπότσαρη, τον Κίτσο Τζαβέλλα και τον Καραμπίνη συναντήθηκαν με τον στόλαρχο του Σουλτάνου Αλήμπεη για να διαπραγματευτούν την συμμετοχή των Σουλιωτών στον αγώνα της Πύλης κατά του Αλή Πασά. Όπως, όμως, αποφαίνονται οι ιστορικοί, πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο.
Ο Πήλιος Γούσης φαίνεται ότι έλαβε μέρος στην Επανάσταση του 21 και με τη συμμετοχή του αυτή εξαγνίστηκε για την προδοσία του στο Σούλι, σύμφωνα με έρευνα του ανιψιού του Ιωάννη Γούση. Με πρόταση του Κώστα Μπότσαρη ανακηρύχθηκε αντιστράτηγος τον Φεβρουάριο του 1825 και βρήκε τον θάνατο κατά την δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου, όταν ανατινάχθηκε η πυριτιδαποθήκη του Χρήστου Καψάλη (10 Απριλίου 1826).
Πηγή: sansimera.gr