Πέντε νεκροί, τρεις μέρες χάους για μερικά κοφίνια με πορτοκάλια – Οι συμπλοκές ξεπέρασαν τα όρια του Πειραιά και επεκτάθηκαν σε όλη την Αττική
Στις αρχές του 20ού αιώνα η Ελλάδα βρισκόταν σε μια περίοδο σημαντικών ανακατατάξεων και με μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και τη σταδιακή προετοιμασία για τις μεγάλες στιγμές και τις επώδυνες ήττες που θα ακολουθήσουν, υπήρχαν έντονες ιδιαιτερότητες από περιοχή σε περιοχή, με την κεντρική εξουσία να μην έχει ακόμα τη δύναμη να σταθεί αντιμέτωπη απέναντι σε τοπικιστικά φαινόμενα και ήθη που κρατούσαν από πολύ πίσω στον χρόνο. Και ως το πιο χαρακτηριστικό συμβάν αυτής της κατάστασης ήταν ο λεγόμενος και «εμφύλιος του Πειραιά» μεταξύ Κρητικών και Μανιατών.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ της περασμένης Κυριακής
Την εποχή εκείνη, στο λιμάνι του Πειραιά το πάνω χέρι το είχαν οι Μανιάτες. Οικογένειες που είχαν έρθει στον Πειραιά και είχαν αναλάβει αποκλειστικά το επάγγελμα του αχθοφόρου στο λιμάνι, αποκομίζοντας μεγάλα ποσά. Δουλειά τους ήταν να μεταφέρουν κάθε είδους εμπορεύματα και αποσκευές μέχρι το τελωνείο του Πειραιά και για την εργασία αυτή αμείβονταν πολύ καλά για τα δεδομένα της εποχής, έχοντας δημιουργήσει μια αρραγή συντεχνία, όπου λόγω και του χαρακτήρα των Μανιατών κανείς ξένος δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Μάλιστα ήταν από τους πρώτους που είχαν φτάσει στον Πειραιά από το 1835, όταν η πόλη έγινε δήμος, φτιάχνοντας και τη δική τους συνοικία, τα Μανιάτικα.
Η κατάσταση είχε γίνει γενικά αποδεκτή απ’ όλους, καθώς κανείς δεν ήθελε να ανοίξει λογαριασμούς με τους Μανιάτες, που είχαν τη φήμη σκληρών ανθρώπων οι οποίοι δεν σήκωναν μύγα στο σπαθί τους. Όμως λογάριαζαν χωρίς τους Κρητικούς, μια εξίσου ανυπόταχτη ελληνική φυλή, η οποία έχει και αυτή τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το εκρηκτικό κοκτέιλ ήρθε σε στενή επαφή στις 12 Φεβρουαρίου του 1903, όταν το ιταλικό πλοίο «Φλόρια», που έκανε το δρομολόγιο Πειραιάς – Χανιά, έφτασε στον Πειραιά. Από εκεί αποβιβάστηκε μια μεγάλη ομάδα Κρητικών, περίπου 15, οι οποίοι κρατούσαν στα χέρια τους διάφορα πράγματα, μεταξύ των οποίων και κάποια καλάθια με πορτοκάλια.
Οι Μανιάτες έσπευσαν να αναλάβουν τη μεταφορά των καλαθιών και των αποσκευών, όμως οι Κρητικοί ήταν ανένδοτοι και επέμεναν να τα μεταφέρουν οι ίδιοι, χωρίς να χρειαστεί να πληρώσουν τα λεγόμενα και «χαμαλιάτικα». Οι Μανιάτες επέμεναν, το ίδιο και οι Κρητικοί, και έτσι δεν άργησαν να φτάσουν στα βαριά λόγια και στις χειροδικίες. Παρά τις προσπάθειες των πιο ψύχραιμων, η κατάσταση ξέφυγε σύντομα από κάθε έλεγχο και υπήρξε πλήρης ανάφλεξη, με τη σύρραξη να γενικεύεται και ενισχύσεις να φτάνουν από παντού.
Ένας Μανιάτης αχθοφόρος, ο Ευστάθιος Σαραντέας, επιτέθηκε σε δύο από τους Κρητικούς που κρατούσαν τα καλάθια με τα πορτοκάλια και είχαν αρνηθεί να τα παραδώσουν μαχαιρώνοντας τον έναν από αυτούς, τον Γιάννη Πολυμενάκη. Ο δράστης, γνωρίζοντας καλά τα κατατόπια, καταφέρνει να ξεφύγει, κάτι που εξοργίζει ακόμα περισσότερο τους Κρητικούς που ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση. Η πληροφορία ότι ο Κρητικός είναι νεκρός από το μαχαίρωμα ανεβάζει στα ύψη το θερμόμετρο.
Η σύρραξη από εκεί και μετά πήρε μεγάλες διαστάσεις. Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα και σύντομα μεγάλες ομάδες Κρητικών από τον Προφήτη Ηλία κατέβηκαν οπλισμένες στο λιμάνι, με στόχο να πάνε στα καφενεία των Μανιατών και να πάρουν εκδίκηση. Οι μαρτυρίες που καταγράφονται από τις εφημερίδες της εποχής θυμίζουν κινηματογραφική ταινία, καθώς επικρατεί μια κατάσταση πλήρους αναρχίας και ενός στην κυριολεξία εμφυλίου πολέμου. Τα επεισόδια πήραν μεγάλη έκταση με «μάχες» μεταξύ των δύο πλευρών να δίδονται στα στενά του Αγίου Σπυρίδωνα και στην Τρούμπα.
Εκατοντάδες άνδρες και από τις δύο πλευρές, οπλισμένοι με μαχαίρια και πιστόλια, οργώνουν τον Πειραιά και χτυπούν στο ψαχνό όποιον θεωρούν αντίπαλο. Οι Μανιάτες οργανώνονταν στο λιμάνι και σε άλλα σημεία όπου είχαν συγκεντρώσει τις δυνάμεις τους, ενώ μεγάλη μάχη με πυροβολισμούς δόθηκε στο καφενείο «Η Συνάντησις» όπου σύχναζαν οι Μανιάτες. Οι οπλισμένοι Κρητικοί τους ζήτησαν να βγουν έξω και να παραδοθούν, όμως οι Μανιάτες άρχισαν να πυροβολούν και ακολούθησε πανδαιμόνιο. Από την πραγματική μάχη υπήρξε και ένα θύμα, ο χωροφύλακας Μανώλης Σπυριδάκης από την Κρήτη, ο οποίος τραυματίστηκε θανάσιμα από μια σφαίρα στην κοιλιά.
Οι συμπλοκές σύντομα ξεπέρασαν τα όρια του Πειραιά και επεκτάθηκαν σε όλη την Αττική, ακόμα και στο Λαύριο. Εκτός από τις μεταξύ τους αψιμαχίες υπήρξαν και λεηλασίες καταστημάτων και οικιών. Ο πανικός είχε κυριεύσει τον πληθυσμό που προσπαθούσε να διασωθεί από τα διασταυρούμενα πυρά, ενώ ο τρόμος είχε κυριαρχήσει παντού. Τα ρεπορτάζ των εφημερίδων έμοιαζαν με πολεμικά ανακοινωθέντα, με κάθε ομάδα να διεκδικεί τα οχυρά του αντιπάλου. Χαρακτηριστικά, το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Καιροί» έγραφε: «Ο Πειραιεύς εν τρομοκρατία. Σύρραξις Κρητών και Μανιατών. Φόνοι, τραυματισμοί, διαρπαγαί. Οι Κρήτες κατέλαβον την Καστέλλαν. Ο εν Αθήναις στρατός εις Πειραιά. Η στάσις θα καταπνιγή διά της βίας».
Η κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο, όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας, Γεώργιος Θεοτόκης, κάλεσε έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο και ζήτησε από τον πρόεδρο του Συλλόγου Κρητών Πειραιά να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να σταματήσει η αιματοχυσία. Εκτός αυτού αποφασίστηκε η δραστική αύξηση των δυνάμεων ασφαλείας (έφτασε ακόμα και το Ιππικό και πάνω από 1.000 άνδρες της Χωροφυλακής και του Στρατού), κάτι που οδήγησε στο τέλος αυτή την ιδιότυπη μάχη που είχε προκαλέσει χάος στον Πειραιά για περισσότερες από τρεις ημέρες.
Ο τραγικός απολογισμός αυτής της ομαδικής παράκρουσης ήταν τρεις (άλλοι τους ανεβάζουν σε πέντε) νεκροί, δεκάδες τραυματίες, κάποιοι εκ των οποίων πολύ σοβαρά, και μεγάλες ζημιές (κάποιοι της υπολόγισαν στο 1 εκατ. δραχμές, ποσό ασύλληπτο για τα δεδομένα της εποχής). Το αποτέλεσμα αυτής της παράξενης ιστορίας που συντάραξε τον Πειραιά το 1906 ήταν να χάσουν οι Μανιάτες το αποκλειστικό δικαίωμα ως αχθοφόροι του λιμανιού και να αλλάξει διά νόμου το καθεστώς που επικρατούσε στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας, κερδίζοντας μια πρώτη μάχη απέναντι στα εν Ελλάδι «κλειστά επαγγέλματα» που θα ταλαιπωρούσαν την ελληνική κοινωνία για πολλές δεκαετίες ακόμα.