Μόνο αθεράπευτα αφελείς εξακολουθούν να ελπίζουν ότι θα υπάρξει δίκαιος επιμερισμός της οικονομικής ζημιάς που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί η πανδημία.
Αν και το κράτος υποχρεώθηκε να (επαν)εμφανιστεί στο προσκήνιο για να διαχειριστεί όσα δεινά προκάλεσε η απουσία του από βασικούς τομείς δεδομένων και αυτονόητων υποχρεώσεών του (όπως η διασφάλιση περίθαλψης για το σύνολο των πολιτών που το απαρτίζουν), οι παρεμβάσεις του για την ανακούφιση της τραυματισμένης οικονομίας δεν προβλέπεται να είναι γενναίες, τουλάχιστον για τους πολλούς.
Το ενδιαφέρον του (κάθε) κράτους επικεντρώνεται στην κορυφή της πυραμίδας της οικονομικής ισχύος. Οι παρεμβάσεις του θα επικεντρωθούν στην ελαχιστοποίηση της ζημιάς των λίγων με τη μεταφορά της χασούρας στην πολυπληθή βάση.
Μπορεί, για παράδειγμα, να ανοίξει ο κρουνός του χρήματος για τη διάσωση μεγάλων εταιρειών που καταρρέουν (αεροπορικές), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ληφθεί μέριμνα για τη συνολική διάσωση των θέσεων εργασίας ή τη διασφάλιση των αμοιβών των εργαζομένων.
Ήδη το έδαφος γι’ αυτό που επίκειται το προετοιμάζουν οι εκτιμήσεις και οι στατιστικές, οι οποίες για τη χώρα μας υπογραμμίζουν την καταστροφή της τουριστικής βιομηχανίας (συνεισφέρει γύρω στο 20% του ΑΕΠ) ή την πρωτοφανή εκτόξευση της ανεργίας (έχει ακουστεί μέχρι και 30%).
Πίσω από τους αριθμούς όμως «κρύβονται» άνθρωποι, οι οποίοι καλούνται πια να ζήσουν, εκτός του φόβου του κορωνοϊού, και με τον φόβο της ανεργίας ή της υποαπασχόλησης με τις ανάλογες περικοπές.
Στα θεμέλια αυτού του φόβου οικοδομείται ήδη η ύπαρξη μιας ακόμη «χαμένης» γενιάς, η οποία καλείται να συμμορφωθεί με την «αναγκαία» αυθαιρεσία σε ό,τι έχει να κάνει με τα εργασιακά της δικαιώματα και να συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα, την οποία διαμορφώνει η οικονομική ζημιά. Και εδώ, σ’ αυτό το σημείο, το κράτος εξαφανίζεται πάλι αφήνοντας το αόρατο χέρι της αγοράς να πέσει ως πέλεκυς εκεί όπου κατά κανόνα πέφτει…