Περίπου 150 εκατ.. άνθρωποι βρέθηκαν χαμηλότερα στην κοινωνική και οικονομική κλίμακα στη διάρκεια του 2020 και είναι η πρώτη τόσο μεγάλη οπισθοχώρηση μετά σχεδόν τρεις δεκαετίες σε ό,τι αφορά το βιοτικό επίπεδο του παγκόσμιου πληθυσμού. Η επέκταση αλλά και η άνοδος της μεσαίας τάξης σε παγκόσμιο επίπεδο ήταν μία από τις σημαντικότερες τάσεις που χαρακτήρισαν την παγκόσμια οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες.
Η προσδοκία πως αυτή η δεξαμενή καταναλωτών θα εξακολουθούσε να αυξάνεται αδιάκοπα, παράλληλα με το εισόδημα των αναπτυσσόμενων χωρών, υπήρξε κεντρική υπόθεση πάνω στην οποία θεμελίωσαν τα επιχειρηματικά τους σχέδια οι πολυεθνικές και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου τους οι επαγγελματίες επενδυτές. Είναι, όμως, τώρα μία ακόμη από τις οικονομικές αλήθειες που έχουν ανατραπεί εξαιτίας της πανδημίας. Επί χρόνια εκατομμύρια άνθρωποι έβγαιναν από τη φτώχεια χάρη στο διεθνές εμπόριο. Τώρα εκατομμύρια άνθρωποι διολισθαίνουν ξανά στην ένδεια ή σε χαμηλό βιοτικό επίπεδο.
Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Pew Research Center, για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1990 η παγκόσμια μεσαία τάξη συρρικνώθηκε το περασμένο έτος. Περίπου 150 εκατ. άνθρωποι, όσο δηλαδή το άθροισμα των πληθυσμών Γερμανίας και Βρετανίας, υποχώρησαν στην κοινωνικοοικονομική κλίμακα. Και η μεγαλύτερη μείωση κατεγράφη στη Νότια Ασία και την υποσαχάρια Αφρική.
Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσει κανείς τα κριτήρια με τα οποία καθορίζεται αυτή η μεσαία τάξη και το κέντρο Pew το εξετάζει για περισσότερο από μία δεκαετία. Σε μια πρώτη προσέγγιση, το μεσαίο εισόδημα, δηλαδή αυτό που κυμαίνεται από 10,01 ώς 20 δολάρια την ημέρα, αλλά με στοιχεία που γεφυρώνουν τις διαφορές ανάμεσα στην αγοραστική δύναμη σε διάφορες χώρες. Αλλοι φορείς, όπως για παράδειγμα το Brookings Institution, έχουν επιλέξει έναν ευρύτερο ορισμό για το μεσαίο εισόδημα, αυτό που κυμαίνεται από 10 ώς 100 δολάρια την ημέρα. Σε αυτήν την εισοδηματική κατηγορία εντάσσονται περίπου 2,5 δισ. άνθρωποι, περίπου το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού. Πίσω από αυτούς τους μεγάλους αριθμούς, όμως, κρύβονται πολλές προσωπικές ιστορίες. Κάποιες από αυτές αφορούν την κατάκτηση της επιτυχίας έπειτα από χρόνια σκληρής δουλειάς, μιας επιτυχίας όμως που εξαφανίστηκε εν μια νυκτί. Κάποιες άλλες αφορούν τις καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Ανάμεσά τους και οι ιστορίες ανθρώπων που είχαν τη δυνατότητα να προσφέρουν στον εαυτό τους την πολυτέλεια ενός καλού δείπνου σε εστιατόριο ή την πρόσβαση στο Ιντερνετ και τώρα δεν την έχουν. Ή ακόμη και τα όνειρα για ένα διαμέρισμα ή ένα αυτοκίνητο τα οποία αναβάλλονται.
Για όσους χρειάζεται να αγωνιστούν για το βιοτικό τους επίπεδο σήμερα, το μέλλον φαίνεται πολύ πιο αβέβαιο σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Η Κίνα, στην οποία βάσει του ορισμού του Pew κατοικεί το 1/3 της παγκόσμιας μεσαίας τάξης, φαίνεται να ανακάμπτει ταχύτατα, αλλά πολλές άλλες αναπτυσσόμενες χώρες βλέπουν την οικονομική τους προοπτική να επιδεινώνεται. Στην τελευταία έκθεσή του για την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ εκτιμά πως το 2024 θα είναι κατά 3% μικρότερη σε σύγκριση με τα μεγέθη που θα είχε αν δεν μεσολαβούσε η πανδημία. Αυτό οφείλεται, όμως, στο ότι οι κυβερνήσεις του αναπτυσσόμενου κόσμου δεν είχαν επαρκείς πόρους για να στηρίξουν την ανάκαμψη των οικονομιών τους όπως έγινε στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.
Οι αποκλίσεις είναι εντυπωσιακές. Το 2021 αναμένεται πως η Ινδία θα έχει ΑΕΠ κατά 5,2% μικρότερο από αυτό που θα είχε χωρίς την πανδημία σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Bloomberg Economics. Της Ινδονησίας το ΑΕΠ θα είναι κατά 9,2% μικρότερο, ενώ των ΗΠΑ μόλις κατά 1,6% μικρότερο. Η Κάρμεν Ράινχαρτ, κορυφαία οικονομολόγος της Παγκόσμιας Τράπεζας, εκφράζει φόβους πως μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε τις δευτερογενείς οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και εκλαμβάνουμε ως βιώσιμη ανάκαμψη τους πρώτους ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Οι εμβολιασμοί προχωρούν πολύ πιο αργά στις φτωχές χώρες που δεν έχουν ακόμη επαρκή πρόσβαση στα εμβόλια. Η κ. Ράινχαρτ τονίζει επίσης πως σε πολλές αναδυόμενες οικονομίες οι τράπεζες ανησυχούν μήπως τα δάνεια που χορήγησαν τα προηγούμενα χρόνια σε επιχειρήσεις και καταναλωτές πρόκειται τώρα να τους προκαλέσουν ζημίες.
Ενδεχομένως θα μειώσουν τις πιστώσεις καθυστερώντας την ανάκαμψη. Εκφράζει, άλλωστε, φόβους πως οι κυβερνήσεις ορισμένων χωρών θα αναγκαστούν να υιοθετήσουν πρόωρα πολιτικές λιτότητας, καθώς δεν θα είναι σε θέση να αποπληρώσουν τα χρέη που έχουν επωμιστεί. Κι ενώ ο πληθωρισμός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, σε χώρες όπως η Βραζιλία εκτινάσσονται στα ύψη οι τιμές των τροφίμων, αναγκάζοντας τις κεντρικές τράπεζες να αυξήσουν πρόωρα το κόστος του δανεισμού.