Αναπάντητα ερωτήματα πιέζουν την κυβέρνηση

Ήταν 5 Αυγούστου 2022 όταν από το Μέγαρο Μαξίμου ανακοινωνόταν ότι παραιτήθηκαν ο τότε γραμματέας του πρωθυπουργικού γραφείου και ο διοικητής της ΕΥΠ, ενώ λίγες μέρες νωρίτερα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ είχε αποκαλύψει ότι το κινητό του τηλέφωνο είχε επιχειρηθεί να παραβιαστεί με το παράνομο spyware Predator και, παράλληλα, ο ίδιος είχε τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.

Δυο χρόνια (παρά κάτι μέρες) μετά, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη εξέδωσε ανακοίνωση σχετικά με την ολοκλήρωση της έρευνας του ανώτατου δικαστηρίου της χώρας για την υπόθεση των παρακολουθήσεων.

Για την ακρίβεια ανέφερε ότι – για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται – οι παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, πολιτικών προσώπων, στρατιωτικών και άλλων που πραγματοποιούσε η ΕΥΠ ήταν νόμιμες και ότι «δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator ή οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (ΔΑΕΕΒ) και γενικότερα της ΕΛ.ΑΣ. (Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού».
Αντιδράσεις

Το να πει κάποιος ότι η κυβέρνηση ανακουφίστηκε από την εξέλιξη αυτή δεν θα ήταν υπερβολή: κυβερνητικοί κύκλοι, άλλωστε, πριν καν… στεγνώσει το μελάνι της ανακοίνωσης του Αρείου Πάγου, έσπευσαν να επισημάνουν πως «από την πρώτη στιγμή είπαμε ότι αναμένουμε τις αποφάσεις τις Δικαιοσύνης, κάτι που αποτελεί πάγια θέση της κυβέρνησης», προσθέτοντας ότι «η Δικαιοσύνη μίλησε και παρουσίασε το ενδελεχές και εμπεριστατωμένο αποτέλεσμα της έρευνάς της».

Προσέθεσαν δε ότι «κατά το σκέλος της υπόθεσης που ακόμα εκκρεμεί στη Δικαιοσύνη επαναλαμβάνουμε την ανωτέρω πάγια θέση μας περί εμπιστοσύνης στις ανεξάρτητες δικαστικές αρχές» και συμπλήρωσαν ότι «αναμένουμε με ενδιαφέρον τις απόψεις όλων όσοι είχαν σπεύσει να καταδικάσουν υπηρεσιακούς και πολιτικούς παράγοντες πριν από την κρίση της Δικαιοσύνης».

Ουδείς γνωρίζει με πόσο… ενδιαφέρον αναμένονταν οι αντιδράσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης, ωστόσο, σε μια σπάνια… ομοφωνία, όλα τα κόμματα υποδέχθηκαν την ανακοίνωση του Αρείου Πάγου με έντονες επιφυλάξεις – για να το πούμε κομψά.

● Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανος Κασσελάκης μίλησε για απώλεια εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη (ας σημειωθεί, πάντως, ότι σε ανάρτησή του στο Χ ο δημοσιογράφος Τάσος Τέλλογλου είχε σημειώσει δηκτικά ότι «την ελληνική δικαιοσύνη την εμπιστεύεται όποιος δεν την ξέρει»).

● Ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης μίλησε για «συγκάλυψη».

● Το ίδιο έκαναν και τα υπόλοιπα κόμματα της Αριστεράς / Κεντροαριστεράς, αλλά και ο Κυριάκος Βελόπουλος, ο οποίος ζήτησε εξηγήσεις.
Τα ερωτήματα

Σε αδρές γραμμές, μπορεί κάποιος να πει ότι, αν η κυβέρνηση θεωρούσε πως με το πόρισμα του Αρείου Πάγου η υπόθεση αυτή (η οποία μπορεί να μην της προκαλούσε ευρύτερη ζημιά, αλλά πάντως έριχνε… σκιές) θα έκλεινε οριστικά, μάλλον ήταν υπεραισιόδοξη, καθώς σχεδόν από την πρώτη στιγμή η αντιπολίτευση άρχισε να θέτει μια σειρά ερωτημάτων, για τα οποία έως σήμερα το πόρισμα δεν φαίνεται να δίνει επαρκείς ή εν πάση περιπτώσει πειστικές απαντήσεις.

Αντιθέτως, ήδη ο Νίκος Αλιβιζάτος με άρθρο του στην «Καθημερινή» διαπίστωσε ανακρίβειες σχετικά με απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που επικαλείται η κ. Αδειλίνη, πέρα από μια συνολικότερη κριτική που κάνει στο πόρισμα.

Μάλιστα, ήδη οι πληροφορίες αναφέρουν ότι Κασσελάκης και Ανδρουλάκης συζητούν προκειμένου να χαράξουν κοινή στρατηγική και να καταθέσουν μαζί με την Πλεύση Ελευθερίας αίτημα για έκτακτη σύγκληση της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, προκειμένου να συζητηθεί το πόρισμα.

Ωστόσο, ακόμα κι αν η πρωτοβουλία αυτή δεν καρποφορήσει, τα κόμματα της αντιπολίτευσης μοιάζουν να συγκλίνουν στα ερωτήματα που θέτουν στην κυβέρνηση τόσο για τη χρήση του Predator όσο και για τις νόμιμες επισυνδέσεις της ΕΥΠ. Για παράδειγμα:

● Αν ισχύει ότι το spyware χρησιμοποιήθηκε μόνο από ιδιώτες, τότε πώς οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας δεν το… πήραν χαμπάρι, παρά μόνο «κατόπιν εορτής», και πώς μπορεί να εγγυηθεί η κυβέρνηση ότι το υλικό που συγκεντρώθηκε από τα «μολυσμένα» κινητά δεν βρίσκεται στα χέρια παικτών που ενδεχομένως δεν είναι φιλικοί προς τη χώρα;

● Δεν προβληματίζει την κυβέρνηση το γεγονός ότι η ίδια η έρευνα του Αρείου Πάγου διαπίστωσε ότι 27 άτομα που είχαν τεθεί υπό νόμιμη επισύνδεση από την ΕΥΠ σχεδόν ταυτόχρονα είχαν δεχθεί «επίθεση» από το Predator;

● Γιατί η ΕΥΠ παρακολουθούσε μέλη της κυβέρνησης, πρόσωπα σχετιζόμενα με αυτή, κορυφαία στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και δικαστικούς; Θεωρούσε ότι αποτελούσαν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια;

● Γιατί προχώρησε με πλειοψηφία στη Βουλή μέσω… στρογγυλοποίησης προς τα κάτω στην αλλαγή μελών της ΑΔΑΕ και γιατί εξαπέλυσε επιθέσεις σε βάρος του προέδρου της Χρήστου Ράμμου;
Η στρατηγική

Για την ώρα, σε όλα αυτά τα ερωτήματα η κυβέρνηση έχει επιλέξει να απαντά με… αντεπίθεση, με πιο χαρακτηριστική τη δήλωση στη Βουλή του υπουργού Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη, ο οποίος είπε ότι «όποιος αμφισβητήσει από σήμερα το πόρισμα θέτει σε αμφισβήτηση το πολίτευμα της χώρας. Δεν υπάρχει σκάνδαλο υποκλοπών, κατέληξε το πόρισμα του Αρείου Πάγου».

Αλλά και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, απαντώντας στον Κασσελάκη, είπε ότι «σήμερα στην Ελλάδα δεν λειτουργούν “παραϋπουργεία Δικαιοσύνης” στο Μαξίμου, όπως επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με όσα κυνικά είχε παραδεχθεί ο πρώην υπουργός Σταύρος Κοντονής. Οι δικαστές αποφασίζουν όπως εκείνοι κρίνουν, με βάση τον ανεξάρτητο ρόλο τους».

Όλα δείχνουν ότι η συγκεκριμένη τακτική θα αποτελέσει το επίκεντρο της στρατηγικής της κυβέρνησης για να απαντήσει στα όσα της προσάπτει η αντιπολίτευση, ενώ και το… τάιμινγκ είναι βολικό, καθώς βρισκόμαστε στην… τούρλα του καλοκαιριού, το ενδιαφέρον για τις ειδήσεις είναι μειωμένο (για να παραφράσουμε κάπως τον αφορισμό του Ουμπέρτο Έκο ότι «τον Αύγουστο δεν υπάρχουν ειδήσεις»), η Βουλή σύντομα περνά σε… θερινούς ρυθμούς και ο χρόνος ίσως επιδράσει θετικά στο να πέσουν οι τόνοι και το όλο θέμα να «ξεφουσκώσει».

Πάντως, οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η γραμμή θα είναι αρκετά επιθετική απέναντι στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης, με επίκεντρο την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και των αποφάσεών της.
Πληθωρισμός ξανά σε άνοδο

Από την άλλη, πάντως, στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν ότι η νέα ανακίνηση της υπόθεσης των παρακολουθήσεων δεν έρχεται και στην καλύτερη δυνατή στιγμή – έστω κι αν το πόρισμα του Αρείου Πάγου είναι θετικό γι’ αυτή.

Μια μέρα μετά τη δημοσιοποίησή του, άλλωστε, η Eurostat κατέγραψε νέα αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα τον Ιούλιο, όταν «έτρεξε» με 3% από 2,5% τον Ιούνιο, πιστοποιώντας αυτό που βλέπουν καθημερινά οι πολίτες, ότι, δηλαδή, το «τέρας» της ακρίβειας παραμένει και μεγάλο και… αδηφάγο, όσον αφορά στα εισοδήματά τους, παρά τις προσπάθειες της κυβέρνησης να το… μαζέψει κάπως.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο εμφανή γίνονται τα όρια των δυνατοτήτων της κυβέρνησης, αναφορικά με παρεμβάσεις για την ελάφρυνση των βαρών που καλούνται να σηκώσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η αποστροφή του λόγου του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην τακτική συνάντησή του με την Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, καθώς, αναφερόμενος στις αυξήσεις στα τιμολόγια του ρεύματος, είπε ότι «δεν μπορεί ο Έλληνας καταναλωτής να πληρώνει τις όποιες δυσλειτουργίες σε μία αγορά ενέργειας που, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν έχει φτάσει ακόμα στο σημείο της λειτουργίας που θα θέλαμε».

Από την πλευρά του, ο υπουργός Ναυτιλίας Χρήστος Στυλιανίδης, απαντώντας σε ερώτηση στη Βουλή για το κόστος των ακτοπλοϊκών μετακινήσεων, ήταν απολύτως σαφής: «Με την ιδιότητά μου ως πρώην επίτροπος της Ε.Ε., έκανα κρούσεις σε ό,τι αφορά την επιβολή πλαφόν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού (DG Competition) και σας ομολογώ ότι είναι απογοητευτικές οι ενδείξεις για να μπορέσω να προχωρήσω εγώ ή ο υπουργός Οικονομικών στην επιβολή πλαφόν. (…) Με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα της DG Competition, αυτό τουλάχιστον θα θεωρηθεί ότι αντιστρατεύεται τους όρους της ελεύθερης και ενιαίας αγοράς».

Στην ουσία, με τον τρόπο αυτόν παραδέχτηκε ότι και σε αυτή την περίπτωση τα περιθώρια παρεμβάσεων είναι πολύ στενά και περιορισμένα.

Σε αυτό το… σφιχτό πλαίσιο, πάντως, μια σκέψη που υπάρχει είναι να μειωθεί ο ΦΠΑ στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια από 24% στο 13%, δεδομένου ότι η μείωση αυτή θα περάσει αμέσως στις τιμές και το υπουργείο θα μπορεί να τη διαπιστώσει άμεσα, καθώς οι ακτοπλοϊκές εταιρείες υποχρεούνται εντός τριών ημερών να ενημερώνουν για κάθε αναπροσαρμογή του εισιτηρίου τους.

Από την άλλη, βέβαια, μείωση του ΦΠΑ σημαίνει μείωση στα δημόσια έσοδα, κάτι που αντίκειται στη φιλοσοφία της κυβέρνησης όσον αφορά στα δημοσιονομικά. Ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών, ίσως και το σχέδιο αυτό να προχωρήσει, έστω και την τελευταία στιγμή.

Ούτως ή άλλως, πάντως, όπως είπε και ο Μητσοτάκης στο τελευταίο Υπουργικό Συμβούλιο, «η δουλειά μας συνεχίζεται και στην καρδιά του καλοκαιριού, διότι η Βουλή μεν μπορεί να κλείσει για κάποιες εβδομάδες, όμως τα μέτρα για την καθημερινότητα προφανώς και δεν πάνε διακοπές», στέλνοντας το μήνυμα ότι στόχος παραμένει και μέσα στον Αύγουστο να μην υπάρξει χαλάρωση, η οποία μπορεί να προκαλέσει νέες σκοτούρες με το έμπα του φθινοπώρου.

Σχετικά