«Ραγδαία μεταβολή της πολιτικής καταστάσεως. Εγκρίσει της Α. Μ. του Βασιλέως η κυβέρνησις του κ. Μεταξά ανέλαβεν από της προχθεσινής νυκτός εις χείρας της άπασας τας εξουσίας», γράφει η «Καθημερινή» στο πρωτοσέλιδο της 6ης Αυγούστου 1936.
Η αφετηρία για αυτές τις πολιτικές εξελίξεις εντοπίζεται στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, οι οποίες έγιναν με το σύστημα της απλής αναλογικής και δεν ανέδειξαν αυτοδύναμη κυβέρνηση. Οι αντιβενιζελικές παρατάξεις, με επικεφαλής το Λαϊκό Κόμμα, κατέλαβαν 143 έδρες, ενώ οι βενιζελικοί, με επικεφαλής το Κόμμα των Φιλελευθέρων 142. Ρυθμιστικό ρόλο θα διαδραμάτιζε το «Παλλαϊκό Μέτωπο», ένας συνασπισμός αριστερών κομμάτων με επικεφαλής το ΚΚΕ. Από την άλλη, το Κόμμα των Ελευθεροφρόνων του Ιωάννη Μεταξά, είχε 7 έδρες.
Μετά τις ανεπιτυχείς προσπάθειες για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας από τα δύο μεγάλα κόμματα, οι Φιλελεύθεροι θα στρέφονταν προς το Παλλαϊκό Μέτωπο, υπογράφοντας σύμφωνο συνεργασίας και αλληλοϋποστήριξης, γνωστό και ως σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα. Η αποκάλυψη της ύπαρξής του από το Κομμουνιστικό Κόμμα, λόγω μη τήρησης των όρων του από πλευράς των Φιλελευθέρων, θα προκαλούσε έντονες αντιδράσεις. Μέσα σε κλίμα έντασης και απειλών για τον ομαλό κοινοβουλευτικό βίο της χώρας, οι Φιλελεύθεροι θα υποχωρούσαν και θα πρότειναν στον βασιλιά σχηματισμό κυβέρνησης με επικεφαλής τον εξωκοινοβουλευτικό Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Ο Iωάννης Μεταξάς θα οριζόταν υπουργός Στρατιωτικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, μετά από προσωπική επιλογή του Γεωργίου Β’.
Οι ισορροπίες, όμως, επρόκειτο να αλλάξουν με τον θάνατο του Δεμερτζή, στις 13 Απριλίου. Ο βασιλιάς, χωρίς να συμβουλευτεί τους αρχηγούς των κομμάτων, διόρισε, την ίδια μέρα, πρωθυπουργό τον Μεταξά. Στις 25 Απριλίου, ο Μεταξάς εμφανίστηκε στη Βουλή, όπου και έκανε τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του. Δύο μέρες αργότερα, θα λάμβανε ψήφο εμπιστοσύνης από τα δύο μεγάλα κόμματα. Από την άλλη, οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου και ο Γεώργιος Παπανδρέου την καταψήφισαν, ενώ οι Αλέξανδρος Παπαναστασίου και Αλέξανδρος Μυλωνάς απείχαν από την ψηφοφορία.
Η Βουλή, ωστόσο, θα διέκοπτε τις εργασίες της για τέσσερις μήνες, έως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στην κυβέρνηση Μεταξά να νομοθετεί με διατάγματα. Παράλληλα, λαϊκά συλλαλητήρια και απεργίες ξέσπασαν στη χώρα, με αποκορύφωμα τις συγκρούσεις στη Θεσσαλονίκη, στις 9 Μαΐου. Ο Μεταξάς, με πρόσχημα τα γεγονότα αυτά, προχώρησε σε συλλήψεις και εξορισμό εκατοντάδων συνδικαλιστών. Ταυτόχρονα, η διάσπαση του αστικού δημοκρατικού πολιτικού κόσμου, μετά τον θάνατο του αρχηγού του Λαϊκού Κόμματος, θα βοηθούσε περαιτέρω τις βλέψεις του Ιωάννη Μεταξά. Στα τέλη Ιουλίου έχει επέλθει η συμφωνία του με τον βασιλιά για την επιβολή δικτατορίας.
Η αλλαγή αυτή επήλθε «διά να αντιμετωπίση τον κίνδυνον του καθεστώτος εκ της κομμουνιστικής δράσεως», σύμφωνα με το σχετικό άρθρο. Η «Καθημερινή» δημοσίευσε το διάγγελμα της κυβέρνησης Μεταξά, όπου, μεταξύ άλλων, τονίζεται το εξής: «Ενώ η Βουλή η εκλεγείσα μετά τας μακράς εσωτερικάς περιπετείας του Έθνους τον Ιανουάριον του 1936, όπως αποκαταστήση την εσωτερικήν γαλήνην και τάξιν, απεδείχθη ευθύς εξ αρχής ανίκανος και εις τούτο και εις το να δώση Κυβέρνησιν εις την Χώραν και η ανικανότης αύτη απεδείχθη και κατόπιν και τελευταίως ακόμη ένεκα των αθεραπεύτων κομματικών αντιθέσεων και προσωπικών ερίδων… […] Προ τοιαύτης εν γένει καταστάσεως, ήτις απετέλει άμεσον απειλήν κοινωνικής και εθνικής καταστροφής, ευρισκόμενη η κυβέρνησις και θεωρούσα επιτακτικόν αυτής καθήκον να προλάβη την εκδήλωσιν της ανατρεπτικής στάσεως, διά την καταστολήν της οποίας θα έρρεεν ασφαλώς άφθονον το αίμα, προέβη, τη εγκρίσει της Αυτού Μεγαλειότητος, εις την κήρυξιν του Στρατιωτικού Νόμου καθ’ άπασαν την Χώραν και την διάλυσιν της Βουλής».
Η δικτατορία Μεταξά, η οποία δεν αποτελούσε το μοναδικό παράδειγμα αυτό το διάστημα στην Ευρώπη, θα κατέρρεε μετά τον θάνατό του στις 29 Ιανουαρίου 1941.Επιμέλεια στήλης: Μυρτώ Κατσίγερα, Βασίλης Μηνακάκης, Αντιγόνη-Δέσποινα Ποιμενίδου, Αθανάσιος Συροπλάκης