Ελεύθερος-φυλακισμένος ο αδερφός του πιο καταζητούμενου Έλληνα ληστή θα εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του στο σπίτι του. Ο άνθρωπος που έζησε κυνηγημένος σαν αγρίμι στο βουνό μέχρι να συλληφθεί και οι ιστορίες από την δράση του.
Ήταν ένα μουντό απόγευμα στα μέσα της δεκαετίας του ‘80, από αυτά που είναι συνήθη τον χειμώνα σε μια επαρχιακή πόλη, όταν σε ένα μπαράκι πίσω από το (παλιό) ΚΤΕΛ της πόλης ο Νίκος Παλαιοκώστας έπινε ένα ποτό μαζί με κάποιον φίλο του. Ο «Βλάχος» όπως τον ήξεραν κάποιοι δεν παρατήρησε τον Κώστα Σαμαρά που τον κοίταζε διερευνητικά, καθήμενος λίγα μέτρα πιο μακριά του.Οι δυο τους είχαν γνωριστεί πριν λίγο καιρό, αλλά αγνοούσε ο ένας τα πεπραγμένα του άλλου στα μονοπάτια της παρανομίας μέχρι που ο Σαμαράς είπε στον Νίκο ότι το στυλ του παραπέμπει σε παράνομο. Ο Παλαιοκώστας διατηρεί την ψυχραιμία του και ρωτάει τον Σαμαρά χαμογελώντας πως το κατάλαβε, οπότε ο τελευταίος του λέει ότι έχει το ίδιο χόμπι.
Τα πρώτα χτυπήματα
Ο Νίκος Παλαιοκώστας ήταν πάντα καλός στο να επιλέγει στόχους που δεν ελλόχευαν μεγάλο κίνδυνο όπως ήταν το λογιστήριο ενός γεωργικού συνεταιρισμού σε μια εύρωστη οικονομικά κωμόπολη λίγο πιο έξω από την Κοζάνη. Οι μόνοι φύλακες ήταν δύο άγρια λυκόσκυλα και όταν έφτασαν μαζί με τον Σαμαρά τους πέταξε δύο καλοψημένα κοτόπουλα με γέμιση υπνοστεντόν.
Τα πεινασμένα σκυλιά καταβρόχθισαν τα κοτόπουλα και μετά από λίγη ώρα βυθίστηκαν σε βαθύ λήθαργο, οπότε οι δύο διαρρήκτες μπήκαν στο κτήριο και έπιασαν δουλειά με το χρηματοκιβώτιο. Ο Σαμαράς το άνοιξε με τα κατάλληλα σύνεργα και όταν ο Νίκος έβαλε το χέρι του μέσα και έπιασε τις δεσμίδες με τα χιλιάρικα αναφώνησε: «Ζόρικα ρε μάγκα».
Μαζί θα διαρρήξουν και ένα τμήμα κατασχεθέντων σε επαρχιακό δικαστήριο για να εξοπλιστούν με όπλα που θα χρησιμοποιούσαν σε επερχόμενα χτυπήματα.
Σε ένα πράγμα ήταν ανένδοτος αρχικά ο Νίκος Παλαιοκώστας κι αυτό ήταν η εμπλοκή του αδερφού του Βασίλη σε χοντρές δουλειές για να μην μπλέξει και άλλος από την οικογένεια στην παρανομία και τις φυλακές.
Κάτι που τελικά δεν αποφεύχθηκε.
Φλερτάροντας κυρίες σε ληστεία
Ήταν μια ζεστή μέρα του Ιούνη το 1992 όταν η «τριάδα» Νίκος, Κώστας και Βασίλης θα πραγματοποιήσουν την περίφημη πλέον ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας. Αρχικά η ομάδα θα χτύπαγε στην Πτολεμαΐδα, όμως η κλοπή ενός Nissan που τράβηξε για ώρα άλλαξε τα σχέδια και ο Νίκος Παλαιοκώστας έριξε την ιδέα για την Εθνική της Καλαμπάκας.
Η περιγραφή της ληστείας από τον αδερφό του είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική:
«Ο Κώστας έμεινε να φυλάει την είσοδο. Εγώ, καθώς προπορευόμουν του Νίκου, βγάζω μια κοντόκαννη και του την πετάω. Την πιάνει στον αέρα. Βγάζω την άλλη κι αρχινά το πανηγύρι.
– Για όποιον δεν κατάλαβε γίνεται ληστεία! Τα λεφτά της τράπεζας ήρθαμε να πάρουμε, όχι τις ζωές σας. Μην μας αναγκάσετε να το κάνουμε. Στην τράπεζα θα ξανάρθουν χρήματα, η ζωή δεν επιστρέφει ποτέ. Φρόνιμα να πάμε όλοι στα σπίτια μας κ.λπ.
Κατευθύνθηκα στον ταμία και του κόλλησα την κοντόκαννη στο κεφάλι.
– Άνοιξέ το τώρα γιατί το μαθηματικό μυαλό σου θα σκορπίσει στην αίθουσα.
Ο ταμίας δεν είχε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου οπότε επιστρατεύθηκε ο διευθυντής που το είχε για να το ανοίξει και να αποκαλύψει τα πακέτα από πεντοχίλιαρα και χιλιάρικα. Την ίδια στιγμή που ο Βασίλης γεμίζει τον σάκο ο Νίκος αστειεύεται με τους πελάτες, χαρίζει κομπλιμέντα στις ωραίες κυρίες και όταν τελειώνουν πράττουν το αυτονόητο για τους ίδιους . «Αφού πρώτα τους ζητήσαμε συγνώμμη για την πρωινή αναστάτωση τους χαιρετήσαμε».
Παρά την κινητοποίηση της Αστυνομίας οι τρεις ληστές διαφεύγουν πετώντας πεντοχίλιαρα στον δρόμο, ο κόσμος τρελαίνεται και ορμάει ακινητοποιώντας τα περιπολικά!
Όταν φτάνουν σε ένα ξέφωτο για να ξεφορτωθούν το Opel που είχαν χρησιμοποιήσει στην ληστεία κάνουν το αναμενόμενο. «Μετρήσαμε τα χρήματα και ήταν 125 εκατομμύρια δραχμές. Το μεγαλύτερο ποσό που απέσπασαν έως τότε ληστές από κατάστημα τράπεζας στην Ελλάδα».
Η αρπαγή του Χαΐτογλου
Μετά από ένα διάστημα ο Νίκος ήταν φυγάς στην Ευρώπη μαζί με τον αδερφό του παίρνουν το ρίσκο να απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. Τον παρακολουθούν και μαθαίνουν την καθημερινή διαδρομή που ακολουθεί από το σπίτι του αφήνοντας πρώτα τα παιδιά του στο σχολείο τους για να μεταβεί μετά στην δουλειά του.
Ήταν μέσα Δεκέμβρη, ένα πρωί με παγωνιά, όταν ο επιχειρηματίας μπήκε στο στενό χαλικόδρομο που οδηγούσε στην εθνική οδό, έχοντας μπροστά του τον Νίκο Παλαιοκώστα να προπορεύεται και τον Βασίλη, να περιμένει σε προκαθορισμένο σημείο μεταμφιεσμένος, με ένα Μπράουνινγκ γεμάτο και δύο εφεδρικούς γεμιστήρες.
Ο Νίκος το παίζει ο καλός οδηγός που σέβεται τον ΚΟΚ και σταματάει, στη διασταύρωση για να ελέγξει την κίνηση αναγκάζοντας τον Χαΐτογλου να φρενάρει και να σταματήσει. Η πόρτα του συνοδηγού του Opel (σ.σ. το αυτοκίνητο του επιχειρηματία) σχεδόν ακουμπούσε τον Βασίλη Παλαιοκώστα όπως έγραψε χρόνια αργότερα στο βιβλίο του. «Την άνοιξα σαν να μην συμβαίνει κάτι. Κάθισα στην θέση του συνοδηγού, πάλι σαν να μην συμβαίνει κάτι! Όμως είχα ήδη το Μπράουνινγκ στο δεξί μου χέρι και του το κόλλησα στα πλευρά.
– Κάνε ότι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επί τόπου.
Πανικοβλήθηκε. Προσπάθησε να βγάλει τη ζώνη. Τον χτύπησα με την αριστερή παλάμη στο στήθος. Γραπώνοντας ταυτόχρονα τα πέτα του μπουφάν και του πουκαμίσου του, τα πίεσα με δύναμη στο λαιμό του.
– Μην τολμήσεις χλεχλέ! Θα σε σκίσω! Παραδόθηκε.
Οι δύο απαγωγείς βάζουν τον επιχειρηματία στο πίσω μέρος του τζιπ, αφού πρώτα αρνούνται να πάρουν τα δύο εκατομμύρια δραχμές που κουβαλάει στον χαρτοφύλακά του, τα οποία τους προσφέρει. Η πρώτη επικοινωνία του απαχθέντα με την οικογένειά του θα γίνει λίγη ώρα αργότερα μέσω κινητού τηλεφώνου, όταν ενημερώνει τον αδερφό του Κώστα ότι είναι όμηρος.
Του ζητάει να τηρήσει πιστά τις οδηγίες που θα πάρει και να μην επικοινωνήσει με την αστυνομία και όταν εκείνος το πράττει προσπαθεί αφελώς να αποκτήσει μια κάποια οικειότητα με τα δύο αδέρφια. «Ξέρεις, επειδή είμαι πρόεδρος του Ηρακλή γνωρίζω πολλούς ανθρώπους της νύχτας» ξεκινά να λέει αλλά δεν τελειώνει την φράση του, αφού ο Νίκος τον αποστομώνει. «Εμείς φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της μέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους, ούτε με φίλαθλους, έχει να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο Χαΐτογλου δεν αισθάνεται καλά και τα δύο αδέρφια σταματούν το αυτοκίνητο σε μια φυσική καβάντζα, του μιλούν και τον ηρεμούν, λέγοντας του: «Όποια κι αν είναι η εξέλιξη, γίνει δεν γίνει η δική μας δουλειά, εσύ θα πας σπίτι σου». Όταν ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάλι, ο επιχειρηματίας ήταν πολύ πιο ήρεμος παρόλο που πέρασε το πρώτο βράδυ δεμένος μέσα στο αυτοκίνητο πάνω στο οροπέδιο ενός χιονισμένου βουνού.
Μετά από λίγα 24ωρα ξημερώνει μια Δευτέρα αλλιώτικη από τις άλλες, αφού τα αδέρφια πρόκειται να παραλάβουν τα τρία εκατομμύρια γερμανικά μάρκα και ακολούθως να απελευθερώσουν τον επιχειρηματία. Ο Νίκος που χειρίζεται την επαφή με την οικογένεια μιλάει στο κινητό μακριά από τον αδερφό του και τον επιχειρηματία, επειδή ο τελευταίος στρεσάρεται. Μόλις κλείνει το τηλέφωνο ανακοινώνει ότι τελικά δέχθηκε τα λύτρα να είναι διακόσια εβδομήντα εκατομμύρια δραχμές, λιγότερα δηλαδή από το ποσό που είχε συμφωνηθεί.
Ο Βασίλης γίνεται έξαλλος γι’ αυτή την υποχώρηση και κυρίως επειδή ο αδερφός του συμφώνησε χωρίς πρώτα να το συζητήσει μαζί του, αλλά τελικά ηρεμούν.
Ο Κώστας Χαϊτογλου έφτασε στη Λαμία γύρω στις εννιά η ώρα το βράδυ, ακολούθησε το δρόμο προς την Άμφισσα, πέρασε το πρώτο βενζινάδικο, έστριψε δεξιά στον πρώτο χωματόδρομο όπως του είχαν πει οι απαγωγείς και μετά από πενήντα μέτρα έφτασε στο γεφυράκι που θα άφηνε τα λύτρα.
Μόλις έφυγε ο Νίκος και οι Βασίλης πήραν τα χρήματα και κατευθύνθηκαν με προεπιλεγμένο δρομολόγιο προς την Καρδίτσα.
«Μπήκαμε στην πόλη της Καρδίτσας και αφήσαμε τον Αλέκο στο ΚΤΕΛ της πόλης. Ήταν φανερά χαρούμενος, μας αποχαιρέτησε δια ασπασμού πετώντας το πλέον αμίμητο: «Παιδιά, αν δεν κόστιζε τόσο πολύ θα ήθελα μια ακόμη περιπέτεια».
Ο Βασίλης του απάντησε άμεσα: «Μην ανησυχείς, κάνουμε σκόντο».
Η απόδραση του αιώνα
Στις 4 Ιουνίου του 2006 ο Βασίλης Καρίκης, πρώην πιλότος της Πολεμικής Αεροπορίας πηγαίνει όπως κάθε μέρα στην δουλειά του αγνοώντας τα όσα θα συμβούν το απόγευμα εκείνης της μέρας. Η δουλειά του είναι να πραγματοποιεί πτήσεις μικρής διάρκειας για όσους θέλουν να θαυμάσουν την πρωτεύουσα και τα μνημεία της από ψηλά να βγάλουν τα απαραίτητα βίντεο και να επιστρέψουν.
Στις έξι το απόγευμα ένα ζευγάρι επιβιβάζεται στο Eurocopter με τα διακριτικά AS355N ο Καρίκης τους καλησπερίζει με το επαγγελματικό χαμόγελο που επιβάλλεται και μετά τις οδηγίες απογειώνεται. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι το πραγματικό όνομα του επιβάτη που μετά από δεκαπέντε λεπτά πτήσης αποκαλύπτεται με τον γνωστό του τρόπο. Βγάζει ένα πιστόλι που είχε κρύψει, το κολλάει στον λαιμό του έμπειρου πιλότου και λέει με την χαρακτηριστική του φωνή: «Είμαι ο Νίκος Παλαιοκώστας και πάω να σώσω τον αδερφό μου που μετράει 2.358 μέρες στην φυλακή».
Το ελικόπτερο αλλάζει πορεία και μετά από λίγα λεπτά βρίσκεται πάνω από το σωφρονιστικό ίδρυμα στον Κορυδαλλό, ενώ ο Καρίκης το κατεβάζει στον προαύλιο χώρο της Ε΄ Πτέρυγας. Ο έλικας του Eurocopter σηκώνει ένα τεράστιο σύννεφο καφέ σκόνης και οι φύλακες που στην αρχή νομίζουν ότι γίνεται αιφνιδιαστικός έλεγχος στέκονται προσοχή.
Μόνο όταν βλέπουν τον Βασίλη Παλαιοκώστα και τον Αλκέτ Ριζάι να τρέχουν προς το ελικόπτερο καταλαβαίνουν ότι γίνεται απόδραση αλλά οι φωνές τους δεν θα αλλάξουν την διαμορφωθείσα κατάσταση. Ο Νίκος Παλαιοκώστας περιμένει τον αδερφό του και τον Ριζάι με το πιστόλι στο χέρι και μέσα σε ένα σκηνικό που θυμίζει κινηματογραφική ταινία, το ελικόπτερο σηκώνεται και πετάει προς άγνωστη κατεύθυνση.
Μόλις είχε συντελεστεί η απόδραση του αιώνα.
Μια απόδραση που πλήρωσε ακριβά ο Νίκος όταν συνελήφθη στις 13 Σεπτεμβρίου του 2006 έξω από το χωριό Λιβάδι στον Παρνασσό, πέφτοντας σε μπλόκο που είχε στήσει η αστυνομία της Λιβαδειάς. Προσπάθησε να ξεφύγει αλλά αναπτύσσοντας ταχύτητα αλλά έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του και βγήκε εκτός δρόμου μην αφήνοντας κανένα περιθώριο διαφυγής στον «Βλάχο».
Ήταν καταζητούμενος επί δεκαέξι χρόνια και μετρούσε συνολικές καταδίκες 197 ετών και 376 μηνών για σωρεία καταδικών αυτός ο κοντόσωμος τύπος που είναι πλέον ένας ελεύθερος-φυλακισμένος.
newsauto.gr