Σήμερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα πράγματα είναι πιο απλά. Μέχρι και πριν μερικά χρόνια, όμως, ακόμα και το να δεις τι ώρα είναι αν δε φορούσες ρολόι, δεν ήταν τόσο απλό, όσο μπορεί να φανταστεί κανείς σήμερα.
«Στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…». Δεν υπάρχει έστω και ένας από τους «παλαιούς» που δεν τηλεφώνησε στο «141» και δεν έχει ακούσει μία βελούδινη και μελωδική φωνή να τον ενημερώνει για την ώρα που είχαμε στην Ελλάδα εκείνη τη στιγμή. Μέρες μακρινές από το ίντερνετ και την σύγχρονη τεχνολογία…
Όλη η Ελλάδα γνώριζε τη διάσημη εκείνη φωνή, όχι μόνο από το 141 του ΟΤΕ, αλλά και από το ραδιόφωνο της ΕΡΤ.
Ωστόσο, ελάχιστοι γνώριζαν το όνομα, το πρόσωπο, αλλά και τη θλιβερή ιστορία της Καλλιόπης Παΐσιου. Της «φωνής» του «141» και της πρώτης προσπάθειας ραδιοφώνου στην Ελλάδα, το 1948, που χαρακτηρίστηκε προπομπός της ΥΕΝΕΔ.
Η Καλλιόπη Παΐσιου, η «Πιπίτσα» όπως την αποκαλούσαν οι συνάδελφοί της στη ραδιοφωνία, σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή, από τη δεκαετία του ’50 και τα χρόνια που ακολούθησαν.
Η Παΐσιου ήταν η φωνή της γνωστής φράσης «στον επόμενο τόνο» της υπηρεσίας εξυπηρέτησης συνδρομητών του ΟΤΕ, από το 1960. Φωνή που διατηρήθηκε έως πρόσφατα, στο τέλος της δεκαετίας του 1990.
Η ίδια η Καλλιόπη Παΐσιου είχε περιγράψει πώς είχε γίνει η επιλογή της για να εκφωνεί την ώρα. «Στη δεκαετία του ’50, μας φώναξαν από τον ΟΤΕ περίπου δέκα εκφωνήτριες. Πήγαμε στο στούντιο της ΕΡΤ για να κάνουμε το δοκιμαστικό. Μετά από λίγο, με φώναξαν και μου είπαν: ‘κ. Παΐσιου εσάς επιλέξαμε’. ‘Εμένα;’, τους ρώτησα. Έτσι έγινε».
Μάλιστα, αναφερόταν στο γεγονός ως μία σύμπτωση: «Η ώρα… Μια σύμπτωση ήταν. Τίποτε παραπάνω. Μου το ζήτησαν, την εκφώνησα. Τέλος. Αυτό είναι όλο. Πέρασα τόσα στο ραδιόφωνο. Τριάντα δύο χρόνια εκφωνήτρια… Μόνο αυτό, ένα ‘στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι…’ έμεινε από μένα;», αναρωτιόταν με παράπονο.
Το τραγικό τέλος
Δυστυχώς, το τέλος της ήταν τραγικό. Η Πιπίτσα Παΐσιου είχε μείνει κατάκοιτη μετά από εγκεφαλικό.
Πέντε μέρες αφού είχε βγει από το νοσοκομείο, με τους γιατρούς να μην της δίνουν ελπίδες να επανέλθει, ο σύζυγός της, Τάκης Παΐσιος, τη δολοφόνησε στο σπίτι τους στα Βριλήσσια, στις 19 Μαρτίου το 2010. Κατόπιν αυτοκτόνησε…
Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, ο σύζυγός της είχε τοποθέτησε το μαξιλάρι στο πρόσωπό της, την ώρα που εκείνη κοιμόταν, με αποτέλεσμα να της προκαλέσει ασφυξία και να πεθάνει. Στη συνέχεια, πήρε ένα μαχαίρι, το τοποθέτησε κάθετα στο δάπεδο και έπεσε με ορμή πάνω του, ακολουθώντας για πάντα και στο θάνατο την αγαπημένη σύζυγό του.
Το είχε κάνει για να τη λυτρώσει από το μαρτύριο που περνούσε…
Πριν βάλει τέλος στη ζωή του, ο Τάκης Παΐσιος, έγραψε ένα γράμμα μέσα στο οποίο εξηγούσε τα πάντα. Το άφησε πάνω στο κομοδίνο, σε εμφανές σημείο για να είναι σίγουρος πως θα το βρουν. Σε αυτό το γράμμα εξηγούσε πως ό,τι έκανε, το έκανε από τη μεγάλη αγάπη που της είχε και επειδή δεν άντεχε να τη βλέπει σε αυτή την κατάσταση:
«Η απελπισία και η απόγνωση με οδήγησαν στη λύση αυτού του δράματος. Είμαι ο θύτης και το θύμα. Ειδοποιήστε την κόρη μου και την αδελφή μου. Επείγον! Στις 12.30 σχολάει η εγγονή μου. Ενημερώστε την μάνα της, τη Λήδα, να πάει να την πάρει. Ό,τι έχω τα αφήνω στην κόρη μου. Τα χρήματα είναι για την εγγονή μου», έγραφε.
Λίγο αργότερα, η κόρη του ζευγαριού επέστρεψε από το σχολείο όπου είχε συνοδέψει τη μικρή. Βρήκε την πόρτα ανοιχτή και προχωρώντας στην κρεβατοκάμαρα, αντίκρισε τους γονείς της νεκρούς.
Μέχρι εκείνη την ώρα, κανείς δεν ήξερε πως ο 90χρονος άνδρας είχε τηλεφωνήσει στις 8.20 στην Άμεση Δράση, για να προαναγγείλει όσα θα έκανε μερικές στιγμές αργότερα. Ένα περιπολικό πήγε στο σπίτι, αλλά όταν έφτασε πλέον εκεί ήταν πολύ αργά. Το σχέδιο του Τάκη Παΐσιου είχε αποκαλυφθεί πρώτα στην κόρη του και μετά στους αστυνομικούς, που δεν μπορούσαν πλέον να κάνουν κάτι.
«Όταν η Πιπίτσα χτυπήθηκε από το εγκεφαλικό και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, ο Τάκης έτρεχε για να τα προλάβει όλα. Την πήγαινε στο νοσοκομείο, την φρόντιζε μέσα στο σπίτι, έβγαζε το εγγονάκι τους βόλτα και πήγαινε για ψώνια. Λογικό ήταν κάποια στιγμή να λυγίσει. Ωστόσο, κανείς δεν περίμενε πως θα έφτανε σε αυτό το σημείο…», είχε πει στην κατάθεσή της μια γειτόνισσα του ζευγαριού.
Μέχρι σήμερα, κανείς δεν τον κατηγόρησε για όσα έπραξε. Αντιθέτως, η πράξη του έμεινε στο μυαλό όσων τους γνώριζαν ως απόλυτη ένδειξη βαθιάς και ανιδιοτελούς αγάπης.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου