Ο θετικός ρόλος των Αλβανών στα αρβανιτοχώρια του Γιώργου Σιακαντάρη

Πριν ενάμιση χρόνο είχα δημοσιεύσει αυτό το κείμενο στην τοπική εφημερίδα “Ξηρονομή” (Βοιωτίας) υπό τη διεύθυνση του ακάματου δάσκαλου Κώστα Νίκα.

Δεν το ανάρτησα, γιατί σκέφτηκα πως είχε μόνο τοπικό ενδιαφέρον. Ο δήμαρχος Φλώρινας απέδειξε πως δεν είχε.  Φανταστείτε τα αρβανιτοχώρια της Βοιωτίας να ήταν κοντά στα  αλβανικά σύνορα, θα είχε απαγορευτεί στους κατοίκους τους να μιλούν τη γλώσσα που μιλούσαν από τον  18ο αιώνα. 

Εύχομαι ένα 2026 με λιγότερους εθνικιστές και λιγότερους  κρυφούς “πατριώτες” εθνικιστές.

Ο θετικός ρόλος των Αλβανών στα αρβανιτοχώρια 

Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 κατέρρευσε το πιο μεσαιωνικό καθεστώς που ακόμη υπήρχε

στην Ευρώπη, το καθεστώς του Εμβέρ Χότζα και των διαδόχων του, οι Αλβανοί, ελεύθεροι πλέον, άρχισαν να έρχονται μαζικά στην Ελλάδα. Αρχικά η αντιμετώπιση τους, από μια κοινωνία κλειστή, όπως ήταν ακόμη στα τέλη του 20ου αιώνα η ελληνική, ήταν ιδιαζόντως φοβική. Να  μη κρύβουμε την πραγματικότητα. Το ίδιο είχε συμβεί λίγα χρόνια πριν με τους Πολωνούς. Όπως το ίδιο είχε συμβεί και 100 χρόνια πριν στις ΗΠΑ. Με ποιους λέτε; Μα φυσικά με τους Έλληνες. Ανακοινώσεις σε εστιατόρια πληροφορούσαν πως σ’ αυτά δεν επιτρέπονται «σκύλοι, νέγροι και Έλληνες».

Ο φόβος από τον άλλο, είναι ο φόβος από το διαφορετικό. Πόσο όμως διαφορετικοί ήταν οι πρώτοι Αλβανοί που ήλθαν στα δικά μας αρβανιτοχώρια; Καταρχάς οι παλαιότεροι ντόπιοι για πρώτη φορά συνειδητοποίησαν πως μιλούν μια γλώσσα που είναι πολύ κοντά σε μια άλλη γλώσσα. Στην αλβανική. Μέχρι τότε κανείς δεν είχε φροντίσει να τούς ενημερώσει ποια ήταν η γλώσσα που μιλούσαν. Η γλώσσα αυτή παρουσιαζόταν σαν να είχε πέσει από τον ουρανό. Κανείς δεν ήξερε την καταγωγή της. Αλβανικά; Καμία σχέση με αυτά, σου απαντούσαν ευρισκόμενοι σε πλήρη ρήξη με την πραγματικότητα. Κάποιοι «πραγματογνώμονες» της κακιάς ώρας τους μάθαιναν πως αυτή η γλώσσα δεν έχει την παραμικρή σχέση με την αλβανική γλώσσα. Αλλά και η άγνοια της ιστορίας δεν επέτρεπε  σ’ αυτούς τους «φοβικούς» να αναγνωρίσουν πως από τον 12ο αιώνα οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου «εισήγαγαν» στην Πελοπόννησο και στην Στερεά Ελλάδα ανθρώπινο στρατιωτικό δυναμικό από τα μέρη της Αλβανίας. Δεν τούς επέτρεπε να παραδεχθούν πως και εδώ συνέβη, αυτό που συμβαίνει παντού, όταν οι λαοί συναντώνται. Οι λαοί αλλάζουν όταν έρχονται σε επικοινωνία με άλλους λαούς. Οι ντόπιοι άλλαξαν με την είσοδο των Αλβανών, αλλά και οι ίδιοι οι Αλβανοί που ήρθαν, άλλαξαν. Παρόλο που και αυτοί κάτι είχαν ακούσει, γι’ αυτό και ήρθαν στα αρβανιτοχώρια, δεν περίμεναν, οι ντόπιοι να μιλούν μια γλώσσα τόσο συγγενή στη δική τους. 

Αυτοί λοιπόν οι Αλβανοί αρχικά έκαναν δουλειές του ποδαριού. Στη συνέχεια όμως έγιναν οι ίδιοι επαγγελματίες, υδραυλικοί, κτίστες, εργολάβοι. Άνοιξαν δικά τους καταστήματα. Έκαναν δηλαδή ό,τι έκαναν και οι Έλληνες. Και το έκαναν με μεγάλο μεράκι και επιτυχία. Όχι γιατί αυτές οι ικανότητες υπήρχαν στο DNA τους, αλλά γιατί η για χρόνια καταπίεσή τους από τον ολοκληρωτισμό, τούς είχε πεισμώσει για να πετύχουν κάτι καλύτερο στη ζωή τους. Να ζήσουν καλύτερα από τους φτωχούς προγόνους τους. Δεν ενσωματώθηκαν όμως απλά όπως υποστηρίζουν κάποιοι. Άλλαξαν και τους ντόπιους, όπως και οι ντόπιοι άλλαξαν αυτούς. Έτσι πάντα συμβαίνει όταν συναντώνται διαφορετικοί πολιτισμοί. Άλλοτε με βίαια μέσα και άλλοτε με ειρηνικά οι πολιτισμοί συναντώνται και οι άνθρωποι αλλάζουν. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει αυτούς τους Αλβανούς από τους κατοίκους της περιοχής, αλλά και οι κάτοικοι της περιοχής δεν είναι πια οι ίδιοι με αυτούς που ήταν όταν μέχρι το 1990 δεν είχαν δει ξένο στη ζωή τους. Κι όλα αυτά χάρη στη μετανάστευση, που αν είναι στοχευμένη και κρατικά μεθοδευμένη αλλάζει τον κόσμο προς θετική κατεύθυνση. Αυτά είναι  μαθήματα σ’ όσους σήμερα μιλούν για παράτυπους μετανάστες ή λαθρομετανάστες, χωρίς να παραγνωρίζεται το γεγονός πως χωρίς πανευρωπαϊκές πολιτικές, η μετανάστευση αποτελεί πρόβλημα για τις χώρες υποδοχής. 

Πόσους όμως μετανάστες αντέχει η Ευρώπη τον 21ο αιώνα; Όσους αυτή έστειλε δικούς της στον υπόλοιπο κόσμο τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Ο μεγάλος βρετανός ιστορικός Ρίτσαρντ Έβανς στο βιβλίο του «Η επιδίωξη της ισχύος- Ευρώπη 1815-1914» (Αλεξάνδρεια, μετάφραση Ελένη Αστερίου, 2018) έγραφε πως η Ευρώπη έγινε αυτή που ξέρουμε λόγω των δικών της μεταναστευτικών κυμάτων από το 1815 έως το 1940 σε άλλες ηπείρους. Κύματα που κατ’ αυτόν έπαιξαν επαναστατικό χαρακτήρα για την ανάπτυξη της. Οι πολιτικές διώξεις αφενός και η φτώχεια, η πείνα και οι άθλιες συνθήκες ζωής αφετέρου ήταν οι δυο αιτίες. Ό,τι ισχύει και σήμερα. Αν και οι πολιτικοί πρόσφυγες ήταν λίγοι, οι υπόλοιποι έφτασαν τα 60 εκατομμύρια. Τριάντα τέσσερα εκατ. εξ αυτών κατευθύνθηκαν στις ΗΠΑ, 4 εκατομμύρια στον Καναδά και ένα εκατ. στη Νέα Ζηλανδία. Από το 1857 έως το 1940 12 εκατ. Ευρωπαίοι κατέφυγαν σε Βραζιλία και Αργεντινή. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους εποίκους σε Αφρική και Ασία. Μόνο από την Ελλάδα μετανάστευσε το ένα έκτο του πληθυσμού της. Αποτέλεσμα ήταν «η τεράστια ανανέωση της υδρογείου» καθώς κεφάλαια, εμπορεύματα, άνθρωποι και ιδέες άρχισαν να ρέουν με αυξανόμενη ταχύτητα και ένταση από ήπειρο σε ήπειρο. Η Ευρώπη έγινε ισχυρή χάρη και στη δική της μετανάστευση στον υπόλοιπο κόσμο. 

Η αυτονόητη προστασία των συνόρων δεν σημαίνει πως η Ευρώπη δεν χρειάζεται ανανέωση, ακόμα και δημογραφική. Αυτήν θα την πετύχει οργανώνοντας η ίδια τη μετανάστευση προς αυτήν. Όσον αφορά τον «κίνδυνο» της πολιτισμικής και θρησκευτικής «αλλοίωσης», τη λεγόμενη «μεγάλη αντικατάσταση», ας τα αφήσουμε αυτά στους διαφόρους ρατσιστές και εθνικιστές. Οι υπόλοιποι φυσιολογικοί άνθρωποι χρειάζεται να δείξουμε εμπιστοσύνη στην πολιτισμική και ηθική ισχύ της πατρίδας μας αλλά και της Ευρώπης. Η πατερναλιστική «συμβουλή» να χρηματοδοτήσει η Δύση την ανάπτυξη στις χώρες που οι άνθρωποί τους μεταναστεύουν για να μείνουν αυτοί εκεί, δεν θα αποτρέψει τη μετακίνηση τους από την «κόλαση στον παράδεισο». Η Δύση, δηλαδή η Ευρώπη για τους Αφρικανούς και τους Ασιάτες και οι ΗΠΑ για τους λατινοαμερικανούς, πρέπει να καταμερίσει αυτούς τους ανθρώπους σ’ όλα τα κράτη της και όχι μόνο σ’ αυτά της εισόδου και να τους δώσει την ευκαιρία να ενταχθούν στην κανονική ζωή. Η επιτόπια δυτική βοήθεια δοκιμάστηκε και απέτυχε λόγω της διαφθοράς ένθεν κακείθεν. Μόνο η ένταξη αυτών των ανθρώπων στη Δύση θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη κι όχι τ’ αντίθετο.

Στη μετανάστευση φυσικά δεν αντιτάσσονται μόνο άτομα που φοβούνται το διαφορετικό απ’ αυτούς.  Αντιτάσσονται και άνθρωποι, οι οποίοι κατά τα υπόλοιπα, κατά όλα όσα αφορούν την ανεξέλεγκτη κίνηση κεφαλαίων, ομνύουν στην ελεύθερη αγορά και στην ελεύθερη διακίνηση προϊόντων. Όχι όμως και ανθρώπων. Ο δυτικός κόσμος όμως είναι τόσο δυνατός και θα μπορούσε να γίνει ακόμη πιο δυνατός με τη μετανάστευση, αρκεί να μην αρχίζουμε να γινόμαστε όλοι  σαν τους  Τραμπ, Όρμπαν, Λεπέν, Κατσίνσκι, Σαλβίνι κλπ. Κατά την αυστριακή φιλόσοφο και δημοσιογράφο Izolde Charim ζούμε σε μια εκπλουραλισμένη κοινωνία, από την οποία, παρά τους εχθρούς της που δεν τη θέλουν έτσι, δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Σ’ αυτή την κοινωνία δεν απειλείται ο τρόπος ζωής των παλαιών κατοίκων, αν και αυτός αλλάζει, όπως όμως  αλλάζει και ο τρόπος ζωής των νεοεισερχομένων. Βεβαίως όλα αυτά ισχύουν υπό την προϋπόθεση πως υπάρχει επαρκής δημόσια υποστήριξη και βοήθεια. Ο εκπλουραλισμός, κατά την ίδια, αλλάζει όχι μόνο τη σχέση μας προς τους άλλους αλλά και ως προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Κανένας σήμερα δεν μπορεί να ζει τον πολιτισμό του αγνοώντας πως δίπλα του υπάρχουν και άλλοι. Οι νεοφερμένοι πρέπει να αποδεχθούν τις αξίες μας, αυτό είναι σωστό, κατά την Charim, συνάμα όμως και οι αξίες μας επιδέχονται συζήτηση και επανακαθορίζονται στη βάση των νέων δεδομένων. «Η πολυμορφία διεισδύει στον εσώτατο πυρήνα μας, στην ολόδική μας ταυτότητα. Είτε το θέλουμε είτε όχι». (Charim, Izolde., Εγώ και οι άλλοι. Πως μας αλλάζει όλους ο νέος εκπλουραλισμός, μτφ: Εύη Μαυρομμάτη, Εκδόσεις Το μέλλον, Αθήνα, 2021,σ. 50). 

Όπως δείχνουν και πολλές μελέτες η υποστήριξη στην άποψη πως «η μετανάστευση έχει θετική επίδραση», αν και μειοψηφική, δεν είναι αμελητέα. Τα αίτια της απόρριψης της μετανάστευσης πιστεύουν πολλοί πως είναι κυρίως πολιτισμικά και δευτερευόντως οικονομικά. Αν όμως υπήρχαν οικονομικές πολιτικές ενίσχυσης «των λιγότερο ευνοημένων», ίσως και τα πολιτισμικά αίτια να ατονούσαν περισσότερο απ’ όσο δείχνουν οι ποσοτικές μελέτες. Η μετανάστευση και ο φόβος της εθνικής αλλοίωσης, ή έστω της μερικής αλλαγής της, συμβάλλουν στην ανάπτυξη μιας αγωνίας για το μέλλον της ταυτότητας, των τρόπων ζωής των κοινοτήτων που δέχονται τη μετανάστευση, είναι ένας φόβος που στηρίζεται στην άγνοια. Και αυτήν πρέπει να την καταπολεμήσουμε.

Σχετικά

Αφήστε ένα σχόλιο