Ελληνική Οικογένεια: Οι αριθμοί της υπογεννητικότητας και του δημογραφικού προβλήματος στην Ελλάδα βαίνουν κατά κοινή ομολογία από το κακό στο χειρότερο, αφού η χώρα διέρχεται από την μια κρίση στην άλλη…
Υπογεννητικότητα υπάρχει σε μία χώρα, όταν ο αριθμός γεννήσεων ανά έτος είναι μικρότερος ή όχι σημαντικά μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο αριθμό θανάτων. Σύμφωνα με έρευνα της Eurostat στην Ελλάδα, ο πληθυσμός μειώθηκε κατά 60.500 το 2012 και την 1η Ιανουαρίου 2013 έφτασε τους 11,06 εκατομμύρια κατοίκους. Το 2012 καταγράφηκαν 100.400 γεννήσεις και 116.700 θάνατοι, ενώ την ίδια χρονιά εγκατέλειψαν την Ελλάδα πάνω από 44.000 από τους κατοίκους της.
Η διάλυση του Ευρωπαϊκού Νότου
Ο πληθυσμός των ανεπτυγμένων χωρών μειώνεται και γερνά. Έως το 2050 το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας πληθυσμιακής αύξησης θα προέρχεται από αναπτυσσόμενες χώρες. Η Ευρώπη υφίσταται τα τελευταία χρόνια μια δημογραφική διαίρεση με τον ευρωπαϊκό βορρά να εμφανίζει σχετικά υψηλούς δείκτες γονιμότητας, ενώ αντίστοιχα ο νότος παρουσιάζει σημάδια υπογεννητικότητας και γήρανσης. Η Ελλάδα βρίσκεται σαφέστατα σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο με δεδομένο και το γεγονός των τεράστιων μεταναστευτικών ροών οι οποίες κατακλύζουν τη χώρα ανεξέλεγκτα και στα νησιά και στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Η πορεία της ελληνικής γονιμότητας μεταπολεμικά χαρακτηρίστηκε από άνθηση με ιδιαίτερα παραγωγική περίοδο αυτή μεταξύ 1960-1980. Από το 1980 και μετά όμως η ελληνική γονιμότητα κατέρρευσε φτάνοντας στο 2011 όταν οι γεννήσεις ήταν λιγότερες από τους θανάτους (αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων και θανάτων), για πρώτη φορά από το 1944.
Αιτίες του δημογραφικού προβλήματος
Ποιες είναι οι βασικές αιτίες του προβλήματος; Σίγουρα η οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 λειτούργησε καταλυτικά ώστε να αποκαλύψει και να εντείνει την ήδη υπάρχουσα δυσμενή δημογραφική θέση της χώρας γεγονός που αντανακλά και την κατάσταση που επικρατεί στην μέση ελληνική οικογένεια.
1. Η διάλυση του ΕΣΥ
Το άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο της χώρας και η μνημονιακή διάλυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας επιβάρυναν τις ακριτικές και παραμεθόριες περιοχές της χώρας. Η μειωμένη λόγω της οικονομικής κρίσης κρατική δαπάνη στα περιφερειακά και μη νοσοκομεία ήταν σίγουρα ένας καθοριστικός παράγοντας… Η δυσκολία των γυναικών που ζουν σε απομακρυσμένες νησιωτικές και ηπειρωτικές περιοχές να λαμβάνουν ολοκληρωμένες μαιευτικές και γυναικολογικές υπηρεσίες, έπαιξε σημαντικό ρόλο
2. Οι ορδές των μεταναστών
Από το 2008 πάνω από 400.000 νέοι Έλληνες έχουν φύγει από την Ελλάδα προς αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος. Χρησιμοποιώντας δεδομένα από ένα πάνελ 14 χωρών η γραμμική παλινδρόμηση μεταξύ δείκτη γονιμότητας και κατά κεφαλήν ΑΕΠ υπογραμμίζει τη θετική συσχέτιση μεταξύ γονιμότητας και οικονομικής ανάπτυξης. Υπολογίστηκε ότι για κάθε αύξηση του δείκτη γονιμότητας κατά μία ποσοστιαία μονάδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα αυξάνεται κατά 2% περίπου. Τα αποτελέσματα αποδεικνύονται στατιστικά σημαντικότερα για την Ελλάδα αφού παρόμοια αύξηση του δείκτη γονιμότητας στη χώρα μεταφράζεται σε αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν 3%. Το σταθερό και θετικό δημογραφικό είναι το πρώτο πράγμα που κοιτάνε οι ξένοι επενδυτές προκειμένου να κάνουν μια μακροχρόνια επένδυση σε μια χωρά. Σε μια χώρα που ο πληθυσμός της φεύγει και αντικαθίσταται από στοιχεία μουσουλμανικά είναι προφανές ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις.
Η μείωση του επιπέδου γονιμότητας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, αλλά και την αύξηση του ηλικιωμένου πληθυσμού.
Γήρανση πληθυσμού
Η γήρανση του πληθυσμού έχει βαθιές επιπτώσεις στις κοινωνίες, υπογραμμίζοντας τις δημοσιονομικές και πολιτικές πιέσεις που ενδέχεται να αντιμετωπίσει στις επόμενες δεκαετίες η υγειονομική περίθαλψη. Επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος καθώς οι ιατρικές απαιτήσεις των ηλικιωμένων είναι αρκετά μεγαλύτερες από αυτές των νέων. Κατάρρευση του συνταξιοδοτικού συστήματος καθώς οι μειωμένες εργατικές εισφορές δεν είναι επαρκείς για να συντηρήσουν το υπάρχον απαιτητικό ασφαλιστικό σύστημα. Ενδεικτικό είναι ότι κατά μέσο όρο, την περίοδο 2010-2015, η γονιμότητα ήταν χαμηλότερη από το επίπεδο αντικατάστασης γενεών σε 80 χώρες οι οποίες αποτελούν το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού.
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 68η θέση στη σχετική λίστα γεγονός που υπερτονίζει το δημογραφικό πρόβλημα στη χώρα αλλά και τις πιθανές προεκτάσεις που μπορεί να έχει στο μέλλον σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Ο ελληνικός πληθυσμός παρουσίασε ραγδαία αύξηση (16%) την εικοσαετία ’60-’80. Αυτό όμως δεν συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια με αποτέλεσμα η κάθε Ελληνίδα να μη γεννά τα δύο παιδιά που απαιτούνται ώστε (κατά μέσο όρο) να φέρει στη ζωή μια κόρη που θα την αντικαταστήσει.
Ενδεικτικό στοιχείο της δυσμενούς κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η χώρα ήταν το ισοζύγιο γεννήσεων/θανάτων το 2015 όταν ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30 χιλιάδες. Η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000 φτάνοντας στο 2011 που για πρώτη φορά μεταπολεμικά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων.
Η πιο δυσοίωνη πρόβλεψη όμως συνοψίζεται στη βαθιά γήρανσή του η οποία σταδιακά θα συντελεστεί: από το συνολικό πληθυσμό των 6,5 – 8 εκατομμύριων το 2050, τα 3,4 εκατομμύρια (36%) θα είναι άνω των 65 ετών. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά την εξαετία 2010-2016 μειώθηκε ο πληθυσμός της χώρας κατά 370.000 περίπου άτομα.
Εκτός από τον αριθμό του γενικού πληθυσμού, διαχρονικά πολύ μεγάλη αξία έχει και η μελέτη της ηλικιακής του σύστασης. Οι αλλαγές της ηλικιακής μορφολογίας μιας χώρας αποκτούν ιδιαίτερη δημογραφική και οικονομική σημασία αφού σχετίζονται με τις αυξομειώσεις της οικονομικά ενεργής βάσης (15- 64) η οποία ουσιαστικά συντηρεί τις υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες: τους νέους (0-14) και τους συνταξιούχους (άνω των 65). Την περίοδο 1960-2015 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού και των νέων της χώρας μειώθηκε κατά 15% περίπου, ενώ ο πληθυσμός άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε. Το 1960 μόλις το 7% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 27% ήταν ηλικίας κάτω των 14.
Το 2015, η σύνθεση του πληθυσμού ήταν εντελώς διαφορετική με το 20% να είναι άνω των 65 ετών, και μόλις το 15% κάτω των 14 ετών. Ελλάδα Το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας είναι προφανές.
Η διάμεσος ηλικία το 1960 (ηλικία που χωρίζει τον πληθυσμό σε δύο ισόποσες ηλικιακές ομάδες) ήταν 31 έτη, ενώ το 2015 άγγιξε τα 43 έτη και αναμένεται να αυξηθεί κατά 5-8 έτη έως το 2050. Η συνεχώς γηράσκουσα ελληνική κοινωνία δεν έχει στηριχθεί διαχρονικά από την πορεία της γονιμότητας αφού πέραν της περιόδου 1960-1980 (θετικά επηρεασμένης από το μεγάλο αριθμό γεννήσεων) ο δείκτης γονιμότητας βρίσκεται στο 1,3, σταθερά κάτω από το όριο αντικατάστασης γενεών των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα. Ως αποτέλεσμα, η χώρα γερνά και σε λίγα χρόνια, ο εργασιακά ενεργός πληθυσμός θα δυσκολεύεται να συντηρήσει τον ανενεργό.
Η μείωση του επιπέδου γονιμότητας έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο έναν βραδύτερο ρυθμό αύξησης του πληθυσμού αλλά και έναν συνολικά ηλικιωμένο πληθυσμό.
Στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) ο πληθυσμός θα κυμανθεί από 10,41 έως 9,51 εκατ. έναντι 10,86 εκατ. το 2015, ήτοι μειώσεις από 0,44 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές (4,1 -12, 4%).
Στο τέλος της προβολικής περιόδου (2050) αναμένονται μειώσεις του μόνιμου πληθυσμού που θα κυμανθούν από 10,0 έως 8,3 εκατ. έναντι 10,86 εκατ. το 2015, ήτοι μειώσεις σε απόλυτες τιμές από 0,8 έως και 2,5 εκατ. (7,3 έως 23,4 %). Εκτός όμως από τις διαφορές σε απόλυτα μεγέθη του συνολικού πληθυσμού ανά σενάριο, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην ηλικιακή του δομή.
Η μέση ηλικία από 43,45 έτη το 2015 αναμένεται να αυξηθεί το 2050, αναλόγως των σεναρίων, από 3,7 έως και 5,5 έτη. Η διάμεση, από 43,95 έτη το 2015 κατά 3,7 έως και 5,7 έτη (και αντίστοιχα, ανάμεσα στο 2015 και το 2035 η μεν μέση ηλικία κατά 4,5 έως 3,6 έτη, η δε διάμεση κατά 5,5 έως και 7,1 έτη).
Οι διαφορές αυτές ανά σενάριο προκύπτουν προφανώς από τις διαφορές που καταγράφονται στο ειδικό βάρος των μεγάλων ηλικιακών ομάδων (0-14/15-64/65+ ετών). Το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% -27,2% για τους πρώτους και 4,1%- 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 11,0% έως 12,4% για τους πρώτους και 15,8% – 14,2% για τους δεύτερους αντίστοιχα. Το 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (20,9 και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 33,1% -30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και 19% – 15,4% για τους δεύτερους αντίστοιχα.
Πριν το ξέσπασμα της μεγάλης οικονομικής ύφεσης, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και το ποσοστό γονιμότητας ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Όμως, από το 2009 και μετά τα ποσοστά γονιμότητας κατέρρευσαν ακολουθώντας την καθοδική πορεία της οικονομίας. Η απόφαση απόκτησης ενός παιδιού σχετίζεται με την ικανότητα του νοικοκυριού να καλύπτει ένα μεγάλο μέρος του κόστους της εγκυμοσύνης.
Στην Ελλάδα, η μέση δαπάνη τοκετού σε ένα δημόσιο νοσοκομείο κυμαίνεται από €800 έως €1.500 ενώ η αντίστοιχη σε ιδιωτική κλινική από €1.500 έως €2.800, χωρίς να συνυπολογίζονται επιπλέον έξοδα όπως αμοιβές γιατρών (στον ιδιωτικό τομέα), εξετάσεις κ.α.
Όταν ο πληθυσμός αυξάνεται, αυξάνονται ταυτόχρονα η κατανάλωση αλλά και η εν δυνάμει παραγωγή της εγχώριας αγοράς. Ενώ αντίθετα, η γήρανση του πληθυσμού και η αργή ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού επιβραδύνουν το ΑΕΠ, οι νέοι σε ηλικία εργασίας καλούνται να στηρίξουν οικονομικά τους ηλικιωμένους και οι δημόσιοι προϋπολογισμοί καταπονούνται κάτω από το βάρος του υψηλότερου κόστους των προγραμμάτων υγείας και συνταξιοδότησης των ηλικιωμένων.
Η νέα κρίση του κορονοϊού έρχεται να βάλει ταφόπλακα στο ήδη σοβαρό πρόβλημα της υπογεννητικότητας που μαστίζει την χώρα μας. Δυστυχώς αντί να προχωρήσουμε μπροστά είμαστε αναγκασμένοι να γυρίσουμε πίσω…
Και εδώ απαιτείται βεβαίως πολιτική βούληση. Βούληση που θα δώσει κίνητρα στους έλληνες να στηρίξουν την δημιουργία οικογενειών για να μπορέσει να ανατραπεί το αρνητικό ισοζύγιο.