Μαρία Νιόλια:Το Δίστομο ζει μέσα στις ψυχές των γενιών που ακολουθούν

Aποφράδα επέτειος η 10η Ιουνίου, η μέρα που έγινε το Ολοκαύτωμα στο Δίστομο στις 10 Ιουνίου 1944, καθώς και ο «απόηχος» που ακολούθησε με τις εκτελέσεις στο Καλάμι Βοιωτίας στις 11 Ιουνίου 1944.

Κάθε χρόνο με πολυήμερες εκδηλώσεις η τοπική κοινωνία κρατάει τη φλόγα της μνήμης ζωντανή, αλλά και εκτός της συγκεκριμένης περιόδου του Ιουνίου, οι Διστομίτες είναι συνεχής και ενεργός πόλος ιστορικής μνήμης.

Το Δίστομο ζει μέσα στις ψυχές των γενιών που ακολουθούν – Η Μαρία Νιόλια μιλάει στο www.ertnews.gr

Οι επισκέψεις φορέων και συλλόγων και πάνω από όλα μαθητών, τη νέας

γενιάς που πρέπει να συνδέεται με την ιστορία, στο Μουσείο Θυμάτων Ναζισμού, αλλά και οι κάθε είδους δραστηριότητες, προσελκύουν επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό (ιδιαίτερα πρέπει να τονίσουμε τις επισκέψεις Γερμανών αντιφασιστών) αποτελούν ισχυρό ανάχωμα σε όσους θέλουν να ξεχάσουμε τι είχε συμβεί και να «ξαναγράψουν» την ιστορία λειαίνοντάς την.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα περάσματος της ιστορίας από γενιά σε γενιά αποτελεί και η Μαρία Νιόλια με τις συμμετοχές της στο Δρόμο Θυσίας (11,2χλμ), δρομική διοργάνωση που είναι ενταγμένη στο πρόγραμμα εκδηλώσεων Τιμής & Μνήμης.

Τόσο το 2017, όσο και αυτή τη χρονιά, το 2023 έβγαλε το μετάλλιο που της απονεμήθηκε και το πέρασε στο λαιμό του παππού της Γιάννη Μπαλαγούρα που στα παιδικά του χρόνια, μόλις στα 8 του χρόνια ήταν ένα από τα ορφανά της Σφαγής αφού έχασε τον πατέρα του. Αργότερα, παιδί ακόμα, μετά από πρόσκληση της αμερικανικής κυβέρνησης και την βοήθεια του Συλλόγου Διστομιτών κάποια από τα ορφανά, πήγαν στις ΗΠΑ και δούλεψαν.

Η Μαρία Νιόλια τίμησε τον προπάππου και την προγιαγιά της, τίμησε τον παππού της που έμεινε ορφανός, τίμησε το Δίστομο και την προσπάθεια διατήρησης της ιστορικής μνήμης σε όλα τα σημεία της χώρας.

Το Δίστομο ζει μέσα στις ψυχές των γενιών που ακολουθούν – Η Μαρία Νιόλια μιλάει στο www.ertnews.gr

Όπως μας δήλωσε για το www.ertnews.gr: «10 Ιουνίου 1944, καλοκαίρι στο Δίστομο. Ο παππούς μου γεννήθηκε στο Δίστομο Βοιωτίας, από τον Νικόλαο και την Ασπασία Μπαλαγούρα. Ο παππούς μου ως το μοναδικό αγόρι της οικογένειας κλήθηκε από πολύ νωρίς, να βοηθάει τον πατέρα του και την γιαγιά του στις γεωργικές εργασίες. Για τον μικρό τότε Γιαννάκο, όπως συνήθιζαν, να τον αποκαλούν, αποτελούσε καθημερινότητα η βοήθεια σε όλους τους τομείς εντός και εκτός σπιτιού, έτσι και εκείνη την αποφράδα ημέρα της 10ης Ιουνίου, ο μικρός τότε Γιάννης, σηκώθηκε αχάραγα όπως συνηθίζουμε να λέμε στο χωριό μας, για να πάει με τον πατέρα και την γιαγιά του Ελένη Περγαντά στο χωράφι.

Στον δρόμο της επιστροφής από τις γεωργικές εργασίες, ο μικρός Γιαννάκος κάθεται πάνω στην άλογο, στην αγκαλιά της γιαγιάς του. Έχω αναρωτηθεί χιλιάδες φορές, αν ο παππούς αντιλήφθηκε ότι εκείνες οι στιγμές, ήταν οι τελευταίες στιγμές ευτυχίας και ξεγνοιασιάς πριν την καταστροφή. Σκέφτομαι συνεχώς, πως ένα 8χρονο αγοράκι, μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα, κλήθηκε να γίνει ο άνδρας και ο στυλοβάτης του σπιτιού.

Τα υπόλοιπα γεγονότα που ακολούθησαν είναι λίγο πολύ γνωστά σε όλους μας. Οι ΝΑΖΙ Γερμανοί του Χίτλερ, σκόρπισαν παντού αίμα και θάνατο. Ο πατέρας του παππού μπροστά στα μάτια του ανήλικου παιδιού του δέχεται σφαίρα στο κεφάλι και σωριάζεται στην γη. Οι Γερμανοί είναι μέσα στο χωριό και σπέρνουν θάνατο. Ο παππούς μου, μην έχοντας ξαναδεί κάτι τέτοιο, τρέχει στο σπίτι να φέρεις πανιά, νομίζοντας ότι θα σταματήσει την αιμορραγία από το κεφάλι του πατέρα του. Φτάνοντας στο σπίτι τον υποδέχεται η μάνα του (Ασπασία Μπαλαγούρα), κατατρομαγμένη και ακολουθεί ο διάλογος:

Με μία κίνηση, η προγιαγιά μου (Ασπασία Μπαλαγούρα) παίρνει τον μικρό Γιαννάκο και τον βάζει μέσα στον ξυλόφουρνο για να τον κρύψει, η ίδια μαζί με τα άλλα 2 μωρά κοριτσάκια της μπαίνει στο κατώι με άλλες γυναίκες να κρυφτεί. Περνούν ώρες σαν αιώνες, αλλά οι σφαίρες των ΝΑΖΙ δεν λεν να σταματήσουν. Ο μικρός Γιάννης όντας ανήσυχος για το τι συμβαίνει, αποφασίζει να βγει από τον ξυλόφουρνο, για να δει τι γίνεται. Κοιτάει τον ορίζοντα και βλέπει έναν ελεύθερο σκοπευτή να τον σημαδεύει, μην έχοντας ξαναδεί όπλο ο Γιαννάκος τον χαιρετάει νομίζοντας ότι κάποιος παίζει μαζί του. Ο ελεύθερος σκοπευτής του κάνει νόημα να φύγει και να τρέξει, διότι κινδυνεύει. Ο μικρός Γιάννης φτάνει στο φινάλε της παιδικότητας του. Κατευθύνεται στην πλατεία πατώντας πάνω σε εκατοντάδες πτώματα. ΟΛΑ ΤΕΛΕΙΩΣΑΝ. Ο πατέρας Νίκος δεν μιλάει, ούτε κουνιέται. Ο μικρός Γιάννης κλαίει απαρηγόρητος και μόνος, πάνω από το άψυχο σώμα του πατέρα του. Το ίδιο βράδυ φεύγουν όλα τα γυναικόπαιδα προς το Μοναστήρι Του Άγιου Ιωάννη στην Δεσφίνα, όπου και διανυκτερεύουν».

Το Δίστομο ζει μέσα στις ψυχές των γενιών που ακολουθούν – Η Μαρία Νιόλια μιλάει στο www.ertnews.gr

-Για ποιο λόγο συμμετέχετε στο Δρόμο θυσίας Διστόμου;

-«Από το 2017 έως σήμερα τρέχω κάθε χρόνο από τον Καρακόλιθο, έως την πάνω πλατεία του Διστόμου. Νοιώθω την ανάγκη να τιμήσω, όχι μόνο τους νεκρούς αλλά κυρίως τους επιζήσαντες της σφαγής. Τα συμβολικά 11,2 χλμ, είναι ένα τίποτα μπροστά στην θυσία των προγόνων μου κατά του ναζισμού. Ο παππούς μου, με περιμένει πάντα καρτερικά εκεί για να με δει να τερματίζω. Έχω τρέξει σαν δρομέας εκατοντάδες διαδρομές, το συναίσθημα όμως και ο κόμπος στον λαιμό, στην είσοδο του χωριού μου δεν συγκρίνεται.

Τρέχω για τον παππού μου τον Γιάννη, που έζησε την φρίκη του πολέμου, που αναγκάστηκε μαζί με τα άλλα ορφανά της σφαγής να μεταναστεύσει στις Η.Π.Α. για να μπορέσει να ζήσει την οικογένεια του. Τρέχω για την γιαγιά μου την Παρασκευούλα, που έζησε από τύχη, επειδή την λυπήθηκε ένας Γερμανός ιχνηλάτης στρατιώτης. Τρέχω για όλους εκείνους τους άοπλους, που κρύφτηκαν στα κατώγια τους προσευχόμενοι Στον Θεό για ζωή.

Τρέχω για όλους τους κατατρεγμένους πρόσφυγες αυτού του κόσμου, που ξεριζώθηκαν από τις πατρίδες τους. Τρέχω και θα τρέχω μέχρι να γεράσω. Ο δρόμος θυσίας, είναι δρόμος μνήμης, είναι δρόμος ιερός, είναι δρόμος προς την ειρήνη. Το Δίστομο δεν είναι μαρτυρικό αλλά ηρωικό. Εύχομαι κάθε χρόνο, να μαζευόμαστε όλο και περισσότεροι δρομείς και να τιμάμε την μνήμη των νεκρών. Θέλω να ευχαριστήσω όλους τους δρομείς καθώς και συντοπίτες, από άλλα χωριά, που έτρεξαν δίπλα μου».

Πηγή:ΕΡΤ

Σχετικά